Μια παράδοση που κράτησε σχεδόν ένα αιώνα θα σπάσει το 2024, καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος δεν θα διανείμει μέρισμα στο κράτος και στους ιδιώτες μετόχους της, εξαιτίας της ακολουθούμενης, αυστηρής νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη, που την υποχρεώνει να καταβάλλει πολύ υψηλά ποσά τόκων στις εμπορικές τράπεζες και στο Δημόσιο για τα διαθέσιμά τους.
Σε όλη την ιστορία της, από την ίδρυσή της το 1928, ακόμη και στη «μαύρη» περίοδο 1942-48, όταν είχε εγκριθεί μέρισμα 30 δραχμών, η Τράπεζα της Ελλάδος προχωρούσε σε διανομές μερισμάτων. Στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, όταν οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες έπαψαν να διανέμουν μερίσματα, η ΤτΕ συνέχισε να μοιράζει υψηλά μερίσματα, που πρόσφεραν στους ιδιώτες μετόχους μερισματικές αποδόσεις ακόμη και πάνω από 5%.
Την τελευταία τετραετία, το μέρισμα στους ιδιώτες μετόχους είχε σταθεροποιηθεί στα 0,6720 (καθαρό πληρωτέο: 0,6384). Το 2022, τα καθαρά κέρδη της ΤτΕ είχαν ανέλθει σε 456,7 εκατ. ευρώ. Βάσει της νομοθεσίας, τη μερίδα του λέοντος από τη διανομή που πραγματοποιήθηκε φέτος είχε λάβει το Ελληνικό Δημόσιο -400,7 εκατ. ευρώ. Στους ιδιώτες μετόχους είχαν διανεμηθεί 13,3 εκατ. ευρώ, ενώ 42,7 εκατ. είχε κρατήσει η ΤτΕ στο έκτακτο αποθεματικό της.
Από το προσχέδιο του προϋπολογισμού έγινε γνωστό ότι το 2024 η ΤτΕ δεν πρόκειται να προχωρήσει σε διανομή μερίσματος στο Δημόσιο και τους ιδιώτες μετόχους. Στο προσχέδιο καταγράφεται η ισχυρή στήριξη που πρόσφερε στο κράτος το 2023 το μέρισμα της ΤτΕ, αλλά και η πρόβλεψη περί μη διανομής μερίσματος το 2024:
- Στην ενότητα «Λοιποί φόροι επί παραγωγής», στους οποίους συγκαταλέγονται τα μερίσματα της ΤτΕ, αναφέρεται για το 2023 ότι: «Τα κύρια έσοδα της κατηγορίας αυτής προέρχονται από το τέλος επιτηδεύματος και από τη συμμετοχή του Δημοσίου στα κέρδη της ΤτΕ. Οι λοιποί φόροι παραγωγής εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν σε 1.153 εκατ. ευρώ, αυξημένοι κατά 86 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου, κυρίως λόγω του αυξημένου μερίσματος από την ΤτΕ κατά 43 εκατ. ευρώ» (σ.σ.: το μέρισμα που έλαβε το Δημόσιο, όπως προαναφέρθηκε, ξεπέρασε τα 400 εκατ. ευρώ).
- Για το 2024, ωστόσο, σημειώνεται στο προσχέδιο ότι: «Από τους λοιπούς φόρους παραγωγής προβλέπονται έσοδα ύψους 718 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 435 εκατ. ευρώ έναντι της εκτίμησης του 2023, κυρίως λόγω της ενσωμάτωσης πρόβλεψης περί μη απόδοσης μερίσματος από την ΤτΕ». Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι το Δημόσιο, ενώ χάνει από τη διανομή μερίσματος, θα λάβει από την ΤτΕ ασυνήθιστα αυξημένους τόκους για τις καταθέσεις του (τον Σεπτέμβριο ανέρχονταν σε 8,4 δισ. ευρώ), καθώς οι τόκοι υπολογίζονται με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων που έχει ανέλθει σε επίπεδο ρεκόρ, 4%.
Αυτή η ανακοίνωση έδωσε την αφορμή ρευστοποιήσεων της μετοχής της ΤτΕ στη χθεσινή συνεδρίαση στο ΧΑ, όπου έκλεισε με απώλειες -4,39% και με ασυνήθιστα αυξημένο όγκο και τζίρο συναλλαγών, ο οποίος ξεπέρασε τα 840.000 ευρώ -η μετοχή της ΤτΕ χαρακτηρίζεται ιστορικά από πολύ περιορισμένη εμπορευσιμότητα.
Πώς φθάσαμε στη μη διανομή μερίσματος
Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος, μέσω των οποίων ασκείται στην πράξη η νομισματική πολιτική, όπως και η ίδια η ΕΚΤ, έχουν εισέλθει σε μια περίοδο όπου πληρώνουν το κόστος της πολιτικής που άσκησαν, πρώτα για να υποστηρίξουν τις οικονομίες στη μεγάλη κρίση και στην πανδημία και, από το καλοκαίρι του 2022, για να επαναφέρουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, που ξέφυγε σε επίπεδα ρεκόρ για την εποχή του ευρώ.
