Έχοντας κερδίσει το στοίχημα της Ευρώπης, αποτελώντας μακράν τον κορυφαίο παραγωγό και εξαγωγέα στους 27 της Ε.Ε. σε προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας, σε ποσοστά που προσεγγίζουν το 80%, ο κλάδος των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών βάζει νέο στόχο, που είναι η κατάκτηση της αγοράς της Αμερικής. Η Ελλάδα ξεπέρασε την Τουρκία στις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, φτάνοντας τους 6.000 τόνους το 2022, ενώ στόχος είναι την επόμενη τριετία οι εξαγωγές προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού να ανέλθουν στους 20.000 τόνους.
Αυτά τόνισε, μεταξύ άλλων, χθες ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) και υψηλόβαθμο στέλεχος του ομίλου Ανδρομέδα Απόστολος Τουραλιάς. Ο όμιλος Ανδρομέδα αποτελεί τον κορυφαίο εξαγωγέα στον πρωτογενή τομέα στη χώρα. Σημειώνεται πως στον ΕΛΟΠΥ συμμετέχουν οι 21 εκ των μεγαλύτερων ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών, με παραγωγή που ξεπερνά το 80% της συνολικής.
Για την προβολή των προϊόντων ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας στις ΗΠΑ θα διατεθεί φέτος ένα κονδύλι έως 1,5 εκατ. ευρώ, που σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά θα αφορά πρωτίστως τη Ν. Υόρκη που απορροφά έως τώρα το 50% των ψαριών που εξάγονται από την Ελλάδα. Η αγορά της Αμερικής είναι μια κρίσιμη αγορά, που μπορεί να υποστηρίξει και καλύτερες τιμές και να δώσει ισχυρή ώθηση στα έσοδα των εταιρειών.
Σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, ο ΕΛΟΠΥ τα τελευταία χρόνια υλοποιεί ένα οργανωμένο πρόγραμμα προβολής των ελληνικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας αξίας 6 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 2 εκατ. ευρώ διατέθηκαν το 2022, ενώ για το 2023 θα διατεθούν 3,5 εκατ. ευρώ.
Ο πρόεδρος του ΕΛΟΠΥ τόνισε πως η Ελλάδα εξάγει προϊόντα υδατοκαλλιέργειας σε 35 χώρες, αποτελώντας την πρώτη χώρα στην Ε.Ε.- 27 σε παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού και τη δεύτερη παγκοσμίως, ενώ αναφέρθηκε και στην «επίθεση» που δέχεται η ελληνική υδατοκαλλιέργεια από την Τουρκία, η οποία τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς.
Ανέφερε ότι η Ελλάδα παρήγαγε περί τους 131,5 χιλ. τόνους ψαριών το 2021, έναντι 120 χιλ. τόνους πριν από δέκα χρόνια, ενώ η Τουρκία παρήγαγε 280 χιλ. τόνους το 2021 ενώ πριν από δέκα χρόνια είχε παραγωγή μόλις 50 χιλ. τόνων. Επίσης σημείωσε πως έως το 2024 η Τουρκία θα φτάσει την παραγωγή της στους 350 χιλ. τόνους.
Παράλληλα τόνισε πως ο κλάδος θα πρέπει να «ψάξει» και άλλες αγορές, όπως η Κίνα και η Ινδία, ενώ σημείωσε πως δεν φοβάται τις μεγάλες επενδύσεις που γίνονται σε χώρες του Κόλπου, τονίζοντας ότι δεν είναι τόσο εύκολη η επιτυχία σε αυτό τον κλάδο, ενώ στάθηκε στο ιδιαίτερα θετικό κλίμα και γεωγραφικό προφίλ της χώρας μας.
