Έχοντας συμπληρώσει 25 χρόνια παρουσίας στην ελληνική αγορά, η Lidl Hellas συνεχίζει να ακολουθεί επιθετική πολιτική τιμών, με στόχο να αυξήσει τα μερίδιά της. Είναι χαρακτηριστικό ότι, τον Μάιο, έρευνα του ΙΕΛΚΑ έδειξε ότι οι τιμές στα σούπερ μάρκετ μειώθηκαν κατά 1,25%, ενώ η γερμανική αλυσίδα προχώρησε σε διπλάσιες μειώσεις, κατά 2,5%.
Έχει παρατηρηθεί αρκετές φορές, ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν. Κάθε φορά που η δημόσια συζήτηση αναδεικνύει το θέμα της ακρίβειας γενικότερα, ή παρατηρείται μία δύσκολη συγκυρία σε κάποια κατηγορία προϊόντων, τότε η Lidl Hellas, εμφανίζοντας μία εξαιρετική ετοιμότητα και χρονική ευλυγισία, πραγματοποιεί μία ισχυρή διαφημιστική καμπάνια, Θέλοντας να στείλει το μήνυμα προς τους καταναλωτές πως τα καταστήματα της αποτελούν μία σοβαρή εναλλακτική.
Κι έχει κάθε λόγο να το κάνει, δεδομένου ότι περί το 60% των Ελλήνων καταναλωτών δεν έχουν επισκεφθεί –25 χρόνια μετά την είσοδο της αλυσίδας στην ελληνική αγορά- ένα κατάστημα της Lidl, παρότι ο γερμανικός όμιλος αποτελεί τον σημαντικότερο ανταγωνιστή των κορυφαίων αλυσίδων σούπερ μάρκετ της ελληνικής αγοράς.
Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι πως, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, ο «ιδιόμορφος» Γερμανός discounter απολαμβάνει τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους από όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου -λόγω της νομικής μορφής της εταιρείας έχει το δικαίωμα να μην δημοσιεύει οικονομικά στοιχεία. Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, τόσο διεθνώς όσο και στην ελληνική αγορά, η Lidl προσπαθεί να απεκδυθεί τον χαρακτήρα του hard discounter και να διαμορφώσει ένα υβριδικό μοντέλο μεταξύ σούπερ μάρκετ και discount.
Γενικότερα πάντως χαρακτηρίζεται από επιθετική πολιτική σε θέματα τιμών, προβάλλοντας τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Και, παράλληλα, οι σχέσεις του γερμανικού ομίλου με τους Έλληνες προμηθευτές της, οι οποίοι παράγουν την ιδιωτικής ετικέτα για λογαριασμό της, διακρίνονται από υψηλή πιστότητα, παρότι η Lidl δεν χαρακτηρίζεται για τις υψηλές τιμές προς τους παραγωγούς με τους οποίους συνεργάζεται -το κέρδος τους είναι πολύ μικρό.
Ωστόσο, έχει δώσει την δυνατότητα – κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις – οι ελληνικές εταιρείες να εξάγουν τα προϊόντα τους σε ξένες αγορές μέσω του δικτύου των εταιρειών του γερμανικού ομίλου. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά προχθές το βράδυ ο κ. Martin Brandenburger, ο μάνατζερ του γερμανικού ομίλου στην ελληνική αγορά, η εταιρεία στη διάρκεια του 2023 διέθετε 1.624 προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας από συνολικά 409 παραγωγούς.
Και σημείωσε ότι οι πωλήσεις από τις εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων μέσω του ομίλου Schwarz σε 31 αγορές, συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών, ανήλθαν πέρυσι στα 500 εκατ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως δήλωνε στο BD σε περυσινή του συνέντευξη ο κ. Brandenburger, το 2022 η συνολική αξία της προώθησης αυτής υπερέβη τα 180 εκατ. ευρώ.
Από την άλλη πλευρά ο ρόλος της στον ανταγωνισμό έχει ιδιαίτερη σημασία. Όταν η Lidl «χτυπάει» τις τιμές π.χ. για ένα τρίμηνο σε μία ομάδα προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, αναγκάζει – εκ των πραγμάτων – τις άλλες αλυσίδες και πρωτίστως τις μεγαλύτερες εξ αυτών να ακολουθήσουν. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστα τα επώνυμα προϊόντα γιατί κινδυνεύουν οι πωλήσεις τους.
Έτσι, στα επώνυμα προϊόντα αυξάνονται οι προσφορές για να μην διευρυνθεί το άνοιγμα των τιμών μεταξύ προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας και επωνύμων. Στη διάρκεια των τελευταίων 25 χρόνων, η Lidl είτε σκοπίμως είτε εν αγνοία της –δηλαδή μόνο με την παρουσία της στην αγορά– έχει πρωταγωνιστήσει αρκετές φορές στις εξελίξεις...