Τρεις φορές χειρότερη από την οικονομική κρίση στις ΗΠΑ μετά το κραχ του 1929 ήταν η κρίση στην Ελλάδα. Συνήθως, στην εγχώρια συζήτηση, η εύκολη εξήγηση που δίνεται για το βάθος και τη χρονική έκταση της κρίσης είναι ότι έγιναν τεράστια λάθη από τους ξένους πιστωτές και την τρόικα. Όμως, από την πλευρά των ξένων επισημαίνονται δύο θανάσιμα λάθη του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που βάθυναν την κρίση.
Ο Πόουλ Τόμσεν είναι το στέλεχος της πρώτης τρόικας που οι Έλληνες… λατρεύουν να μισούν, καθώς υπήρξε ο αρχιτέκτονας του ελληνικού μνημονίου. Παρότι το ΔΝΤ έχει αναγνωρίσει ότι έγινε ένα μεγάλο λάθος αρχικά, με την υποτίμηση της ύφεσης που προκάλεσαν στην Ελλάδα τα μέτρα προσαρμογής, ο Τόμσεν πήρε εύσημα για τη δουλειά του στην Ελλάδα από το Ταμείο, με την προαγωγή του στη θέση του επικεφαλής του ευρωπαϊκού τομέα.
Σε ομιλία του, πριν λίγες ημέρες, σε εκδήλωση στο London School of Economics, ο Τόμσεν μίλησε για «μύθους και αλήθειες» για την ελληνική κρίση, κάνοντας το δικό του απολογισμό όσων έχουν συμβεί από το 2010 και μετά. Αρχικά τόνισε ότι η ελληνική κρίση έφθασε να γίνει τρεις φορές χειρότερη από αυτήν που ακολούθησε το κραχ του 1929, στις ΗΠΑ.
Οι εκτιμήσεις για την ύφεση
Όταν σχεδιαζόταν το πρόγραμμα, όπως είπε, τα στελέχη του Ταμείου καταλάβαιναν ότι θα προκαλούσε βαθιά ύφεση. Υπέθεσαν ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα χρειαζόταν οκτώ χρόνια για να επιστρέψει στα επίπεδα προ της κρίσης, όπως έγινε μετά τη Μεγάλη Ύφεση του μεσοπολέμου στις ΗΠΑ και πολύ χειρότερα από την ασιατική κρίση της δεκαετίας του ’90, όπου για την επάνοδο στο προ της κρίσης κατά κεφαλήν ΑΕΠ χρειάσθηκαν τέσσερα χρόνια.
Η Ελλάδα διέψευσε συντριπτικά, προς το χειρότερο, αυτές τις προβλέψεις του ΔΝΤ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ακόμη και σήμερα, σχεδόν 10 χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, παραμένει 22% χαμηλότερο από το προ της κρίσης επίπεδο και το Ταμείο προβλέπει ότι θα χρειασθούν 15 χρόνια, ως το 2034 (!) για να γυρίσει στο προ κρίσης επίπεδο, ενώ η Κομισιόν είναι λίγο πιο αισιόδοξη, καθώς εκτιμά ότι πάρει ως το 2031, όπως τόνισε ο Τόμσεν.
Το πολιτικό σύστημα
Πέρα από τα σφάλματα στο σχεδιασμό του προγράμματος, που σε μεγάλο βαθμό, όπως εξήγησε ο Τόμσεν, οφείλονταν στην έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης από την Ευρώπη, με συνέπεια να επιχειρηθεί αρχικά τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή σε πολύ μικρή χρονική περίοδο, δύο ήταν τα θανάσιμα λάθη του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που έκαναν τη δική μας κρίση τρεις φορές χειρότερη από τη Μεγάλη Ύφεση στις ΗΠΑ:
- Το γεγονός ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης πολέμησαν το πρόγραμμα, με αποτέλεσμα η χώρα να βυθισθεί σε παρατεταμένη πολιτική κρίση, που έδιωξε καταθέσεις και επενδύσεις.
- Το γεγονός ότι η εσωτερική υποτίμηση, που ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, επιβάρυνε εντελώς δυσανάλογα τα εισοδήματα των εργαζομένων, ενώ οι επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες προστατεύθηκαν, με αποτέλεσμα να παραμείνουν υπερβολικά υψηλές οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών, την ώρα που υποχωρούσαν δραματικά τα εισοδήματα των εργαζομένων.
Ο «εμφύλιος» για το μνημόνιο
Σε αντίθεση με άλλες χώρες που χτυπήθηκαν από την κρίση, όπως εξήγησε ο Π. Τόμσεν, δεν υπήρξε στην Ελλάδα από την αρχή ευρεία πολιτική υποστήριξη του προγράμματος. Γι’ αυτό κύρια ευθύνη φέρει το κόμμα της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης (σ.σ.: η Νέα Δημοκρατία της περιόδου του Α. Σαμαρά), ενώ ευθύνεται και η «παλιά φρουρά» του τότε κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ.