Για τη στήριξη των οικονομιών, τα επιτόκια έπεσαν ακόμη και σε αρνητικές τιμές, ενώ οι κεντρικές τράπεζες αγόρασαν μεγάλου ύψους ομόλογα (ποσοτική χαλάρωση - QE) και πρόσφεραν πολύ φθηνή και άφθονη χρηματοδότηση στις τράπεζες. Όταν η ΕΚΤ υποχρεώθηκε να αλλάξει πολιτική, αυξάνοντας πλέον τα βασικά της επιτόκια σε επίπεδο ρεκόρ (το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων, που έφθασε να είναι αρνητικό, έχει διαμορφωθεί πλέον στο 4%), το Ευρωσύστημα άρχισε, ειδικά από το τρέχον έτος, να «φορτώνεται» με αυξημένα κόστη από δύο πλευρές:
- Πληρώνει πολύ μεγάλους τόκους στις εμπορικές τράπεζες για τις καταθέσεις τους, την ώρα που η χαλαρή νομισματική πολιτική έχει αυξήσει σε πρωτοφανή ύψη τα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών.
- Παράλληλα, οι κεντρικές τράπεζες, ενώ πληρώνουν υψηλούς τόκους, έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους ομόλογα πολύ χαμηλής απόδοσης. Επίσης, υφίστανται απώλειες από τις πωλήσεις ομολόγων που είχαν αγοράσει στη διάρκεια της ποσοτικής χαλάρωσης, καθώς τα υψηλά επιτόκια μειώνουν την παρούσα αξία των τίτλων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει σταθεί πιο τυχερή από άλλες κεντρικές τράπεζες, καθώς οι απώλειές της έρχονται κυρίως από μία πλευρά: πληρώνει περισσότερα για τις καταθέσεις κράτους και τραπεζών (ανέρχονταν σε 52,9 δισ. ευρώ, συνολικά, τον Σεπτέμβριο).
Όσον αφορά τα ομόλογα, η ΤτΕ είχε την τύχη, όταν πια η Ελλάδα έγινε δεκτή σε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, στο πρόγραμμα PEPP για την πανδημία (στο πρώτο QE η Ελλάδα δεν συμμετείχε λόγω χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης) να αγοράσει ελληνικά κρατικά ομόλογα που είχαν τις υψηλότερες αποδόσεις στην ευρωζώνη.
Αυτός ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες, που επέτρεψαν στην ΤτΕ να εμφανίσει υψηλά κέρδη και το 2022, όταν οι περισσότερες τράπεζες του Ευρωσυστήματος, όπως και η ΕΚΤ, εμφάνισαν χαμηλά ή αρνητικά αποτελέσματα. Πάντως, ήδη από τη χρήση 2022, παρότι τα κέρδη της τελικής γραμμής αποτελεσμάτων ήταν υψηλά, η ΤτΕ είχε αρχίσει να υφίσταται τις συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων.
Όπως είχε ανακοινώσει, «οι καθαροί τόκοι - έσοδα ανήλθαν σε 2,3 εκατ. ευρώ, έναντι 435,9 εκατ. ευρώ την προηγούμενη χρήση, σημειώνοντας μείωση κατά 99,5%».
Εξηγώντας αυτή την εξέλιξη, η ΤτΕ σημείωνε ότι «η μείωση των καθαρών τόκων-εσόδων οφείλεται κυρίως στην αναντιστοιχία (mismatching) μεταξύ των σταθερών τόκων-εσόδων των στοιχείων ενεργητικού (σ.σ.: κυρίως ομόλογα) και των μεταβλητών τόκων-εξόδων των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων (σ.σ.: κυρίως καταθέσεις των τραπεζών και του Δημοσίου), ως συνέπεια της ταχείας αύξησης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ κατά την τρέχουσα χρήση».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022, παρότι δεν υπήρχε ακόμη η πλήρης επίδραση της αύξησης επιτοκίων, η ΤτΕ είχε πληρώσει στο Δημόσιο τόκους 55,6 εκατ. ευρώ, από 20,6 εκατ. ευρώ στη χρήση του 2021. Ήδη, δηλαδή, οι πληρωμές τόκων στο κράτος είχαν υπερδιπλασιασθεί. Αντίστοιχα, στις τράπεζες είχαν πληρωθεί τόκοι το 2022 ύψους 185,2 εκατ. ευρώ.
Αυτές οι επιβαρύνσεις είχαν αντισταθμισθεί από τα αυξημένα έσοδα από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων που είχαν αγορασθεί στο πλαίσιο του PEPP (αύξηση κατά 195,8 εκατ. ευρώ), την αύξηση τόκων από καθαρές απαιτήσεις που απορρέουν από την κατανομή, εντός του Ευρωσυστήματος, των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων κατά 113,6 εκατ. ευρώ και στη μείωση κατά 217,1 εκατ. ευρώ των τόκων που καταβλήθηκαν στις τράπεζες στο πλαίσιο του προγράμματος παροχής χρηματοδότησης TLTRO III.
