Τεράστια αποθέματα μετρητών, που δεν δικαιολογούνται για μια ανεπτυγμένη οικονομία και μάλιστα με τεράστια αύξηση των ψηφιακών συναλλαγών τα τελευταία χρόνια, διατηρούν οι Έλληνες εκτός τραπεζικού συστήματος. Το ποσό των μετρητών, δηλαδή το χαρτονόμισμα και τα κέρματα που βρίσκονται σε κυκλοφορία, όπως καταγράφονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, ξεπερνά τα 30 δισ. ευρώ και αντιστοιχεί σε πολύ υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ.
Η διατήρηση μεγάλου αποθέματος μετρητών εκτός τραπεζικών λογαριασμών, σε τραπεζικές θυρίδες ή ακόμη και σε... κρυψώνες στα σπίτια είναι μια κληρονομιά της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Εν μέσω αυξανόμενης οικονομικής ανασφάλειας, που έφθασε έως τον άμεσο φόβο για έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, οι Έλληνες απέσυραν τεράστια ποσά από τις τράπεζες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τραπεζικές καταθέσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2009 ξεπερνούσαν το 100% (101%, για την ακρίβεια). Στο χαμηλότερο σημείο της κρίσης, το 2016, έπεσαν σε ποσοστό μόλις 72% του πολύ μειωμένου ΑΕΠ εκείνης της χρονιάς -είχε υποχωρήσει από 231,6 στα 175,5 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου κατά 24%. Αυτός είναι και ο χειρότερος συνδυασμός για μια οικονομία, δηλαδή η δραματική υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, ταυτόχρονα με το «στέγνωμα» του τραπεζικού συστήματος από καταθέσεις.
Η ελληνική οικονομία, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, άρχισε να λειτουργεί με όλο και μεγαλύτερο απόθεμα μετρητών ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος, σε βαθμό που να προκαλεί έντονο προβληματισμό. Στις οικονομίες της ευρωζώνης, όπως και στην Ελλάδα μέχρι την κρίση, τα μετρητά δεν αντιστοιχούν σε ποσοστό του ΑΕΠ που να υπερβαίνει το 10%, αλλά στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ακόμη και σήμερα είναι υψηλό διψήφιο.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το χαρτονόμισμα και τα κέρματα σε κυκλοφορία και της ΕΛΣΤΑΤ (για το ονομαστικό ΑΕΠ),
- Το 2008, όταν άρχιζε η κρίση τα μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος υπολογίζονταν σε 19 δισ., ενώ το ΑΕΠ είχε φθάσει στην ιστορική του κορύφωση, σε ποσό 232 δισ. ευρώ. Δηλαδή, η σχέση μετρητών και ΑΕΠ διαμορφωνόταν τότε σε ένα «φυσιολογικό» ποσοστό για ανεπτυγμένη οικονομία, 8,1%.
- Στο χειρότερο σημείο της κρίσης, το 2016, τα μετρητά έφθαναν στα 30,7 δισ. ευρώ, με το ΑΕΠ να έχει μειωθεί στα 175,5 δισ. ευρώ. Δηλαδή, το ποσοστό των μετρητών προς το ΑΕΠ είχε εκτιναχθεί στο 17,5%.
- Όμως, παρότι θα περίμενε κανείς ότι προοδευτικά, με τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, η οικονομία θα άρχιζε να επανέρχεται στην κανονικότητα και να λειτουργεί με λιγότερα μετρητά προς το ΑΕΠ, αυτό δεν φαίνεται να έχει συμβεί. Στο τέλος του 2023, τα μετρητά σε κυκλοφορία ήταν 36,3 δισ. ευρώ με το ΑΕΠ της χρονιάς να διαμορφώνεται στα 210,7 δισ. ευρώ και τη σχέση μετρητών/ΑΕΠ να παραμένει πολύ υψηλή, στο 17,2%.
- Αξίζει να σημειωθεί (γράφημα) ότι το μεγαλύτερο ποσό μετρητών εκτός τραπεζικού συστήματος καταγράφεται τον Μάιο του 2022, όταν ανήλθαν στα 37,3 δισ. ευρώ. Σε αντίθεση, πάντως, με την περίοδο της κρίσης, τα τελευταία χρόνια η αύξηση των μετρητών εκτός τραπεζικού συστήματος δεν συνδέεται με την έξοδο κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα. Αντίθετα, η ΤτΕ καταγράφει από το 2019 μέχρι το τέλος α' τριμήνου 2024 μια αύξηση των καταθέσεων ιδιωτικού τομέα από 138,8 σε 192,8 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 39%.