Η ανθεκτικότητα στην πανδημία και η αύξηση του κόστους
Ο κ. Τουραλιάς έδωσε έμφαση στην ανθεκτικότητα που επέδειξε ο κλάδος κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καταφέρνοντας να διατηρήσει τα διεθνή μερίδιά του, ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια που προέκυψαν από τα lockdown και τα προβλήματα στις μεταφορές, σημειώνοντας ότι «μέσα στην καρδιά της πανδημίας, τα ελληνικά ψάρια ταξίδευαν τρεις φορές την εβδομάδα προς την Ιταλία και τις άλλες μεγάλες αγορές».
Σημείωσε ότι η πανδημία και ο πόλεμος, με όλα τα επακόλουθα έκανε τον κλάδο πιο δυνατό και πιο ευέλικτο, εξέλιξε τον τρόπο λειτουργίας, με λιγότερα ταξίδια στελεχών και γενικώς πιο έξυπνες πρακτικές.
Συνάμα, έκανε εκτενή αναφορά στις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες του κλάδου με τις διαρκείς ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες ιχθυοτροφών και στην ενέργεια, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής κατά 25%. Τόνισε ότι για κάθε ένα κιλό σάρκας ψαριού, απαιτούνται 2,5 κιλά ιχθυοτροφής σε όλη τη διάρκεια μεγαλώματος, κάτι που δείχνει πόσο επηρεάζει η αύξηση των τιμών.
Σε αυτό το σημείο τόνισε ότι «έχουμε ματώσει ως επαγγελματίες και δεν μπορούμε πλέον να απορροφάμε την αύξηση του κόστους», αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν ανατιμήσεις. Όμως, στηλίτευσε την ανελαστικότητα που επιδεικνύει η υπόλοιπη αλυσίδα διανομής έως ότου πάει το ψάρι στο πιάτο του καταναλωτή, αφήνοντας να εννοηθεί πως δεν επιδεικνύουν ευελιξία στην έστω μικρή απορρόφηση μέρους του αυξημένους κόστους παραγωγής.
Το χωροταξικό ζήτημα και το αποτύπωμα στις τοπικές κοινωνίες
Αναφορικά με το μεγάλο ζήτημα του χωροταξικού με τον ορισμό των Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) σημείωσε ότι έχει πάρει παράταση έως το τέλος του 2024. Στο τέλος του 2023 θα έχουμε ξεπεράσει τις δέκα ορισμένες περιοχές και έως το τέλος του ‘24 θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία», τόνισε.
Σχετικά με το κοινωνικό αποτύπωμα του κλάδου, ο κ. Τουραλιάς τόνισε πως σε όλη την αλυσίδα των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών απασχολούνται – άμεσα και έμμεσα – περί τις 12 με 14 χιλιάδες άτομα. Όμως, στάθηκε στο ευρύτερο κοινωνικό αποτύπωμα, το οποίο δεν είναι μονοδιάστατο και δεν «ζυγίζεται» μόνο στον αριθμό των εργαζομένων, αλλά επεκτείνεται σε όλη την προσφορά στις τοπικές κοινωνίες, στο γεγονός ότι δημιουργούνται θέσεις εργασίας στις πλέον απομακρυσμένες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, κυρίως νησιωτικές, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών.
Η πορεία ανάπτυξης του κλάδου την 40ετία
Ο κλάδος της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας κατέγραψε μια εκπληκτική πορεία τα τελευταία σαράντα χρόνια, αποτελώντας ένα πραγματικό succes story, εκμεταλλευόμενος τα σπάνια μορφολογικά και κλιματολογικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, φτάνοντας να είναι leader παγκοσμίως σε κάποιους τομείς. Αν και το 1980 μόλις το 2% της εγχώριας παραγωγής αλιευτικών προϊόντων προέρχονταν από την υδατοκαλλιέργεια (2.000 τόνοι), πλέον αυτό έχει αντιστραφεί πλήρως, καθώς το 65% της παραγωγής αλιευτικών προϊόντων αποτελεί προϊόν υδατοκαλλιέργειας και το 35% αφορά ελεύθερη αλιεία.
