Αρκετό δρόμο έχουν διανύσει οι ελληνικές τράπεζες από άλλες εποχές, όταν οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) προκαλούσαν αναταραχή στη χρηματιστηριακή αγορά, φέρνοντας στο προσκήνιο τους φόβους για ανακεφαλαιοποίηση. Οι χθεσινές ανακοινώσεις αποτελεσμάτων στους ελέγχους του 2021 έδειξαν ότι τα μεγέθη κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών στο δυσμενές σενάριο μεταβλήθηκαν περίπου όσο και αυτά των τραπεζών της ευρωζώνης, ήταν μάλιστα καλύτερα από τα αντίστοιχα στοιχεία τραπεζικών κολοσσών, όπως η Deutsche Bank και η Societe Generale.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως σημειώνει το Bloomberg, στο δυσμενές σενάριο που προβλέπει βαθιά ύφεση για μια τριετία με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, ο πρωτοβάθμιος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) της Deutsche Bank μειώνεται κατά 620 μονάδες βάσης (6,2%), ενώ της Societe Generale υποχωρεί κατά 562 μ.β. Αντίστοιχα, ο δείκτης CET1 της Τράπεζας Πειραιώς, χωρίς μάλιστα να λαμβάνονται υπόψη μέτρα κεφαλαιακής ενίσχυσης του 2021, όπως η αύξηση κεφαλαίου κατά 1,4 δισ. ευρώ, υποχωρεί κατά 440 μονάδες βάσης, με τη διοίκηση να σημειώνει, προκειμένου να υπογραμμίσει την πρόοδο που έχει συντελεσθεί, ότι στο προηγούμενο τεστ, του 2021, η μείωση έφθανε τις 770 βάσης.
Ανάλογη ήταν και η στάση των αγορών απέναντι στα stress test του 2021. Εν αναμονή των αποτελεσμάτων, τα οποία η ΕΚΤ θα χρησιμοποιήσει ως οδηγό όταν έλθει η ώρα, μετά τον Σεπτέμβριο, να αποφασίσει σε ποιες τράπεζες θα επιτρέψει διανομή μερισμάτων, η μετοχή της Deutsche Bank υποχώρησε χθες κατά 2,64%, ενώ της SocGen έχασε 0,86%. Αντίθετα, ο τραπεζικός δείκτης στο ΧΑ κέρδισε 1,72% και οδήγησε σε άνοδο τον Γενικό Δείκτη, καθώς οι επενδυτές δεν ανησύχησαν για τα αποτελέσματα των ελέγχων και προτίμησαν να εστιάσουν την προσοχή τους στην εξουδετέρωση του κινδύνου έκδοσης μετοχών υπέρ του Δημοσίου, ύστερα από σχετική συμφωνία της κυβέρνησης με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τον αναβαλλόμενο φόρο.
Αν και είναι πρόωρο να πανηγυρίσει κανείς την οριστική έξοδο των ελληνικών τραπεζών από τη μεγάλη περιπέτεια, στην οποία μπήκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, το γενικό συμπέρασμα από τους τελευταίους ελέγχους είναι ότι τα μέτρα εξυγίανσης που έχουν ληφθεί ως τώρα έχουν περιορίσει δραστικά τον κίνδυνο των τραπεζικών ισολογισμών στην Ελλάδα. Όταν αυτοί «στρεσάρονται» με βάση ένα ακραίο σενάριο ύφεσης, τα αποτελέσματα είναι περίπου ίδια με αυτά που εξάγονται από το αντίστοιχο «στρεσάρισμα» των ισολογισμών των άλλων τραπεζών της ευρωζώνης.
Μάλιστα, ένας αναλυτής που θα αναζητούσε σήμερα προβληματικές τράπεζες με βάση τα αποτελέσματα των ελέγχων δεν θα μπορούσε να σταθεί στις ελληνικές, που διατηρούν ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια και στο δυσμενές σενάριο, αλλά μάλλον θα στρεφόταν στη γειτονική Ιταλία, όπου εδρεύει ο «μεγάλος ασθενής» του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, η αρχαιότερη τράπεζα της Ευρώπης, Banca Monte dei Paschi di Siena. Η τράπεζα, που έχει κρατικοποιηθεί, εμφανίζει αρνητικό δείκτη (-0,1%) CET1 στο δυσμενές σενάριο και, λίγο πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των ελέγχων, ανακοινώθηκε ότι βρίσκονται σε εξέλιξη συζητήσεις για την εξαγορά της από την UniCredit.
