Σε ένα περιβάλλον που αλλάζει καθημερινά προς όφελός τους, καθώς πλέον εκτιμάται ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αυξήσει τα επιτόκια πέρα από κάθε προηγούμενη πρόβλεψη, δίνοντας ισχυρή ώθηση στα έσοδα από τόκους, οι ελληνικές τράπεζες αρχίζουν από σήμερα, με πρώτη την Τράπεζα Πειραιώς, να δημοσιοποιούν τα οικονομικά στοιχεία για την πολύ καλή περυσινή χρονιά, αλλά και την «καθοδήγηση» από τις διοικήσεις για το 2023.
Η χρηματιστηριακή αγορά τρέφει μεγάλες προσδοκίες για τις ανακοινώσεις και γενικότερα για την πορεία του τραπεζικού κλάδου, που επιβεβαιώνεται ότι γίνεται ξανά μια «μηχανή» παραγωγής κερδών, αφήνοντας πίσω οριστικά την κακή περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Δεν είναι τυχαίο ότι από το χαμηλό 12μήνου που είχε «γράψει» στις αρχές Ιουλίου ο τραπεζικός δείκτης, έχει καταγράψει άνοδο που ξεπερνά το 100% με τη χθεσινή τιμή κλεισίματος, ενώ στη χθεσινή συνεδρίαση οι αγοραστές αψήφησαν τις εκτιμήσεις για διόρθωση και οδήγησαν τον κλαδικό δείκτη σε άνοδο 2,48%, που ήταν και ο κύριος παράγοντας για την άνοδο του Γενικού Δείκτη κατά 1,63%.
Το πρόγραμμα των ανακοινώσεων από τις τραπεζικές διοικήσεις προβλέπει ότι η αρχή θα γίνει σήμερα από την Τρ. Πειραιώς και θα ακολουθήσει η Eurobank, στις 9 Μαρτίου, ενώ η σειρά της Alpha Bank έρχεται στις 15 Μαρτίου. Η διοίκηση της Εθνικής θα προσδιορίσει τις επόμενες ημέρες την ημερομηνία των δικών της ανακοινώσεων.
Από τις σημερινές ανακοινώσεις της Τρ. Πειραιώς, οι αναλυτές των επενδυτικών περιμένουν να διαπιστώσουν αν υπάρχουν διαφοροποιήσεις προς το καλύτερο, ευχάριστες εκπλήξεις, σε σχέση με τις ήδη αισιόδοξες ανακοινώσεις που έκανε πρόσφατα η διοίκηση της τράπεζας, με τον διευθύνοντα σύμβουλο, Χρ. Μεγάλου, να ανεβάζει τον πήχη για τα κέρδη ανά μετοχή του 2023, μια χρονιά - ορόσημο για την τράπεζα, όπως είπε χαρακτηριστικά, σε 0,45 ευρώ, έναντι αναθεωρημένης πρόβλεψης για 0,37 ευρώ το 2022.
Βέβαιη θεωρείται, σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, μια ανακοίνωση ισχυρής αύξησης του χαρτοφυλακίου δανείων το 2022, με την ίδια δυναμική να διατηρείται το 2023. Στην τελευταία ενημέρωση αναλυτών, ο κ. Μεγάλου είχε προβλέψει επέκταση των χορηγήσεων κατά 1,7 δισ. ευρώ το 2023, αλλά θεωρείται πιθανό ότι η συγκεκριμένη πρόβλεψη θα αναθεωρηθεί ανοδικά, καθώς η τράπεζα συνεχώς ξεπερνά τους στόχους της για τις χορηγήσεις δανείων. Σημειώνεται ότι η μετοχή της Πειραιώς έχει φέτος την πλέον εντυπωσιακή ανοδική δυναμική, με κέρδη που ξεπερνούν το 62% από την αρχή του έτους.
Κλειδί τα επιτόκια της ΕΚΤ
Το περιβάλλον εντός του οποίου οι τραπεζικές διοικήσεις διαμορφώνουν τις προβλέψεις τους για το 2023 μεταβάλλεται συνεχώς με ευνοϊκό τρόπο, δικαιολογώντας τις προσδοκίες της αγοράς για υπερβάσεις των προηγούμενων στόχων που έχουν τεθεί και για θετική αναθεώρηση προβλέψεων. Ο κυριότερος συντελεστής που θα προσδιορίσει τελικά την κερδοφορία των τραπεζών το 2023 είναι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, καθώς, ύστερα από μια μακρά περίοδο μηδενικών/αρνητικών επιτοκίων, η κεντρική τράπεζα δείχνει αποφασισμένη να ανεβάσει πέρα από τις προσδοκίες που υπήρχαν μέχρι πρόσφατα τα βασικά της επιτόκια.
