Αφήνει πίσω τον ανταγωνισμό η ΔΕΗ, εν μέσω της αναταραχής στην αγορά που έχει προκαλέσει η ενεργειακή κρίση, αυξάνοντας συνεχώς το μερίδιό της εις βάρος των εναλλακτικών παρόχων, παρότι εδώ και χρόνια υπήρχε δέσμευση έναντι της Κομισιόν να το μειώσει κάτω από το 50% έως το 2020. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα είχε τον Ιανουάριο την υψηλότερη τιμή χονδρικής στην Ευρώπη.
Ειδικότερα, τα μηνιαία στοιχεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας για τον Ιανουάριο φέρνουν τη ΔΕΗ στο 64,5% της αγοράς με το σύνολο του ανταγωνισμού να φθάνει στο 35,5%. Πιο αναλυτικά, το αμέσως επόμενο ποσοστό που φθάνει στο 6,90% κατέχει η Protergia, ακολουθεί ο ΉΡΩΝ με 6,36% και στην τέταρτη θέση βρίσκεται η Elpedison με 5,96%.
Η ΔΕΗ έχει επιτύχει άνοδο του μεριδίου της κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε λίγους μήνες. Ειδικότερα, τον Δεκέμβριο η εταιρεία έφθανε στο 64,19% ενώ σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο ενέργειας του ΑΔΜΗΕ, για τον μήνα Νοέμβριο η ΔΕΗ βρέθηκε να διατηρεί ποσοστό 63,5%, οριακά υψηλότερο από τον Οκτώβριο που κατέγραφε 63,4% και σαφώς υψηλότερο από εκείνο του Σεπτεμβρίου που είχε πέσει ελαφρώς στο 62,62%.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις για τα αποτελέσματα 9μήνου 2021 της εταιρείας, το μέσο μερίδιο της ΔΕΗ στην αγορά προμήθειας στο σύνολο της χώρας μειώθηκε σε 63,7% το εννεάμηνο του 2021, από 69,3% το εννεάμηνο του 2020. Ειδικότερα, το μέσο μερίδιο αγοράς στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα περιορίσθηκε σε 62,6% τον Σεπτέμβριο του 2021 από 64,3% τον Σεπτέμβριο του 2020, ενώ το μέσο μερίδιο ανά τάση, ήταν 81,9% (από 89,9%) στην Υψηλή Τάση, 38,3% (από 29,6%) στη Μέση Τάση και 66,9% (από 69,8%) στη Χαμηλή Τάση.
Την περίοδο Σεπτεμβρίου - Νοεμβρίου 2021 είναι χαρακτηριστικό ότι η ΔΕΗ, με «όπλο» το σταθερό τιμολόγιό της είχε καταφέρει να αναστρέψει τη ροή της εξόδου συνδρομητών προς τους ιδιώτες προμηθευτές, προσελκύοντας δεκάδες χιλιάδες νέους συνδρομητές, που εγκατέλειψαν ιδιωτικές εταιρείες.
Υπενθυμίζεται ότι το προϊόν σταθερής χρέωσης της ΔΕΗ είχε βρεθεί στο επίκεντρο της κριτικής από τους εναλλακτικούς παρόχους, δημιουργώντας προβληματισμό και στη ΡΑΕ, καθώς έδινε τη δυνατότητα στους καταναλωτές να «κλειδώσουν» για δύο έτη τιμή 0,105 ευρώ/kWh στις ημερήσιες χρεώσεις, που είναι έξω από κάθε όριο... αντοχής των υπολοίπων προμηθευτών, καθετοποιημένων και μη, οι οποίοι έχουν πολύ υψηλότερο κόστος από τη ΔΕΗ και προσφέρουν, αντίστοιχα, πολύ υψηλότερες χρεώσεις για τις συμβάσεις σταθερής χρέωσης.
Ωστόσο, η ΔΕΗ εφαρμόζει από τις 3 Δεκεμβρίου διαφορετική τιμολογιακή πολιτική για το πρόγραμμα myHome Enter, μέσω του οποίου προσφέρει σταθερή τιμολόγηση για ένα 12μηνο. Οι βασικές διαφορές είναι δύο: το «κλείδωμα» σταθερής τιμής μειώνεται από δύο σε ένα χρόνο, ενώ η τιμή χρέωσης της κιλοβατώρας είναι θεαματικά αυξημένη σε σχέση με την προηγούμενη στο σταθερό τιμολόγιο, η οποία είχε αποτελέσει μεγάλο δέλεαρ για πολλούς καταναλωτές, οδηγώντας αρκετούς να εγκαταλείψουν συνδέσεις με ρήτρα αναπροσαρμογής σε άλλες εταιρείες για να στραφούν προς τη ΔΕΗ. Ειδικότερα, η τιμή ισχύει για όσους ενεργοποιήσουν το myHome Enter και διαμορφώνεται σε 0,18 ευρώ ανά κιλοβατώρα για τις χρεώσεις ημέρας, αυξημένη κατά περισσότερο από 70%.
