Όλο και πιο έντονη γίνεται η πίεση που ασκείται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στην Ελλάδα να γίνει ο πρώτος «πελάτης» του νέου χρηματοδοτικού εργαλείου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για την πανδημία, ενώ η κυβέρνηση προσπαθεί να «ξορκίσει» μια νέα προσφυγή στον ESM για πολιτικούς λόγους, παρότι είναι προφανή τα οφέλη που θα είχε ο προϋπολογισμός από τα δάνεια με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο.
Ενδεικτική της αμηχανίας που προκαλεί στην κυβέρνηση η προοπτική προσφυγής στον ESM, η οποία συνειρμικά ανακαλεί στη μνήμη την εποχή των μνημονίων, αν και δεν τίθεται ζήτημα νέου μνημονίου για τα δάνεια της πανδημίας, είναι η τοποθέτηση του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, με τη δήλωσε που έκανε το βράδυ της Παρασκευής για τα αποτελέσματα της τηλεδιάσκεψης του Eurogroup, κυριότερο των οποίων ήταν η ενεργοποίηση, από χθες, του νέου προγράμματος του ESM για την πανδημία.
Σε μια αρκετά μακροσκελή δήλωση - σχολιασμό των αποφάσεων είναι χαρακτηριστικό ότι ο κ. Σταϊκούρας δεν αφιέρωσε μία λέξη στο νέο χρηματοδοτικό εργαλείο, προτιμώντας να αναφερθεί στα άλλα δύο νέα προγράμματα που εγκρίθηκαν από τους υπουργούς, το SURE για την απασχόληση και το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Σχολίασε, επίσης, την πρόοδο των συζητήσεων για το Ταμείο Ανάκαμψης που θα ενεργοποιηθεί για την έξοδο από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία.
Σε προηγούμενη δήλωσή του, όταν είχε εγκριθεί πολιτικά το νέο πρόγραμμα του ESM, πριν φθάσουμε στη χθεσινή, τελική έγκριση, ο κ. Σταϊκούρας είχε υποδεχθεί με θετικά σχόλια τη συμφωνία, τονίζοντας ότι είναι «πολύ καλή για όσες χώρες αιτηθούν φθηνών πιστοληπτικών γραμμών του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού. Και είχε τονίσει ότι «αυτός ο μηχανισμός στήριξης, σύμφωνα και με τις ελληνικές θέσεις, θα είναι άμεσα διαθέσιμος – με τους ίδιους όρους – σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν άμεσες και έμμεσες δαπάνες σχετιζόμενες με την υγειονομική κρίση, δεν θα έχει μακροοικονομικές προϋποθέσεις, θα ενσωματώνει απλοποιημένο πλαίσιο παρακολούθησης και θα διαθέτει ευνοϊκούς όρους τιμολόγησης».
Ενώ αυτή η θετική τοποθέτηση μπροστά στο νέο μηχανισμό προδιαθέτει για την υποβολή ενός αιτήματος δανεισμού από την Ελλάδα, λίγο αργότερα ο κ. Σταϊκούρας φάνηκε να το αποκλείει, δηλώνοντας (σε εκπομπή του τηλεοπτικού ΣΚΑΪ): «Δεν χρειαζόμαστε να προσφύγουμε σε δανεισμό σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα». Αυτή η δήλωσε δεν φαίνεται να συνάδει με τη γνωστή σε όλους προσπάθεια του Δημοσίου να αντλήσει χρηματοδότηση από την αγορά με εκδόσεις ομολόγων (πρόσφατα του 7ετούς, σύντομα νέου 10ετούς), αλλά και με την αύξηση των ποσών που αντλούνται από εκδόσεις εντόκων γραμματίων πέραν των αναγκών για την αναχρηματοδότηση τίτλων που λήγουν.
Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, ήταν περισσότερο κατηγορηματικός στην άρνηση του προγράμματος του ESM, λέγοντας αφενός ότι δεν υπάρχει ανάγκη, αλλά και προβάλλοντας τον ισχυρό ότι η δανειοδότηση μέσω του προγράμματος του ESM, επισύρει 10ετή «ισχυρή εποπτεία» της χώρας (βέβαια, για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με τον κύριο όγκο του δανεισμού της να προέρχεται από τον ESM και τις λήξεις αυτών των δανείων να τοποθετούνται αρκετές δεκαετίες αργότερα, η «ισχυρή εποπτεία» θα υπάρχει σε κάθε περίπτωση και δεν θα ενεργοποιηθεί ξαφνικά μόνο για ένα δάνει 3,7 δισ. ευρώ).
