Η μείωση της ηλεκτροδότησης της βιομηχανίας θα γίνει αναγκαία σε περίπτωση διακοπής της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία, προκειμένου να προστατευθούν τα νοικοκυριά, όπως τόνισε χθες ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, Γιώργος Στάσσης.
Σημειώνεται ότι αντίστοιχο σχέδιο περικοπών προς τη βιομηχανία έχει καταρτίσει και η γερμανική κυβέρνηση, ενώ οι Ευρωπαίοι υπουργοί Ενέργειας θα έχουν έκτακτη συνάντηση στις 26 Ιουλίου για να εξετάσουν σχέδια κοινής απάντησης σε περίπτωση διακοπής της παροχής από τη Ρωσία. Σχετικές προτάσεις θα καταθέσει η Κομισιόν. Στις 22 Ιουνίου, μετά το πέρας των εργασιών συντήρησης του αγωγού Nord Stream, θα γίνει σαφές αν η ρωσική πλευρά θα επαναφέρει τις ροές ή αν θα τις διακόψει.
Η στροφή σε LNG, η ενίσχυση των ΑΠΕ και των ηλεκτρικών διασυνδέσεων προκρίνονται ως κύριες απαντήσεις της Ελλάδας στην ενεργειακή κρίση, ενώ σε περίπτωση κλεισίματος της «στρόφιγγας» του φυσικού αερίου από τη Ρωσία οι βιομηχανικοί καταναλωτές θα είναι εκείνοι που θα πρέπει να «βάλουν πλάτη» για να προστατευθούν οι οικιακοί χρήστες.
Αυτή ήταν η εκτίμηση του προέδρου και διευθύνοντος Συμβούλου της ΔΕΗ Γιώργου Στάσση στην 26η Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης του Economist, όταν ρωτήθηκε σχετικά με το ενδεχόμενο κλεισίματος των ροών από τη Μόσχα. Όπως εκτίμησε, στην περίπτωση που η Ελλάδα έρθει αντιμέτωπη με ένα μεγάλο έλλειμμα, οι βιομηχανικοί χρήστες θα έπρεπε να περιοριστούν, ώστε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για τους οικιακούς χρήστες.
Πάντως, τόνισε πως «η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από άλλες χώρες, λόγω των εναλλακτικών διαδρόμων, των εναλλακτικών επιλογών που διαθέτει. Έχουμε τον ΤurkStream, διαθέτουμε έναν σταθμό LNG, έχουμε τον λιγνίτη και το υδρογόνο».
Ειδικά για τον λιγνίτη ο κ. Στάσσης σημείωσε πως «δεν πιστεύω ότι η ενεργειακή κρίση σε επίπεδο οικονομικού αντικτύπου καθυστερεί τόσο πολύ την απεξάρτηση από τον λιγνίτη. Θα πάμε λίγο πιο αργά, έναν με ενάμιση χρόνο περίπου λόγω ενεργειακής ασφάλειας. Θέλουμε να είμαστε έτοιμοι στο ενδεχόμενο να υπάρξει έλλειμμα φυσικού αερίου. Αλλά δεν αλλάζουμε τον μεσομακροπρόθεσμο στόχο μας: θα απεξαρτηθούμε από τον λιγνίτη τα επόμενα 4-5 έτη και είμαστε δεσμευμένοι ως προς αυτό».