Οι πάροχοι αποδίδουν την ισχυρή θέση της επιχείρησης σε πλεονεκτήματα που μόνο η ΔΕΗ έχει εκ του ιστορικού της ρόλου ως κρατικού μονοπωλίου στην ενέργεια. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι η ΔΕΗ έχει αποκλειστική πρόσβαση στην υδροηλεκτρική παραγωγή, κάτι που της δίνει μια μοναδική ευελιξία, ιδιαίτερα σε συγκυρίες όπως η παρούσα, όπου η τιμή του φυσικού αερίου έχει εκτιναχθεί σε πρωτοφανή επίπεδα. Έτσι, η ΔΕΗ μπορεί να κοστολογεί με ευελιξία τα τιμολόγια σταθερής σύνδεσης, έχοντας μικρότερο κίνδυνο να εγγράψει ζημιές από τις υψηλές τιμές του αερίου, αφού μπορεί να επιστρατεύει τα υδροηλεκτρικά της για να έχει παραγωγή με ελάχιστο κόστος.Παράλληλα, οι πάροχοι αφήνουν υπαινιγμούς και για την πολιτική που ακολουθεί η ΔΕΗ σε ό,τι αφορά την εξόφληση των οφειλών της στους διαχειριστές του συστήματος, σημειώνοντας ότι όσοι πληρώνουν με συνέπεια αυτές τις οφειλές βρίσκονται σε δυσμενή θέση έναντι της ΔΕΗ.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης είχε απαντήσει στις αιτιάσεις αυτές του ανταγωνισμού τονίζοντας ότι αν η ΔΕΗ πούλαγε κάτω του κόστους δε θα είχε επαναλαμβανόμενα λειτουργικά κέρδη 626,5 εκατ. για το πρώτο 9μηνο του 2021. Επίσης, έκανε την εκτίμηση ότι θα μειωθεί κοντά στο 50% το μερίδιο της ΔΕΗ σταδιακά τα επόμενα χρόνια. «Σε ό,τι αφορά τις τιμές, που είναι το μείζον θέμα της περιόδου που διανύουμε, χάρη στην πολιτική που ακολουθούμε από τις αρχές Αυγούστου οι δικοί μας πελάτες θα δουν πολύ μικρές αυξήσεις. Το πρόβλημα των ανταγωνιστών μας είναι ότι είναι θύματα των προσδοκιών που καλλιέργησαν στον κόσμο, δίνοντας υποσχέσεις για μειώσεις 50% σε σχέση με τη ΔΕΗ» είχε δήλωσει ο κ. Στάσσης.
Θλιβερή πρωτιά στην τιμή του ρεύματος
Την υψηλότερη τιμή χονδρικής στην Αγορά Επόμενης Ημέρας στην Ευρώπη έπιασε η Ελλάδα, με την τιμή να διαμορφώνεται στα 230,43 ευρώ/MWh, οριακά ψηλότερα από τη δεύτερη πιο ακριβή Ρουμανία στα 230,38 ευρώ/MWh.
Για τον Ιανουάριο, η μέση τιμή χονδρικής του ρεύματος στην Αγορά Επόμενης Ημέρας, σύμφωνα με το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας ήταν ελαφρώς πιο χαμηλή από τον τελευταίο μήνα του 2021. Ειδικότερα, τον Ιανουάριο διαμορφώθηκε στα 227,3 ευρώ/MWh, από 235,38 ευρώ/MWh τον Δεκέμβριο του 2021.
Με τις τιμές να είναι ελαφρώς χαμηλότερες, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο και για αντίστοιχα χαμηλότερες επιδοτήσεις που θα καλύπτουν αναλογικά το ίδιο ποσοστό αύξησης με εκείνες του προηγούμενου μήνα, ενώ οι ανακοινώσεις αναμένονται μέσα στις επόμενες ημέρες.
Μιλώντας χθες στη Βουλή, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας δεσμεύθηκε πως θα συνεχιστούν τα μέτρα στήριξης των πολιτών απέναντι στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας ακόμα και για το σύνολο του 2022, εάν χρειαστεί. Ο υπουργός σημείωσε ότι τα μέτρα στήριξης της κοινωνίας έναντι των ανατιμήσεων στα τιμολόγια του ρεύματος θα συνεχιστούν και τον Φεβρουάριο. Ο συνολικός προϋπολογισμός των επιδοτήσεων από τον περασμένο Σεπτέμβριο, φθάνει πλέον συνολικά στα 2 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά τη στήριξη των επιχειρήσεων, όπως είπε ο κ. Σκρέκας, σε πρόσφατο συμβούλιο με τους υπουργούς Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρότεινε τη δημιουργία ειδικού ταμείου με προϋπολογισμό 100 δισ. ευρώ για τη στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων και νοικοκυριών.