Πάντως, αν και είναι ενθαρρυντικά τα αποτελέσματα των ελέγχων για τις ελληνικές τράπεζες, «ελέφαντας στο δωμάτιο» εξακολουθεί να είναι ο αναβαλλόμενος φόρος. Η σύνθεση των τραπεζικών κεφαλαίων αποτελείται περίπου κατά 60% από αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC), οι οποίες δεν μπορούν να απορροφήσουν ζημιές με τον ίδιο τρόπο που αυτό συμβαίνει με το «κανονικό» κεφάλαιο μιας τράπεζας. Ακόμη και μετά τη συμφωνία με την ΕΚΤ, που απομακρύνει τον κίνδυνο αυξήσεων κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου όταν μια τράπεζα εμφανίζει ζημιές σε κάποια κρίση, η ΕΚΤ θεωρεί ότι αυτό δεν είναι μια μόνιμη λύση, αλλά μια προσωρινή διευθέτηση, ενώ το πρόβλημα της υψηλής συμμετοχής του DTC στα κεφάλαια θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια, όταν οι τράπεζες θα χάνουν κεφάλαια από τις μεγάλες τιτλοποιήσεις για την εξυγίανση των ισολογισμών τους.
Τα αποτελέσματα του ελέγχου
Όπως ανακοίνωσε η Τρ. Πειραιώς, υπό το βασικό σενάριο, ο συνολικός δείκτης εποπτικών κεφαλαίων σε πλήρη εφαρμογή του εποπτικού πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ ανέρχεται στο 17,1%, ενώ ο δείκτης κεφαλαίων CET1 διαμορφώνεται στο 15,0% στα τέλη του έτους 2023. Το βασικό σενάριο καταλήγει σε αύξηση των κεφαλαιακών δεικτών κατά περίπου 365 μονάδες βάσης έναντι του 2020.
Το δυσμενές σενάριο οδηγεί σε μείωση των κεφαλαιακών δεικτών κατά περίπου 480 μονάδες βάσης για την τριετή περίοδο. Η αντίστοιχη μείωση στην άσκηση του 2018 ήταν περίπου 770 μονάδες βάσης. Οι δείκτες κεφαλαίων σε πλήρη εφαρμογή του εποπτικού πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ για το τέλος του έτους 2023 διαμορφώνονται σε 8,6% για τον συνολικό δείκτη κεφαλαίων και 6,5% για τον δείκτη CET1. Το δυσμενές σενάριο οδηγεί σε μείωση περίπου 610 μονάδων βάσης κατά το έτος με τη μεγαλύτερη επίπτωση (2021).
Η άσκηση βασίσθηκε στην παραδοχή στατικού ισολογισμού και δεν λαμβάνει υπόψη πρωτοβουλίες μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Στο πλαίσιο του σχεδίου “Sunrise”, η Πειραιώς ολοκλήρωσε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου €1,38 δισ. και έκδοση ομολόγου AT1 ύψους €0,6 δισ. κατά το δεύτερο τρίμηνο 2021. Λαμβάνοντας υπόψιν αυτές τις ενέργειες, οι κεφαλαιακοί δείκτες με πλήρη ενσωμάτωση της Βασιλείας ΙΙΙ κάτω από το δυσμενές σενάριο για το 2023 ανέρχονται σε περίπου 13,5% σε όρους συνολικών κεφαλαίων και περίπου 10,0% σε όρους κεφαλαίων CET1, σύμφωνα με pro forma υπολογισμούς της Πειραιώς.
Για τη Eurobank, υπό το Βασικό σενάριο, η κεφαλαιακή επάρκεια του Ομίλου αυξάνεται κατά 290μ.β. κατά τη διάρκεια των 3 ετών, καταλήγοντας σε συνολικό FullyLoaded δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) 17,5% και σε FullyLoaded δείκτη CoreTier 1 (CET 1) 14,9% στο τέλος του 2023 (με βάση την πλήρη εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ).
