Στον αφρό της θάλασσας οδηγήθηκε η ελληνική παραγωγή προϊόντων υδατοκαλλιέργειας, καθώς αυξήθηκε τόσο σε επίπεδο αξίας όσο και παραγωγής. Παρά το γεγονός ότι μερικά από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος παραμένουν άλυτα, όπως η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού, ο οποίος πήρε παράταση για έναν ακόμη χρόνο, ωστόσο φαίνεται ότι σταδιακά εισέρχεται σε μια τροχιά ανάκαμψης.
Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική παραγωγή ειδών υδατοκαλλιέργειας το 2020 κατέγραψε άνοδο 3,4% φτάνοντας τους 133.168,2 τόνους σε σχέση με το 2019. Την ίδια στιγμή, η αξία έτρεξε με διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης καθώς άγγιξε τα 558,8 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 10%.
Πρωταθλητής σε ανάπτυξη τόσο σε ποσότητα όσο και σε αξία αναδείχθηκε ο κρανιός, η παραγωγή του οποίου σχεδόν διπλασιάστηκε το 2020, γεγονός που αποτυπώθηκε και σε όρους αξίας, η οποία ενισχύθηκε κατά 33,8%. Η τσιπούρα παρέμεινε στην κορυφή εμφανίζοντας τις μεγαλύτερες ποσότητες και πωλήσεις. Συγκεκριμένα, παρήχθησαν 62.269 τόνους τσιπούρας, οι οποίοι μεταφράστηκαν σε πωλήσεις αξίας 289,81 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο 12,1% και 14,5% αντίστοιχα.
Στη δεύτερη θέση βρέθηκε το έτερο γερό χαρτί της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, το λαβράκι, η παραγωγή του οποίου διαμορφώθηκε στους 41.173 τόνους, εμφανίζοντας οριακή πτώση 0,2% ενώ η αξία ανήλθε στα 209,254 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 4,4%.
Χαμηλές πτήσεις συνέχισε να σημειώνει η εκτροφή βιολογικών ψαριών, η οποία αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό ποσοστό της συνολικής παραγωγής καθώς η ζήτησή του είναι αρκετά περιορισμένη. Συγκεκριμένα, η παραγωγή βιολογικής ιχθυοκαλλιέργειας στη χώρα μας έπιασε μόλις τους 800 τόνους, αντιπροσωπεύοντας το 0,7% της συνολικής παραγωγής. Από τους 800 αυτούς τόνους, το 62% διοχετεύτηκε στην αγορά ως βιολογικό ψάρι ήτοι 495 τόνοι, ενώ το υπόλοιπο μέρος πωλήθηκε ως συμβατικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας λόγω της μειωμένης ζήτησης σε βιολογικά.
Βασική αιτία της αδύναμης ζήτησης για βιολογικά ψάρια αποτελεί η υψηλή τιμή τους καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις πωλούνται μέχρι και κατά 60% ακριβότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα συμβατικά. Επιπλέον, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις η εικόνα της βιολογικής παραγωγής δεν άλλαξε σε σχέση με το 2020, ωστόσο η ζήτηση κινήθηκε με οριακή ανάπτυξη.
Να σημειωθεί ότι ο εγχώριος κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας διανύει μια μεταβατική εποχή, καθώς πρόσφατα ολοκληρώθηκε η μεγαλύτερη για τα ελληνικά δεδομένα διαδικασία αναδιάρθρωσης και συγχώνευσης εταιρειών στην ιστορία της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας. Επομένως, οι κινήσεις που πραγματοποιούνται αυτή την στιγμή επικεντρώνονται στην καλύτερη οργάνωση της νέας οντότητας που προέκυψε μετά τη συγχώνευση των Σελόντα, Νηρέα και Ανδρομέδα ενώ σύμφωνα με τους καλά γνωρίζοντες απομένει μέσα στα επόμενα χρόνια να αποδείξει την ανθεκτικότητά της.
Σε ό,τι αφορά τώρα τον ανταγωνισμό από την Τουρκία, η οποία πλημμυρίζει τις ξένες αγορές με αρκετά φθηνότερα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, οι εμπλεκόμενοι φορείς εδώ και αρκετό καιρό ζητούν την αναθεώρηση της συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ – Τουρκίας και διόρθωση της προτιμησιακής δασμολογικής πολιτικής που είναι προς όφελος της γειτονικής χώρας.