- Τους πρώτους μήνες του 2024 καταγράφεται αρκετά μεγάλη μείωση του αποθέματος μετρητών, σωρευτικά κατά 4 δισ., με αποτέλεσμα τον Απρίλιο να έχουν μειωθεί στα 32,2 δισ.
Η αύξηση του αποθέματος μετρητών εκτός τραπεζικού συστήματος τα τελευταία χρόνια φαίνεται να συνδέεται και με τις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία. Το 2019, τα μετρητά είχαν μειωθεί κάτω από τα 30 δισ. ευρώ, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκαν πάλι σημαντικά (στα 33,4 δισ.) και στο τέλος του 2021 έφθασαν σχεδόν στα 36 δισ. Πιθανότατα, η μεγάλη δημοσιονομική στήριξη που προσφέρθηκε στα νοικοκυριά κρατήθηκε σε μεγάλο βαθμό εκτός τραπεζικού συστήματος για «ώρα ανάγκης», καθώς επανήλθαν, για άλλους λόγους, οι συνθήκες οικονομικής ανασφάλειας.
Οι ελληνικές ιδιαιτερότητες
Γεγονός είναι, πάντως, ότι η διατήρηση μεγάλου αποθέματος μετρητών εκτός τραπεζών αντανακλά και ορισμένες ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας:
- Η κυριότερη, ασφαλώς, είναι η ύπαρξη, ακόμη και σήμερα και παρά τα ουκ ολίγα μέτρα που έχουν ληφθεί για να τον συρρικνώσουν, ενός πολύ μεγάλου ανεπίσημου τομέα, που θέλει να μείνει «μακριά από τα ραντάρ» των φορολογικών αρχών και προτιμά να διατηρεί πολλά μετρητά στην άκρη. Οι οικονομικοί αναλυτές υπολογίζουν ότι ίσως και πάνω από το 1/4 της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται στο «γκρίζο» πεδίο, την ώρα μάλιστα που η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης αυξάνει σημαντικά τα εισοδήματα. Όσοι έχουν λόγους να φοβούνται ότι θα εντοπιστεί η φοροδιαφυγή τους, έχουν και κάθε λόγο να αποφεύγουν τη διατήρηση χρημάτων στην τράπεζα, όπου βρίσκονται στη «θέα» των φορολογικών αρχών.
- Το τραπεζικό σύστημα έχει πολύ υψηλούς δείκτες ρευστότητας και, ταυτόχρονα, πολύ χαμηλή σχέση δανείων προς καταθέσεις, καθώς ακόμη δεν έχει αποκατασταθεί η πιστωτική επέκταση στα επίπεδα του παρελθόντος. Έτσι, οι τράπεζες, ακόμη και στον κύκλο της μεγάλης αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ, δεν άρχισαν κάποια εκστρατεία προσέλκυσης καταθέσεων με μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια, κάτι που φαίνεται ότι έχει συμβάλει στη διατήρηση μεγάλου ποσού μετρητών εκτός τραπεζικού συστήματος.
Πάντως, όπως επισήμαινε και σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα, τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, φαίνεται ότι τα μετρητά που βρίσκονταν εκτός τραπεζικού συστήματος επανήλθαν σε κάποιο βαθμό στην επίσημη οικονομία, καθώς από αυτά χρηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι αγορές ακινήτων από Έλληνες τα τελευταία χρόνια, δεδομένου ότι η παροχή στεγαστικών δανείων παρέμεινε «αναιμική». Στα τέλη του 2023, μάλιστα, κορυφώθηκαν οι αγορές ακινήτων με μετρητά, με δεκάδες χιλιάδες συναλλαγές να καταγράφεται ότι πληρώθηκαν συνολικά ή εν μέρει μετρητοίς, καθώς η κυβέρνηση αποφάσισε να απαγορεύσει εντελώς από την 1η Ιανουαρίου 2024 τις αγορές ακινήτων με μετρητά.
Για την οικονομία, ένα σημαντικό στοίχημα είναι να επανέλθουν όχι απλώς στο τραπεζικό σύστημα αλλά γενικότερα στη χρηματοδότηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων ένα μέρος των μετρητών που βρίσκονται σήμερα εκτός τραπεζών, δηλαδή να υποχωρήσει και πάλι σε μονοψήφια ποσοστά η σχέση των μετρητών με το ΑΕΠ. Για να γίνει αυτό σήμερα, όπως εκτιμούν αναλυτές, δεν χρειάζεται πλέον να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις τράπεζες (αυτό σε μεγάλο βαθμό έχει συμβεί), αλλά να βρουν αυτά τα κεφάλαια κατάλληλες ευκαιρίες για την παραγωγική αξιοποίησή τους.