Τα παραπάνω είναι ενδεικτικά της αμηχανίας που προκαλεί στην κυβέρνηση η προοπτική νέου δανεισμού από τον ESM, όχι για λόγους που σχετίζονται με την ορθολογική διαχείριση της χρηματοδότησης του Δημοσίου, αλλά μάλλον επειδή υπάρχει πάντα ο φόβος ότι λαϊκιστικές φωνές της αντιπολίτευσης θα την κατηγορήσουν πως, αντί να οδηγεί την Ελλάδα σε ανάπτυξη μακριά από τα μνημόνια, την φέρνει ακόμη πιο κοντά στον κύριο θεσμικό δανειστή, τον ESM, που έχει συνδεθεί με την εφαρμογή μνημονίων.
Οι κινήσεις των Ευρωπαίων
Όμως, στην πλευρά των ευρωπαϊκών θεσμών οι προβληματισμοί που επικρατούν κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση. Η Ελλάδα, η χώρα της ευρωζώνης με το μακράν υψηλότερο κόστος δανεισμού από την αγορά, είναι ο προφανής πρώτος στόχος του νέου προγράμματος που μπορεί να χορηγήσει δάνεια έως 2% του ΑΕΠ μιας χώρας, με δεκαετή διάρκεια και σχεδόν μηδενικό (0,1%) επιτόκιο.
Ο Κλάους Ρέγκλινγκ θεωρεί βέβαιο ότι δεν θα αξιοποιηθούν όλοι οι διαθέσιμοι πόροι (240 δισ. ευρώ) του νέου προγράμματος, αφού πολλές χώρες δεν έχουν λόγο να ζητήσουν δάνεια έστω και με οριακά θετικό επιτόκιο, τη στιγμή που μπορούν να δανείζονται με αρνητικό επιτόκιο από την αγορά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του επικεφαλής του ESM, γύρω στα 80 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι τελικά θα διατεθούν σε κράτη της ευρωζώνης από το πρόγραμμα για την πανδημία. Δηλαδή, μόνο το 1/3 του «οπλοστασίου» των 240 δισ. ευρώ.
Για να μην μείνουν στα αζήτητα τα δάνεια του νέου προγράμματος, προκαλώντας απογοήτευση και δυσμενή σχόλια για τις παρεμβάσεις της ευρωζώνης στην κρίση της πανδημίας, θα πρέπει να προσφύγουν οι χώρες του Νότου στον ESM, που έχουν επιτόκια δανεισμού πολύ υψηλότερα από το 0,1%. Όμως, η Ιταλία παραμένει διστακτική, εξαιτίας εσωτερικών πολιτικών προβλημάτων, και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τελικά θα αξιοποιήσει το πρόγραμμα, κάνοντας διστακτικές και τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Πορτογαλίας.
Ο Κλάους Ρέγκλινγκ ήδη έχει αρχίσει εντατική εκστρατεία άσκησης πιέσεων στις κυβέρνησης του Νότου. Σε δηλώσεις του σε ευρωπαϊκά πρακτορεία ειδήσεων, πριν λίγες ημέρες, προχώρησε σε υπολογισμούς για το μεγάλο όφελος που μπορεί να έχουν η Ισπανία και η Ιταλία, αν δανεισθούν από τον ESM, αντί να προχωρούν σε πολύ ακριβότερα δάνεια από την αγορά ομολόγων. Έτσι, ένα ερώτημα που δεν θα αργήσει να τεθεί στις «διστακτικές» κυβερνήσεις είναι: «γιατί φορτώνετε τους φορολογουμένους με πρόσθετες πληρωμές τόκων, αν μπορούν να τις αποφύγουν με φθηνά δάνεια από τον ESM». Ένα συναφές ερώτημα θα αρχίσει να τίθεται και από τους ιδιώτες επενδυτές της αγοράς ομολόγων: «γιατί δεν λαμβάνετε τη φθηνή ρευστότητα του ESM, που θα βελτίωνε, έστω και λίγο, τις προοπτικές της βιωσιμότητας του χρέους»;
Τις ίδιες επισημάνσεις έκανε προς την Ελλάδα ο Κλ. Ρέγκλινγκ, αμέσως μόλις ενεργοποιήθηκε επίσημα το νέο πρόγραμμα από το Eurogroup. Όπως είπε, είναι νωρίς για να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης είναι διστακτικές απέναντι στο νέο μηχανισμό χρηματοδότησης για την περίοδο της πανδημίας, το πρόγραμμα έχει ενεργοποιηθεί εδώ και δύο ώρες και δεν πρέπει να βγάζουμε πρόωρα συμπεράσματα.