Υπό το Δυσμενές σενάριο, ο δείκτης Fully Loaded CET 1 μειώνεται κατά 433μ.β. στο τέλος του 2023 και κατά 517μ.β. στο έτος με την υψηλότερη επίπτωση (2021). Κατά συνέπεια, ο δείκτης Fully Loaded CET 1 διαμορφώνεται σε 7,6% στο τέλος του 2023 και σε 6,8% στο έτος με την υψηλότερη επίπτωση (2021). Ο μεταβατικός δείκτης CET 1 στο τέλος του 2023 διαμορφώνεται στο 8%.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας, δήλωσε: «Είμαστε ιδιαίτερα ικανοποιημένοι με την επίδοση του Ομίλου μας στο Stress Test της ΕΚΤ. Ειδικότερα, υπό τις αυστηρές παραδοχές του δυσμενούς σεναρίου, το ποσό της απομείωσης κεφαλαίου, που αποτελεί βασική παράμετρο της άσκησης, επιβεβαίωσε την ανθεκτικότητα της τράπεζας και την ικανότητά της να αντέξει μία σοβαρή οικονομική ύφεση. Ως η πρώτη ελληνική τράπεζα που ολοκληρώνει την εξυγίανσή της από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εστιάζουμε τις προσπάθειές μας στη χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, και στη στήριξη της ανάπτυξης σε όλες τις αγορές όπου έχουμε παρουσία».
Η Εθνική Τράπεζα, με αφετηρία τον δείκτη Κύριων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων με πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 («CET1 FL») ύψους 12.8% στις 31/12/2020 (15.7% χωρίς την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), το Βασικό σενάριο είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της κεφαλαιακής θέσης κατά 270μ.β. σε ορίζοντα τριετίας, με το δείκτη CET1 FL να διαμορφώνεται σε 15.5% το 2023.
Υπό το Δυσμενές σενάριο, σημειώθηκε μέγιστη αρνητική επίπτωση 6.4% στο δείκτη CET1 FL το 2022, ο οποίος διαμορφώθηκε σε 6.4% το 2023.
Δεδομένης της μεθοδολογίας του Στατικού Ισολογισμού, η Ασκηση Προσομοίωσης Ακραίων Συνθηκών του 2021 δε λαμβάνει υπόψη τη θετική επίδραση κεφαλαιακών ενεργειών που έπονται της 31/12/2020.
Ο δείκτης CET1 FL του Ομίλου την 31 Μαρτίου 2021 διαμορφώθηκε σε 14.0% (pro-forma, συνυπολογίζοντας τα κέρδη της περιόδου), υπερβαίνοντας κατά 120μ.β. αντίστοιχα το επίπεδο εκκίνησης της Άσκησης Προσομοίωσης Ακραίων Συνθηκών. Επιπροσθέτως, δεν λήφθηκε υπόψη η θετική επίδραση στο Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας από την ολοκλήρωση της τιτλοποίησης Frontier και της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής, συνολικού ύψους περίπου 170μ.β. Σύμφωνα με τους pro-forma υπολογισμούς της Τράπεζας, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας αυξάνεται κατά σχεδόν 300μ.β.
Η Alpha Bank αναφέρει πως σημείο έναρξης της Άσκησης ήταν η 31η Δεκεμβρίου 2020, κατά την οποία ο Μεταβατικός Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 της Τράπεζας (CET1 transitional ratio) ήταν 17,1%, ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων ήταν 14,6%, ο Μεταβατικός Δείκτης Μόχλευσης (Leverage ratio transitional) ήταν 12,5% και ο Δείκτης Μόχλευσης με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (Leverage ratio fully loaded) ήταν 10,7%.
Υπό το βασικό σενάριο, η δημιουργία κεφαλαίου, στην περίοδο της τριετίας (2020-2023), ήταν 2,8%, μετά από τη σταδιακή ενσωμάτωση 2,4% του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (IFRS 9 phase-in), με τον Μεταβατικό Δείκτη Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1 transitional ratio) της Τράπεζας να διαμορφώνεται το 2023 στο 17,4%. Το 2023, ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (CET1 fully loaded ratio) ανήλθε στο 17,3%, ενώ ο Δείκτης Μόχλευσης με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (Leverage ratio (fully loaded)) διαμορφώθηκε στο 13,0%.