Η πολιτική κρίση στην Ελλάδα, όπως είπε ο Τόμσεν, έκανε και τους Ευρωπαίους ηγέτες στα τέλη του 2011 να χάσουν την εμπιστοσύνη στη χώρα και, τελικά, να σπάσουν το ταμπού του Grexit, λέγοντας στα δύο μεγάλα κόμματα να ενώσουν τις δυνάμεις τους στην υποστήριξη του προγράμματος, ή να αποδεχθούν τις συνέπειες (έξοδος από την ευρωζώνη). Οι κυβερνήσεις Παπαδήμου και Σαμαρά το έπραξαν, αλλά αυτό δεν έδωσε τέλος στη διαίρεση του πολιτικού συστήματος, που οδήγησε σχεδόν στην κατάρρευση της υποστήριξης για τα δύο μεγάλα κόμματα και στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, ήδη από την αρχή του 2011, στις τριμηνιαίες αξιολογήσεις του προγράμματος, έπρεπε να ενσωματώνεται η επίδραση της συνεχούς επιδείνωσης του πολιτικού κλίματος στην Ελλάδα, και η αντανάκλαση που είχε αυτό στην αντίληψη των Ευρωπαίων για την Ελλάδα, όπως και η δυσμενής αλληλεπίδραση αυτών των δύο παραμέτρων. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρέει η οικονομική εμπιστοσύνη, καθώς επικρατούσε η αντίληψη ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν θα καταφέρει να εφαρμόσει το πρόγραμμα και υπήρχε άμεσος κίνδυνος Grexit. Έτσι, αυτός ο φόβος επιτάχυνε δραματικά τη μείωση των καταθέσεων και «στέγνωσε» την οικονομία από επενδύσεις, με αποτέλεσμα να βαθύνει πέρα από κάθε πρόβλεψη η ύφεση.
Όπως φαίνεται στα γραφήματα που συνοδεύουν το κείμενο της ομιλίας Τόμσεν, η κρίση εμπιστοσύνης έκανε δύο κύκλους, με μεγάλη αύξηση στο spread των ομολόγων το 2012 και μικρότερη το 2015. Επίσης, δραματική ήταν η πτώση των καταθέσεων ως τα τέλη του 2012 και, πάλι, το 2015, ενώ οι επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έπεσαν πολύ χαμηλά μετά το 2011 και στο χαμηλότερο σημείο (μονοψήφιο ποσοστό) το 2015.
«Υπήρξε δραματική φυγή καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα και κατάρρευση των επενδύσεων και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι αυτό έφερε συνεχή και βαθιά μείωση του ΑΕΠ», τόνισε χαρακτηριστικά ο Π. Τόμσεν.
To παράδειγμα της Πορτογαλίας
Στην περίπτωση της Πορτογαλίας, που επίσης εφάρμοσε πρόγραμμα του Ταμείου υπό την εποπτεία του Τόμσεν, το αποτέλεσμα ήταν εντελώς διαφορετικό επειδή, όπως είπε ο ίδιος, υπήρχε πολιτική υποστήριξη του προγράμματος.
Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι, όσο διαπραγματευόταν η τρόικα το πρόγραμμα με την κυβέρνηση, βρισκόταν σε εξέλιξη παράλληλη συζήτηση με την αξιωματική αντιπολίτευση και το πρόγραμμα εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία, ενώ, όταν άλλαξε η κυβέρνηση, εξακολούθησε να εφαρμόζεται χωρίς προβλήματα.
«Θεμελιωδώς, η ελληνική κρίση ήταν εξίσου πολιτική και οικονομική, αν όχι περισσότερο πολιτική», τόνισε χαρακτηριστικά ο Τόμσεν, κάνοντας λόγο για αδυναμίες του πολιτικού συστήματος και των θεσμών και για δύναμη των κατεστημένων συμφερόντων.
Όλα τα βάρη στους εργαζομένους
Σχετικά με την εσωτερική υποτίμηση, ο Τόμσεν αναγνώρισε ότι οι υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις για την επίδραση των μεταρρυθμίσεων στην οικονομία είχαν αποτέλεσμα να πέσει πολύ μεγάλο βάρος της προσαρμογής στην εργασία, κάτι που συνέβαλε στη δημιουργία ενός αισθήματος αδικίας και στην απώλεια εμπιστοσύνης στο πρόγραμμα.
Δηλαδή, το ΔΝΤ δεν περίμενε τόσο μεγάλη ύφεση, είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από όσο έπρεπε στις μεταρρυθμίσεις για αποκατάσταση του ανταγωνισμού και άνοιγμα των αγορών, περιμένοντας ότι θα αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα έριχναν τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, ώστε τελικά να μη γίνουν ιδιαίτερα αισθητές στους εργαζομένους οι απώλειες του δικού τους εισοδήματος.
Το Ταμείο υποστήριξε τις μεταρρυθμίσεις του 2012 στην αγορά εργασίας, για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και το βασικό μισθό και αυτές πράγματι προκάλεσαν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την καλύτερη ευθυγράμμιση μισθών και παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, που επιβαρυνόταν από τον υπερβολικά υψηλό βασικό μισθό.
Όμως, το πρόβλημα ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις για το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών και των κλειστών επαγγελμάτων είχαν πολύ μικρότερη επιτυχία από τις αλλαγές στα εργασιακά, καθώς προσέκρουσαν στις ισχυρές αντιδράσεις κατεστημένων συμφερόντων. Έτσι, το βάρος της εσωτερικής υποτίμησης έπεσε «με ακραίο τρόπο στην εργασία», καθώς οι μισθοί μειώθηκαν, αλλά δεν επιτεύχθηκε η αύξηση του ανταγωνισμού στην αγορά, που θα έριχνε και τις τιμές.
Αυτό φαίνεται με σχεδόν σοκαριστικό τρόπο στο γράφημα που συνοδεύει την ομιλία του Τόμσεν, όπου μισθοί και πληθωρισμός κινούνται συγχρονισμένα μέχρι και το 2010, αλλά ακολούθως οι μισθοί καταρρέουν, ενώ η κόκκινη γραμμή των τιμών καταναλωτή παραμένει στα ύψη...