Κλιμακώνει την πίεση στις ελληνικές τράπεζες για επιτάχυνση της εξυγίανσης των ισολογισμών τους η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς, στην τελευταία έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (Financial Stability Review - FSR) που παρουσιάσθηκε σήμερα από τον αντιπρόεδρο, Λουίς ντε Γκουίντος, γίνεται ειδική αναφορά στην περίπτωση της Ελλάδας και, ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL).
Όπως σημειώνεται στο σχετικό κεφάλαιο της έκθεσης, η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών της ευρωζώνης συνεχίσθηκε το α' εξάμηνο του 2019, αν και με βραδύτερο ρυθμό. Ο δείκτης NPL των συστημικών τραπεζών βελτιώθηκε σε σχέση με τα τέλη του 2018, αλλά η μείωση των αποθεμάτων προβληματικών δανείων έχει επιβραδυνθεί ελαφρώς.
Στις χώρες με υψηλούς δείκτες NPL, στις οποίες περιλαμβάνεται η Ελλάδα, διαπιστώνει ότι συνεχίζεται η διαδικασία μείωσης των προβληματικών δανείων, αλλά η πρόοδος που σημειώνεται από το 2015 είναι ανομοιογενής, όπως δείχνουν οι μεγάλες αποκλίσεις στους δείκτες NPL από χώρα σε χώρα.
Σε αυτό το σημείο της έκθεσης, η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι, ενώ σε ορισμένες χώρες (Ισπανία, Ιταλία, Σλοβενία) ο δείκτης NPL έχει πέσει κάτω από το 8%, σε άλλες χώρες το ποσοστό παραμένει διψήφιο. Ανάμεσα στις χώρες με διψήφια ποσοστά, η ΕΚΤ ξεχωρίζει την Ελλάδα, τονίζοντας ότι «μένει πίσω στη διαδικασία μείωσης των κινδύνων» στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια.
Ως γενική παρατήρηση για τις τάσεις που καταγράφονται στην ευρωζώνη, σε σχέση με την ποιότητα των τραπεζικών χαρτοφυλακίων, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι η κυκλική επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών (επιβράδυνση ανάπτυξης) έχει ήδη προκαλέσει αύξηση των στοιχείων ενεργητικού που έχουν χαμηλή απόδοση (underperforming assets), κάτι που δείχνει ότι θα επιδεινωθεί στο μέλλον η ποιότητα των χαρτοφυλακίων.
Ειδικότερα, τα δάνεια που περνούν στο Στάδιο 2, όπου περιλαμβάνονται δάνεια που εξυπηρετούνται μεν, αλλά παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο επειδή μειώνεται η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών, έχουν αυξηθεί ήδη από τα τέλη του 2018.
Με βραδύτερο ρυθμό η μείωση των NPL
Παρενέργειες από τα χαμηλά επιτόκια
Το κύριο θέμα της δεύτερης έκθεσης FSR για το 2019 είναι τα χαμηλά επιτόκια της ευρωζώνης και οι κίνδυνοι που απορρέουν από αυτά για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η ΕΚΤ εντοπίζει σημάδια υπερβολικής ανάληψης κινδύνων σε ορισμένους κλάδους, που χρειάζονται παρακολούθηση και εποπτικές παρεμβάσεις σε ορισμένες χώρες. Επιπλέον, οι τράπεζες έχουν κάνει, σε περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων, μικρή πρόοδο στη βελτίωση της κερδοφορίας τους.
Τα χαμηλά επιτόκια υποστηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα, τονίζει η ΕΚΤ, αλλά μπορεί να ενθαρρύνουν την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων από μη τραπεζικά ιδρύματα και επενδυτές υψηλής μόχλευσης, καθώς επίσης και από τις επενδύσεις σε ορισμένες αγορές real estate.
«Ενώ το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων υποστηρίζει συνολικά την οικονομία, παρατηρούμε επίσης μια αύξηση στην ανάληψη κινδύνων, που απαιτεί συνεχή και στενή παρακολούθηση», τόνισε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκουίντος, καλώντας τις αρχές να χρησιμοποιήσουν τα διαθέσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση της αύξησης της ευπάθειας στο τραπεζικό σύστημα, όπου αυτό είναι δυνατό.
Μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως οι επενδυτικές και ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία, παίζουν ένα όλο και περισσότερο σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομίας και συνεχίζουν να αυξάνουν τις τοποθετήσεις κεφαλαίων στους τομείς εταιρικού και δημόσιου χρέους που έχουν τους περισσότερους κινδύνους, κάτι που τους εκθέτει σε σοβαρές απώλειες, αν υπάρξει μια απότομη μείωση των τιμών. Αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να κάνει τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ανταποκριθούν με τρόπου θα επεκτείνει την πίεση ευρύτερα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ευπαθή σημεία εντοπίζει η ΕΚΤ στον μη τραπεζικό τομέα και σε ορισμένες αγορές ακινήτων της ευρωζώνης, καθώς τα χαμηλά επιτόκια ενθαρρύνουν περισσότερο δανεισμό από τις εταιρείες που αντιμετωπίζουν και μεγαλύτερους κινδύνους. Την ίδια στιγμή, συνεχίζουν να αυξάνονται οι τιμές των ακινήτων σε ορισμένες χώρες και οι αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα περιορισμού των κινδύνων.
Οι προοπτικές για την κερδοφορία των τραπεζών της ευρωζώνης έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω, παρά τις προσδοκίες για μια μέτρια αλλά σταθερή αύξηση των εσόδων από τόκους και προμήθειες. Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών της ευρωζώνης θα αντιμετωπίσει νέα πίεση. Πάντως, η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει ισχυρή με το δείκτη Tier 1 να ξεπερνά το 14%, ενώ ακόμη και σε σενάρια stress διατηρείται πάνω από το 11%.