Στόχο να ξεμπλοκάρει τις ενεργειακές επενδύσεις βάζει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ορίζοντας το χρονοδιάγραμμα των διαγωνιστικών διαγωνισμών για τις ΑΠΕ, οι οποίες θα διενεργηθούν με βάση το νέο πλαίσιο στήριξης, που έχει εγκριθεί από την Κομισιόν. Έτσι, μόνο το φετινό έτος οι διαγωνισμοί για τις ΑΠΕ που θα «κλειδώσουν» αποζημίωση θα φθάσουν τους πέντε και θα αφορούν σε έργα συνολικής ισχύος 1.900 μεγαβάτ. Παράλληλα, μέσα στα επόμενα δύο χρόνια πρόκειται να διενεργηθούν ακόμα 6 διαγωνισμοί για αιολικά και φωτοβολταϊκά έργα που θα ξεπεράσουν συνολικά τα 2 GW.
Με απόφασή του, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας ορίζει το πλαίσιο των διαγωνισμών που θα διενεργηθούν έως και το τέλος του 2024. Μέσα στο τρίτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς, στις 5 Σεπτεμβρίου θα διενεργηθεί ο πρώτος από τους διαγωνισμούς για φωτοβολταϊκά και αιολικά έργα συνολικής ισχύος 1 GW, ενώ οι επενδυτές έχουν προθεσμία έως τις 5 Αυγούστου να καταθέσουν στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας τις αιτήσεις για τη συμμετοχή τους. Το ανώτατο όριο συμμετοχής μπορεί να φθάσει σε έργα ισχύος έως 350 μεγαβατώρες. Στον διαγωνισμό αυτό η ανώτατη τιμή προσφοράς έχει οριστεί στα 54 ευρώ/MWh για τα φωτοβολταϊκά και στα 63 ευρώ/MWh για τα αιολικά.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του 2022 θα διενεργηθεί ένας ακόμα κοινός διαγωνισμός για αιολικά και φωτοβολταϊκά έργα 600 MW με δυνατότητα επέκτασης για τυχόν αδιάθετη ισχύ από την προηγούμενη κοινή ανταγωνιστική διαδικασία. Στη δημοπρασία αυτή έχουν δικαίωμα να λάβουν μέρος αιολικοί σταθμοί μέγιστης ισχύος παραγωγής μεγαλύτερης των 6 MW καθώς και σταθμοί μέγιστης ισχύος παραγωγής μεγαλύτερης των 60 kW και μικρότερης ή ίσης των 6 MW καθώς και φωτοβολταϊκά εγκατεστημένης ισχύος μεγαλύτερης του 1 MW.
Στο ίδιο διάστημα θα υπάρξει νέα ανταγωνιστική διαδικασία για τη στήριξη «μικρών» φωτοβολταϊκών με δημοπρατούμενη ισχύ τα 100 MW. Σε αυτή τη δημοπρασία θα μπορούν να λάβουν μέρος φωτοβολταϊκά ισχύος από 500kW και έως 1 MW που, όμως, δεν ανήκουν σε Ενεργειακές Κοινότητες. Για πρώτη φορά θα υπάρξει διαγωνισμός και για έργα αποθήκευσης συνολικής ισχύος έως 200 MW, όπου δεν θα υπάρξει περιορισμός στην ισχύ, ενώ θα μπορούν να συμμετάσχουν και υβριδικά έργα.
Με ποσόστωση 30% τα αιολικά
Μετά την περσινή διαγωνιστική διαδικασία όπου τα αιολικά τέθηκαν εκτός παιχνιδιού λόγω υψηλών τιμών, με τα φωτοβολταϊκά να κερδίζουν τη μερίδα του λέοντος, το ΥΠΕΝ έχει ορίσει ως ελάχιστο όριο συμμετοχής το 30% της δημοπρατούμενης ισχύος για τα αιολικά έργα. Οι επενδυτές στα αιολικά θα έχουν περιθώριο 3 ετών από την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων για να θέσουν σε λειτουργία τις μονάδες ή να καταθέσουν Δήλωση Ετοιμότητας.
Ωστόσο, ο κλάδος των αιολικών έχει εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή του σε αυτή την κατεύθυνση που έχει επιλέξει το ΥΠΕΝ που ορίζει τη διενέργεια κοινών διαγωνισμών και για τις δύο τεχνολογίες ΑΠΕ. Χαρακτηριστικές ήταν οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) κ. Παναγιώτη Λαδακάκου, ο οποίος επανέλαβε τη σταθερή θέση της ΕΛΕΤΕΑΝ για διενέργεια ξεχωριστών διαγωνισμών προκειμένου να μην προκρίνεται η μία τεχνολογία σε βάρος της άλλης.
Πρόσφατα, μάλιστα, οι ενώσεις αιολικών της χώρας αναφέρθηκαν αναλυτικά στις καθυστερήσεις στη διαδικασία υλοποίησης των έργων αναφέροντας το χαρακτηριστικό παράδειγμα πως από τα 1450 μεγαβάτ αιολικών που κλείδωσαν ανταγωνιστικές τιμές κάτω από 60 ευρώ ανά μεγαβατώρα στους προηγούμενους κύκλους διαγωνιστικών διαδικασιών το 2018 – 2020, σήμερα από αυτά λειτουργούν μόνο έργα συνολική ισχύος 250 MW. Χάνονται δηλαδή, ετησίως 3,5 εκατ. μεγαβατώρες με ανταγωνιστικές τιμές.
Όπως εξήγησε ο κ. Λαδακάκος το φαινόμενο αυτό είναι αποτέλεσμα των προβλημάτων που προκαλεί η μακρά αδειοδοτική διαδικασία και ειδικά το κομμάτι της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Όπως είπε, οι επενδυτές έχουν καταθέσει εγγυητική επιστολή που αντιστοιχεί στο 4% της επενδυτικής δαπάνης (CAPEX) για να μη χαθούν τα έργα. Αλλά με δεδομένες τις καθυστερήσεις, μέχρι να προχωρήσει η διαδικασία, έχει παλιώσει η σχετική τεχνολογία που προβλεπόταν αρχικά για την υλοποίηση του έργου και για την ανανέωσή της χρειάζεται εκ νέου επικαιροποίηση των μελετών.