Υπό το δυσμενές σενάριο, ο Μεταβατικός Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1 transitional ratio) ανήλθε στο 8,4% για το έτος 2023, κυρίως λόγω της αρνητικής επίδρασης του πιστωτικού κινδύνου. Το 2023, ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (CET1 fully loaded ratio) ανήλθε στο 8,3% και ο Δείκτης Μόχλευσης με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (Leverage ratio fully loaded) διαμορφώθηκε στο 6,1%. Η μείωση των κεφαλαίων στην περίοδο της τριετίας, υπό το δυσμενές σενάριο, ήταν 8,7%, εκ των οποίων το 2,4% οφείλεται στην επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (IFRS 9) και το 6,3% στην εφαρμογή των παραμέτρων της Άσκησης Προσομοίωσης Ακραίων Καταστάσεων.
To 2022, η τράπεζα κατέγραψε το χαμηλότερο επίπεδο του Δείκτη Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (CET1 fully loaded ratio), ο οποίος διαμορφώθηκε στο 8,1%.
Όπως αναφέρει η Alpha Bank, η μεθοδολογία των stress tests δεν λαμβάνει υπόψη την κεφαλαιακή ενίσχυση (έκδοση κεφαλαίων κατηγορίας II, Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου) και την εξυγίανση του ισολογισμού (συναλλαγή Galaxy), γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την 31η Δεκεμβρίου 2020. Pro forma με την Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου, υπό το βασικό σενάριο, το 2023, ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (CET1 fully loaded ratio) διαμορφώθηκε στο 19,1% και ο Δείκτης Μόχλευσης με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (Leverage ratio fully loaded) ανήλθε στο 14,4%. Υπό το δυσμενές σενάριο, το 2023, ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (CET1 fully loaded ratio) ήταν 10,2% και ο Δείκτης Μόχλευσης με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (Leverage ratio fully loaded) ανήλθε στο 7,6%.
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ για τις ευρωπαϊκές τράπεζες
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, η συνολική μείωση κεφαλαίου ήταν 5,2 ποσοστιαίες μονάδες και ο δείκτης κεφαλαίου θα υποχωρούσε από το 15,1% σε 9,9% εάν οι εν λόγω τράπεζες εκτίθεντο σε τριετή περίοδο ακραίων καταστάσεων χαρακτηριζόμενη από αντίξοες μακροοικονομικές συνθήκες.
Όσον αφορά τις 38 τράπεζες που συμμετείχαν στην άσκηση της ΕΑΤ, ο μέσος δείκτης CET1 υποχώρησε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, από 14,7% σε 9,7%. H μέση μείωση κεφαλαίου για τις 51 τράπεζες μεσαίου μεγέθους που συμμετείχαν αποκλειστικά στην άσκηση της ΕΚΤ αντιστοιχούσε σε 6,8 ποσοστιαίες μονάδες, ο σχετικός δείκτης δηλαδή υποχώρησε σε 11,3% σε σχέση μετο σημείο εκκίνησης (18,1%).
Η ΕΚΤ αναφέρει πως σύμφωνα με τα αποτελέσματα ο πρώτος βασικός παράγοντας που συνέβαλε στη μείωση του κεφαλαίου ήταν ο πιστωτικός κίνδυνος, επειδή η οικονομική διαταραχή στο δυσμενές σενάριο οδήγησε σε ζημίες από δάνεια. Παρά τη συνολική ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος, εξαιτίας των νέων προκλήσεων που έχουν προκύψει από την πανδημία του κορονοϊού, οι τράπεζες πρέπει να διασφαλίσουν την ορθή μέτρηση και διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου.
Για ένα υποσύνολο τραπεζών, ο δεύτερος βασικός παράγοντας που συνέβαλε στη μείωση του κεφαλαίου ήταν ο κίνδυνος αγοράς. Το γεγονός ότι χρειάστηκε να αναπροσαρμοστεί πλήρως η αξία πολλών χρηματοοικονομικών προϊόντων αποτέλεσε τον μεγαλύτερο μεμονωμένο παράγοντα κινδύνου αγοράς. Αυτό επηρέασε ιδίως τις μεγαλύτερες τράπεζες, καθώς είναι πιο εκτεθειμένες σε διαταραχές όσον αφορά τις μετοχές και τα πιστωτικά περιθώρια.
Ο τρίτος βασικός παράγοντας ήταν η περιορισμένη ικανότητα δημιουργίας εσόδων σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, καθώς υπό το δυσμενές σενάριο οι τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωπες με σημαντική μείωση των καθαρών τόκων-εσόδων τους, των εσόδων τους από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και των καθαρών εσόδων τους από αμοιβές και προμήθειες.