Επιπρόσθετα, τόνισε πως η ενεργειακή κρίση επιτάχυνε τον μετασχηματισμό της ΔΕΗ. «Το σχέδιο που είχαμε πριν την ενεργειακή κρίση και το σχέδιο που εκπονούμε τώρα είναι ακριβώς τα ίδια και το αφήγημά μας έχει σήμερα μεγαλύτερη αξία παρά ποτέ. Η ενεργειακή κρίση είχε ως συνέπεια την επιτάχυνση της εκπόνησης των projects μας. Η ανάγκη να μειωθεί η εξάρτηση από τις παραδοσιακές πηγές αφορά τόσο το περιβάλλον όσο και το κόστος, αλλά αφορά πλέον και την ενεργειακή ασφάλεια. Επενδύουμε ακόμη περισσότερο στις ΑΠΕ, επενδύουμε ακόμη γρηγορότερα στις μπαταρίες - βοηθούν άλλωστε οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης – και θα επενδύουμε σε οτιδήποτε σχετίζεται με την ευελιξία. Η ΔΕΗ τα επόμενα χρόνια θα αναπτύξει και το υδρογόνο καθώς πρέπει να προετοιμάσουμε το μέλλον. Αυτές είναι αλλαγές που θα περιλαμβάνονται στο αναθεωρημένο σχέδιο που θα ανακοινωθεί μέχρι το τέλος του έτους», επεσήμανε.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, μιλώντας στο ίδιο συνέδριο, τόνισε πως έως το τέλος Ιουλίου θα τεθεί σε λειτουργία η νέα πλωτή δεξαμενή αποθήκευσης φυσικού αερίου (FSU) στη Ρεβυθούσα που, σε συνδυασμό με το FSRU, που κατασκευάζεται στην Αλεξανδρούπολη θα αυξήσει τη δυνατότητα της χώρας σε αεριοποίηση αερίου στα 15 bcm ετησίως, διασφαλίζοντας την ενεργειακή μας επάρκεια και την δυνατότητα εξαγωγών σε γειτονικές χώρες.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, τόνισε την ανάγκη υλοποίηση του αγωγού Eastmed που θα συμβάλει ουσιαστικά στη διαφοροποίηση των πηγών του φυσικού αερίου και θα οδηγήσει στην ενεργειακή ασφάλεια, όχι μόνο της χώρας αλλά και της περιοχής εν γένει. Ωστόσο, υπογράμμισε την ανάγκη να υπάρξει μία ευρωπαϊκή απάντηση για την ενεργειακή ασφάλεια για όλα τα κράτη μέλη με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος και διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ κ. Μάνος Μανουσάκης αναφέρθηκε στη σημασία της ενίσχυσης των διεθνών διασυνδέσεων και την ιστορική ευκαιρία της χώρας να μετατραπεί σε έναν στρατηγικό ενεργειακό κόμβο. «Είναι σαφές ότι η κρίση τιμών φυσικού αερίου που τείνει να μετατραπεί σε κρίση εφοδιασμού καυσίμου κάνει επιτακτική ανάγκη για την Ευρώπη την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Αυτό είναι μία ευκαιρία για την Ελλάδα, η οποία λόγω της γεωγραφικής της θέσης, το επόμενο διάστημα έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε ενεργειακό κόμβο της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Ο ΑΔΜΗΕ συνδράμει ενεργά προς αυτή την κατεύθυνση» τόνισε ο κ. Μανουσάκης.
Σημείωσε πως μέσα στο επόμενο διάστημα ο Διαχειριστής θα καταθέσει την πρότασή του για συμμετοχή ως επενδυτής στο έργο διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ με φορέα υλοποίησης τον Euroasia Interconnector. Παράλληλα, όπως είπε, κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, υπάρχει επίσης ισχυρότατη πολιτική βούληση, όπως εκφράστηκε και από την υπογραφή του MoU τον περασμένο Οκτώβριο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αίγυπτο, για την ηλεκτρική διασύνδεση των δύο χωρών.
«Είμαστε σε πολύ στενή συνεργασία με τον ομόλογο Διαχειριστή της Αιγύπτου για την τεχνική και χρηματοοικονομική ωρίμανση του έργου, η οποία όπως έχει αποφασιστεί, θα βασιστεί στην υπάρχουσα πρόταση του έργου GREGY του Ομίλου Κοπελούζου. Στην τελευταία επίσκεψη που είχαμε στο Κάιρο συμφωνήσαμε με τον Διαχειριστή της Αιγύπτου ότι η βέλτιστη λύση για τη χρηματοδότηση των μελετών του έργου είναι η ένταξή τους στο REPowerEU ώστε να μπορέσουν να ξεκινήσουν το συντομότερο δυνατόν. Ο ΑΔΜΗΕ ενδιαφέρεται επίσης να συμμετέχει επενδυτικά και σε αυτό το έργο και βρίσκεται ήδη στα αρχικά στάδια της διαδικασίας due diligence, σε συνεννόηση με τον Όμιλο Κοπελούζου και τον αντίστοιχο Διαχειριστή της Αιγύπτου, ο οποίος επίσης έχει εκφράσει ενδιαφέρον για επενδυτική συμμετοχή του», τόνισε.
Υπογράμμισε, επίσης, το ισχυρό ενδιαφέρον του ΑΜΔΗΕ για να επενδύσει στην ενίσχυση των διασυνδέσεων στα Βαλκάνια. Όπως είπε, ο Διαχειριστής έχει ξεκινήσει ήδη την κατασκευή της δεύτερης διασύνδεσης με τη Βουλγαρία, μελετάει από κοινού με τον Διαχειριστή της Ιταλίας τον υπερδιπλασιασμό της διασύνδεσης ανάμεσα στις δύο χώρες, εξετάζει επίσης υπερδιπλασιασμό της χωρητικότητας της υφιστάμενης διασύνδεσης Ελλάδας-Αλβανίας, ενώ εκφράζει το ενδιαφέρον του να επενδύσει και στη Βόρεια Μακεδονία.