Αυξημένη ανησυχία προκαλούν οι πρώτες ενδείξεις για τη δραστηριότητα της εποχικής γρίπης τον φετινό χειμώνα, σύμφωνα με τα επιδημιολογικά δεδομένα. Στο νότιο ημισφαίριο, η περίοδος της γρίπης ξεκίνησε νωρίτερα, με υψηλή μεταδοτικότητα που ξεπερνά τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
Στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία του Δικτύου Παρατηρητών Νοσηρότητας στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, η έναρξη της εποχικής δραστηριότητας αναμένεται μεταξύ 10 Νοεμβρίου και 10 Δεκεμβρίου, με κορύφωση στις αρχές του έτους. Η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Ειρήνη Αγαπηδάκη, επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα από το νότιο ημισφαίριο, φέτος η γρίπη στη χώρα μας αναμένεται να έχει μεγαλύτερη διάρκεια και βαρύτερη νόσηση.
Η παρατεταμένη καλοκαιρία έχει περιορίσει, προς το παρόν, τα κρούσματα, ωστόσο οι ειδικοί εκτιμούν ότι η περίοδος της γρίπης φέτος μπορεί να διαρκέσει έως και το τέλος Απριλίου. Αυτό έχει θέσει σε εγρήγορση τους αρμόδιους φορείς και καθιστά επιτακτικό τον αντιγριπικό εμβολιασμό, ειδικά για τις ευάλωτες ομάδες, όπως άτομα με χρόνια νοσήματα, ηλικιωμένοι, έγκυες, βρέφη και μικρά παιδιά.
Επικρατούντα στελέχη και επιδημιολογική εικόνα
Τα επιδημιολογικά δεδομένα από το νότιο ημισφαίριο, που προηγείται χρονικά, προσφέρουν σημαντικές ενδείξεις για την Ευρώπη. Στην Ιαπωνία και την Αυστραλία, το κύμα γρίπης ξεκίνησε νωρίτερα και χαρακτηρίστηκε από υψηλή μετάδοση, κυρίως λόγω του στελέχους A/H1N1pdm, με χαμηλότερη παρουσία του ιού B/Victoria. Ο ιός A/H3N2 ανιχνεύθηκε σε χαμηλά επίπεδα, εκτός από τη Νότια Αφρική, όπου σημειώθηκε αυξημένη κυκλοφορία κατά τους χειμερινούς μήνες, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), Χρήστο Χατζηχριστοδούλου.
Πρώιμα δεδομένα από το Ηνωμένο Βασίλειο δείχνουν επικράτηση του αντιγονικά μετατοπισμένου κλάδου Κ του υπότυπου Α(Η3Ν2), γεγονός που ίσως υποδεικνύει αυξημένη μεταδοτικότητα. Τα Εθνικά Κέντρα Αναφοράς Γρίπης στη Νότια και Βόρεια Ελλάδα παρακολουθούν στενά την πιθανή κυκλοφορία αυτού του κλάδου στη χώρα.
Η σημασία του εμβολιασμού
Ο αποτελεσματικότερος τρόπος πρόληψης της γρίπης είναι ο εμβολιασμός με το αντιγριπικό εμβόλιο. Όταν χορηγείται έγκαιρα, προστατεύει από τη μετάδοση του ιού και σοβαρές επιπλοκές. Το εμβόλιο πρέπει να γίνεται πριν την έξαρση των κρουσμάτων, καθώς απαιτούνται περίπου δύο εβδομάδες για την ανάπτυξη ανοσίας.
Την περσινή περίοδο εμβολιάστηκαν 2,4 εκατομμύρια πολίτες, ενώ φέτος μέχρι τις 11 Νοεμβρίου, περίπου 1 εκατομμύριο έχουν ήδη εμβολιαστεί. Η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας τονίζει τη σημασία του εμβολιασμού, αναφέροντας ότι το εμβόλιο διατίθεται δωρεάν, χωρίς ανάγκη συνταγογράφησης, τόσο σε ασφαλισμένους όσο και σε ανασφάλιστους, μέσω δημόσιων δομών και φαρμακείων. Κάθε εμβολιασμός καταχωρίζεται στο Εθνικό Μητρώο Εμβολιασμών, διασφαλίζοντας την παρακολούθηση και προστασία της δημόσιας υγείας.
Το αντιγριπικό εμβόλιο επικαιροποιείται κάθε χρόνο, με βάση τα κυκλοφορούντα στελέχη, και αποτελεί τη σημαντικότερη στρατηγική πρόληψης για τη μείωση της νοσηρότητας και του φόρτου στα συστήματα υγείας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη σωστή ενημέρωση των πολιτών από γιατρούς και επαγγελματίες υγείας σχετικά με τα οφέλη του εμβολιασμού.
Ομάδες υψηλού κινδύνου και μέτρα πρόληψης
Ο εμβολιασμός συστήνεται ιδιαίτερα για:
• Άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω
• Βρέφη και παιδιά 6 μηνών έως 5 ετών
• Παιδιά άνω των 5 ετών και ενήλικες με χρόνια νοσήματα (αναπνευστικού, καρδιακά, νεφρικά, ηπατικά, νευρολογικά, ανοσοκαταστολή, μεταμοσχεύσεις, διαβήτη, παχυσαρκία, σύνδρομο Down)
• Έγκυες, λεχωΐδες και θηλάζουσες
• Παιδιά που λαμβάνουν μακροχρόνια ασπιρίνη
• Άτομα σε στενή επαφή με βρέφη κάτω των 6 μηνών ή με άτομα με υποκείμενα νοσήματα
• Κλειστούς πληθυσμούς (σπουδαστές, προσωπικό ιδρυμάτων, μονάδες φιλοξενίας ηλικιωμένων, καταστήματα κράτησης)
• Εργαζόμενους σε υπηρεσίες υγείας και κέντρα διαμονής προσφύγων-μεταναστών
• Άστεγους
• Επαγγελματίες που έρχονται σε συστηματική επαφή με πτηνά ή χοίρους (κτηνίατροι, πτηνοτρόφοι, χοιροτρόφοι, σφαγείς, εκτροφείς μίνκ)
Για τη φετινή χειμερινή περίοδο, ο ιός της γρίπης θα κυκλοφορήσει παράλληλα με τον ιό SARS-CoV-2. Ο εμβολιασμός και για τους δύο ιούς αποτελεί το σημαντικότερο μέτρο πρόληψης, ειδικά για τις ευπαθείς ομάδες. Παράλληλα, προτείνονται βασικά μέτρα υγιεινής, όπως συχνό πλύσιμο χεριών, αποφυγή συγχρωτισμού, αερισμός χώρων και έγκαιρη ιατρική φροντίδα σε περίπτωση συμπτωμάτων.