Όμως, ο Ρέγκλινγκ υπέδειξε στην Αθήνα ποια είναι η συμφέρουσα επιλογή: αν λάβουμε υπόψη τα τρέχοντα επίπεδα των αποδόσεων των 10ετών ελληνικών ομολόγων και τα συγκρίνουμε με ένα αντίστοιχο δάνεια δεκαετούς διάρκειας από τον ESM, με επιτόκιο 0,1%, βγαίνει το συμπέρασμα ότι ένα δάνειο 3,7 δισ. ευρώ (2% του ΑΕΠ της Ελλάδας του 2019) θα εξοικονομούσε για την Ελλάδα πληρωμές τόκων 800 εκατ. ευρώ στη διάρκεια της δεκαετίας. Υπενθυμίζεται ότι η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου στη δευτερογενή αγορά είναι σήμερα λίγο υψηλότερη του 2%, δηλαδή περίπου 20 φορές μεγαλύτερη από το κόστος δανεισμού από τον ESM.
Πιο ευάλωτη σε πιέσεις η Ελλάδα
Ως πού μπορεί να φθάσει αυτή η πίεση στην Ελλάδα για να πάρει τα φθηνά δάνεια του ESM; Βέβαιο είναι ότι το πρόγραμμα για την πανδημία δεν θα επιτρέψουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί να μείνει στα αζήτητα, καθώς πρόκειται για τη συνιστώσα με τη μεγαλύτερη οικονομική βαρύτητα στο συνολικό σχέδιο αντιμετώπισης της πανδημίας, αλλά και για το σχέδιο, την εφαρμογή του οποίου παρακολουθεί πολύ στενά η αγορά ομολόγων, ώστε να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των ήδη αμφισβητούμενης αξίας παρεμβάσεων της ευρωζώνης για τη στήριξη της οικονομίας.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, η πίεση στην Ελλάδα θα συνεχισθεί, καθώς μάλιστα η χώρα μας βρίσκεται σε πολύ διαφορετική θέση από όλες τις άλλες που είναι υποψήφιες για δανεισμό από τον ESM. Οι παραινέσεις του Ρέγκλινγκ προς την Ελλάδα δεν έχουν την ίδια βαρύτητα με όσα λέει απευθυνόμενος στις κυβερνήσεις π.χ. της Ιταλίας ή της Ισπανίας, που διατηρούν τυπικά την πλήρη ανεξαρτησία της πολιτικής τους, καθώς η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα της ευρωζώνης που βρήκε από τα προγράμματα προσαρμογής (το 2018), παραμένει σε πρόγραμμα ενισχυμένης εποπτείας από την Κομισιόν, τον ESM και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ελέγχεται συνεχώς για τη βιωσιμότητα του χρέους, η οποία παρέμενε οριακή, ακόμη και πριν την εκδήλωση της πανδημίας.
Σε αυτή τη συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους, οι ελληνικές αρχές δεν θα είναι πολύ εύκολο να εξηγήσουν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς γιατί προτίμησαν να επιβαρύνουν το Δημόσιο με πρόσθετες πληρωμές τόκων 800 εκατ. ευρώ για ένα 10ετές δάνειο 3,7 δισ. ευρώ (τόσα μπορεί να πάρει η Ελλάδα από τον ESM), εφόσον θα μπορούσαν να τις έχουν αποφύγει...
Άλλωστε, οι Ευρωπαίοι δεν ξεχνούν ότι η Ελλάδα έχει καταφέρει προς το παρόν να συνεχίσει να δανείζεται από την αγορά ομολόγων όχι «με το σπαθί» της, αλλά χάρη στην απόφαση της ΕΚΤ να περιλάβει και τα ελληνικά ομόλογα, χωρίς να έχουν αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας, στο δικό της πρόγραμμα για την πανδημία. Πριν ληφθεί αυτή η απόφαση, η απόδοση των 10ετών ομολόγων, στα μέσα Μαρτίου, είχε εκτιναχθεί κοντά στο 4%, δηλαδή σε επίπεδο που η χώρα ήταν ουσιαστικά αποκλεισμένη από την αγορά, λόγω του δυσβάστακτου κόστους που θα είχε ένα δάνειο σε τέτοια επίπεδα επιτοκίου. Μόνο μετά την ένταξη στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων έγινε δυνατό να πέσει κοντά στο 2%, την Παρασκευή, η απόδοση του 10ετούς, αλλά και να επιτύχει μια έκδοση 7ετών τίτλων, έστω και οριακά.
Έτσι, θα είναι ακόμη δυσκολότερο να εξηγηθεί στους Ευρωπαίους γιατί μια χώρα που μόνο με το «μπαστουνάκι» της ΕΚΤ εξακολουθεί να «περπατάει» στην αγορά ομολόγων, προτιμά να δανείζεται από την αγορά, αξιοποιώντας αυτή τη στήριξη, με εικοσαπλάσιο κόστος από αυτό που θα είχε ένα δάνειο του ESM. Δύσκολα υποστηρίζεται η θέση ότι μια χώρα που στηρίζεται στη βοήθεια της ΕΚΤ έχει την πολυτέλεια να πληρώνει τόκους 800 εκατ. ευρώ σε ιδιώτες επενδυτές...