Το 1985 υπήρχαν δώδεκα μονάδες με συνολική παραγωγή περίπου 100 τόνους, ενώ σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα 283 μονάδες με παραγωγή που ξεπερνά τους 130 τόνους. Επίσης σήμερα υπάρχουν 460 μονάδες οστρακοκαλλιέργειας, 87 μονάδες εσωτερικών υδάτων όπου εκτρέφονται πέστροφες, κυπρίνοι, χέλια κ.λπ., 72 εκμεταλλεύσεις σε υφάλμυρα νερά και 24 ιχθυογεννητικοί σταθμοί μεσογειακών ιχθύων (τσιπούρας, λαβρακιού και άλλων ειδών).
Από τις 283 μονάδες εκτροφής θαλάσσιων μεσογειακών ιχθύων, το 63% είναι μικρομεσαίες οικογενειακές και επιχειρήσεις, με παραγωγή έως 500 τόνους ετησίως. Σε ό,τι αφορά τη γεωγραφική κατανομή, σε τρεις αποκεντρωμένες διοικήσεις είναι χωροθετημένο το 78% των μονάδων. Πρόκειται για τις αποκεντρωμένες διοικήσεις Πελοποννήσου – Δυτ. Ελλάδας & Ιονίου, Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας και Αιγαίου, όπου σε αυτές αντιστοιχεί το 87% των μισθωμένων εκτάσεων και εκτρέφεται σχεδόν το 82% της ελληνικής παραγωγής.
Ο κλάδος έφτασε να δεσπόζει διεθνώς στην αγορά και να οριοθετεί τις εξελίξεις, ενώ για τη χώρα ήταν ένα ισχυρό εξαγωγικό ατού, ακόμη και στα χρόνια της κρίσης. Αξίζει να τονιστεί ότι η καλλιέργεια τσιπούρας και λαβρακίου είχε τέτοια ανάπτυξη την 40ετία, αγγίζοντας το 2012 το 0,38% του ΑΕΠ!
Τα τελευταία χρόνια όμως, ο κλάδος πέρασε το δικό του «καθαρτήριο», καθώς ο υπερδανεισμός και η οικονομική κρίση έφεραν σε αδιέξοδο τους δύο leader του χώρου, τις Νηρέα και Σελόντα, οι οποίες πουλήθηκαν στο επενδυτικό σχήμα Amerra Capital – Mubadala.
Η συνολική παραγωγή μεσογειακών ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας το 2021 ανήλθε στους 131.250 τόνους, αξίας 636 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 7% ως προς τον όγκο και σχεδόν 10% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η τσιπούρα αντιπροσωπεύει το 56% της παραγωγής, το λαβράκι το 40% (σύνολο 96%), ενώ το υπόλοιπο 4% είναι λοιπά είδη (κρανιός κ.α.). Το 2022 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ξεπέρασε τους 127.000 τόνους, έναντι 125.550 τόνους το 2021.
Κυριότερες αγορές για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας παραμένουν η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, καθώς και οι τρεις μαζί απορροφούν περί το 60% της ελληνικής παραγωγής. Στην Ιταλία η ελληνική τσιπούρα έχει το κορυφαίο μερίδιο με 52% (2021), με δεύτερη την Τουρκία με 28% και την τρίτη την Κροατία με 8%.
Στη Ισπανία, η ελληνική τσιπούρα έχει μερίδιο 50% με την Τουρκία στο 24%, ενώ στη Γαλλία η ελληνική τσιπούρα είναι στο 43%, με την Τουρκία στο 34%. Στο λαβράκι η Ελλάδα έχει μερίδιο στην Ιταλία 45% έναντι 28% της Τουρκίας, στην Ισπανία αυτά τα μερίδια είναι στο 33% και 22% αντίστοιχα, ενώ στη Γαλλία η Τουρκία έχει πάρει κεφάλι με μερίδιο 42% έναντι 29% της Ελλάδας.