Στη χρήση του 2023 και πιθανόν του 2024, εφόσον δεν υπάρξει κάποια σημαντική μείωση στα επιτόκια της ΕΚΤ που θα αλλάξει τους συσχετισμούς, το βάρος που θα δεχθεί η Τράπεζα της Ελλάδος από την αύξηση πληρωμών τόκων στις τράπεζες και στο κράτος θα την εμποδίσει να προχωρήσει σε χρηματικές διανομές στο Δημόσιο και στους ιδιώτες μετόχους.
Η ΤτΕ σε καλύτερη θέση… από την Bundesbank
Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, σε αυτή τη δύσκολη περίοδο για τις κεντρικές τράπεζες, η Τράπεζα της Ελλάδος βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την πανίσχυρη Bundesbank της Γερμανίας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι η γερμανική κεντρική τράπεζα, που έχει «φορτωθεί» με τεράστιου ύψους γερμανικά ομόλογα πολύ χαμηλής απόδοσης, θα «γράψει» τις μεγαλύτερες ζημιές στο Ευρωσύστημα.
Διευκρινίζεται, πάντως, ότι το ΔΝΤ δεν προβλέπει πως οι ζημιές αυτές θα ξεπεράσουν τα όρια αντοχής των κεντρικών τραπεζών, ώστε να φθάσουν σε ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης από το κράτη, που θα δημιουργούσε και σοβαρά πολιτικά προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση, για τις κεντρικές τράπεζες δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ο ισολογισμός τους (πολλές διεθνώς έχουν λειτουργήσει και με αρνητικά ίδια κεφάλαια), καθώς αυτό που μετράει είναι να εξυπηρετούνται οι σκοποί της νομισματικής πολιτικής.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 2022 συνολικά οι τράπεζες του Ευρωσυστήματος οριακά απέφυγαν τις ζημιές (αρκετές δεν το κατάφεραν, πάντως). Βάσει των προβολών του Ταμείου, το Ευρωσύστημα θα υποστεί μεγάλες ζημιές τη διετία 2023-24, προτού επιστρέψει στα κέρδη το 2025 και ανακτήσει πλήρως τις ζημιές έως το 2027. Οι σωρευτικές απώλειες θα είναι περίπου 55 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια των δύο ετών, ή ποσοστό 0,5% του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ.
Αυτές οι απώλειες εκτιμάται ότι θα υπερβούν το 50% των προβλέψεων που έχουν σχηματίσει οι τράπεζες του Ευρωσυστήματος, ενώ για τις δύο μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες, την Bundesbank και την Τράπεζα της Γαλλίας, εκτιμάται ότι οι προβλέψεις δεν θα είναι αρκετές για να απορροφήσουν τις ζημιές και θα διαβρωθούν το κεφάλαιο και τα αποθεματικά.
Δύο παράγοντες θα βοηθήσουν τις κεντρικές τράπεζες να επανέλθουν γρηγορότερα σε κέρδη: η σταδιακή εξάλειψη των χρηματοδοτήσεων του TLTRO, τις οποίες οι τράπεζες «παρκάρουν» στις κεντρικές τράπεζες με το υψηλό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων του 4%, αλλά και η επανεπένδυση εσόδων από ομόλογα του PEPP, καθώς οι νέοι τίτλοι που αγοράζονται έχουν υψηλότερη απόδοση.
Μεταξύ των πέντε μεγαλύτερων εθνικών κεντρικών τραπεζών, τονίζει το Ταμείο,
- Η Bundesbank είναι πιθανό να σημειώσει τις μεγαλύτερες και πιο επίμονες ζημιές. Οι σωρευτικές ζημιές της προβλέπεται να κορυφωθούν σε σχεδόν 1,2% του γερμανικού ΑΕΠ το 2025, υπερβαίνοντας το άθροισμα των γενικών προβλέψεων και των ιδίων κεφαλαίων και αποθεματικών που έχουν προβλεφθεί στο τέλος του 2021.
- Οι ζημιές της Τράπεζας της Γαλλίας προβλέπεται να κορυφωθούν στο 0,7% του ΑΕΠ έως το 2024, αναλώνοντας πλήρως τις προβλέψεις και αφήνοντας θετικά κεφάλαια και αποθεματικά, αλλά κάτω από τον νόμιμο εθνικό στόχο.
- Οι σωρευτικές ζημίες στις κεντρικές τράπεζες της Ισπανίας και της Ολλανδίας κορυφώνονται στο 0,2% και 0,3% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, το 2024, με τις γενικές προβλέψεις να μειώνονται, αλλά τα κεφάλαια και τα αποθεματικά να παραμένουν ανέπαφα.
- Η Τράπεζα της Ιταλίας αποφεύγει τις ζημιές, χάρη στις υψηλές αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων, όπως εκτιμά το Ταμείο.