Η οικονομική ανάπτυξη ενισχύει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, επομένως πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, υποστήριξε ο επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank, Τάσος Αναστασάτος, στη συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης για την Ελληνική Οικονομία με τίτλο National Debt: striking a balance between stability and sustainability στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Ο κ. Αναστασάτος τόνισε την ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Όπως σημείωσε, η σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι μονοδιάστατη. Ενώ υπερβολικά υψηλά πλεονάσματα μπορεί να πλήττουν την ανάπτυξη αφαιρώντας δημοσιονομικό χώρο, το ίδιο μπορεί να κάνουν και τα μεγάλα ελλείμματα, καθότι πλήττουν τις προσλήψεις διατηρησιμότητας του δημόσιου χρέους και μπορεί να οδηγήσουν σε εκτόπιση των ιδιωτικών επενδύσεων μέσω ανόδου των επιτοκίων και, σε περίπτωση απώλειας της εμπιστοσύνης των αγορών, φυγή κεφαλαίων και κρίση χρηματοδότησης.
Επομένως, υπογράμμισε ότι οι στόχοι για τα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα πρέπει να τηρούνται, διότι το μέγεθος του δημόσιου χρέους τα καθιστά απαραίτητα. Επιπλέον, αποτελούν διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, καθώς το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ ορίζει ότι όσες χώρες έχουν δημόσιο χρέος μεγαλύτερο του 90% του ΑΕΠ τους, πρέπει να το μειώνουν κατά τουλάχιστον μία ποσοστιαία μονάδα ανά έτος.
«Στην Ελλάδα, τα δημόσια έσοδα αυξήθηκαν κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2008-2022, ως αποτέλεσμα των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής. Αντίθετα, το μερίδιο των δημοσίων δαπανών στο ΑΕΠ ήταν το 2022 δύο ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το 2008, καθώς και από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, χωρίς το επίπεδο των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών να είναι πάντα αντίστοιχο. Δεν έχουν όλες οι δαπάνες την ίδια επίδραση στην ανάπτυξη, οι παραγωγικές επενδύσεις έχουν μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα από τις μεταβιβαστικές πληρωμές», ανέφερε ο κ. Αναστασάτος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα το κόστος απασχόλησης -μισθολογικό και μη- ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν το 2022 ελαφρώς υψηλότερο από το αντίστοιχο της ευρωζώνης, επισήμανε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και συμπλήρωσε ότι και οι δαπάνες για συντάξεις είχαν το 5ο μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, παρά τις περικοπές των προηγούμενων ετών. Καθώς οι δαπάνες για μισθούς και συντάξεις είναι πιο ανελαστικές, δεν είναι επιθυμητό να υπάρξουν περικοπές -που θα είχαν υφεσιακή επίπτωση- αλλά πρέπει ο ρυθμός αύξησης αυτών των δαπανών να είναι βραδύτερος του ΑΕΠ. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί στο σκέλος των συντάξεων εφόσον δεν ανατραπεί η μεταρρύθμιση που ορίζει ότι οι συντάξεις πρέπει να αυξάνονται ετησίως σε ποσοστό ίσο με το άθροισμα του ημίσεως ανάπτυξης και πληθωρισμού. Είναι σημαντικό να τηρηθεί αυτό καθώς οι συντάξεις είναι μακράν το μεγαλύτερο κονδύλι του προϋπολογισμού. Η δυσμενής πορεία του δημογραφικού και η επιδείνωση της σχέσης εργαζόμενων προς συνταξιούχους καθιστούν αυτή την περιοχή μεγάλη πρόκληση για το μέλλον.
«Οι προοπτικές ανάπτυξης είναι θετικές στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, με προβλεπόμενη υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι της Ευρωζώνης την επόμενη τριετία, με ατμομηχανές τις δράσεις του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης, την καλή πορεία του τουρισμού, την ικανότητα των τραπεζών να χρηματοδοτούν την ανάπτυξη, καθώς και την θετική επίδραση της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας στις επενδύσεις», τόνισε ο κ. Αναστασάτος.
«Ωστόσο, η πραγματοποίηση οικονομικής σύγκλισης θα είναι μια μακροχρόνια διαδικασία καθώς η ελληνική οικονομία πρέπει να αναπτύσσεται πάνω από 2 ποσοστιαίες μονάδες ταχύτερα από την Ευρωζώνη κατ’ έτος για την επόμενη δεκαετία ώστε να προσεγγίσει το επίπεδο αγοραστικής δύναμης που είχε προ κρίσης. Βασική προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι η ποσοτική αύξηση και ποιοτική βελτίωση των επενδύσεων, οι οποίες σήμερα αποτελούν το 14,1% του ΑΕΠ, έναντι 22,3% στην Ευρωζώνη, και δεν επαρκούν για να χτιστεί ξανά το κεφάλαιο που απωλέσθηκε στα χρόνια της κρίσης», υπογράμμισε..
Επιπλέον, σύμφωνα με τον κ. Αναστασάτο, για να είναι η ανάπτυξη διατηρήσιμη, πρέπει να μειωθούν τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με προώθηση εξαγωγών και υποκατάσταση εισαγωγών, καθώς και να εισαχθούν περισσότερες δραστηριότητες έντασης γνώσης και τεχνολογίας στην παραγωγή ώστε να μην ανταγωνιζόμαστε σε όρους χαμηλότερου κόστους και να δημιουργηθούν ποιοτικότερες θέσεις εργασίας. Βασικά αναπτυξιακά εργαλεία για την επίτευξη αυτών των στόχων αποτελούν, όχι οι εισοδηματικές ενισχύσεις, αλλά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.