Από αυτή την πλευρά, μπορεί να προέλθουν οι σημαντικότερες ευχάριστες εκπλήξεις από τις ελληνικές τράπεζες, που ευνοούνται περισσότερο από πολλές άλλες τράπεζες της ευρωζώνης από τα υψηλά επιτόκια, καθώς αντλούν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους από τους τόκους και η αύξηση των επιτοκίων τους επιτρέπει να διευρύνουν σημαντικά τα ήδη υψηλά περιθώρια επιτοκίων, τη στιγμή μάλιστα που βρίσκονται σε μια περίοδο ισχυρής αύξησης των χορηγήσεων, πρωτίστως επιχειρηματικών δανείων.
Μέχρι στιγμής, οι υπολογισμοί των τραπεζών γίνονταν με μια συντηρητική εκτίμηση για τα καταληκτικά επιτόκια της ΕΚΤ σε αυτό τον κύκλο «σφιξίματος» της νομισματικής πολιτικής. Οι διοικήσεις περίμεναν μια αύξηση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων ως το 3%, αλλά ο... κινούμενος στόχος όλα δείχνουν ότι θα ανεβεί υψηλότερα και οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν ακόμη καλύτερες προοπτικές αύξησης των εσόδων τους από τόκους.
Είναι χαρακτηριστικό -όπως τονίζεται και σε χθεσινό δημοσίευμα των "FT"- ότι η αγορά swaps επιτοκίων της ευρωζώνης προεξοφλεί πλέον ότι, ως τον Σεπτέμβριο, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων θα έχει εκτιναχθεί στο 3,75% από 2,5% σήμερα, φθάνοντας στο ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί το 2001, όταν το ευρώ έκανε τα πρώτα του βήματα και η ΕΚΤ επιδίωκε να ενισχύσει τη θέση του στις διεθνείς αγορές. Την ίδια ακριβώς εκτίμηση, για 3,75%, διατύπωσαν σε αναλύσεις τους η Deutsche Bank και η Goldman Sachs, ενώ στέλεχος της ABN Amro τόνιζε χαρακτηριστικά στους "FT" ότι είναι περίεργο πώς η ΕΚΤ έχει φθάσει να έχει την εικόνα της αυστηρότερης κεντρικής τράπεζας διεθνώς.
Για τις ελληνικές τράπεζες, αυτή η αύξηση των επιτοκίων εκτιμάται ότι θα έχει κυρίως ευεργετική επίδραση, καθώς θα τους επιτρέψει να αυξήσουν τα περιθώριά τους, την ώρα που δεν θα υπάρχει ιδιαίτερη ανησυχία για σοβαρή αύξηση των «κόκκινων» δανείων, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαφορετική φάση του κύκλου σε σχέση με τις ευρωπαϊκές. Ο αναμενόμενος υψηλός ρυθμός ανάπτυξης (Τράπεζα Πειραιώς και UBS εκτίμησαν πρόσφατα ότι θα μπορούσε να κινηθεί ακόμη και προς το 3%) αποτελεί μια μορφή «θωράκισης» των τραπεζών από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καθώς σε ένα περιβάλλον αύξηση εταιρικών κερδών και εισοδημάτων οι δανειολήπτες δεν θα αισθανθούν έντονα την πίεση από τα υψηλότερα επιτόκια.
Αντίθετος άνεμος από τα έκτακτα έσοδα
Οι εξαιρετικές επιδόσεις των τραπεζών το 2022 οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε μη επαναλαμβανόμενα έσοδα και κέρδη από χρηματοοικονομικές συναλλαγές, δηλαδή από συναλλαγές που σχετίζονται με τα χαρτοφυλάκια ομολόγων που διατηρούν.
Στοιχεία του Εποπτικού Μηχανισμού με βάση τα αποτελέσματα 9μήνου των συστημικών τραπεζών έδειξαν ότι οι ελληνικές τράπεζες «σκαρφάλωσαν» στη δεύτερη θέση της αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων στην ευρωζώνη, με δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων 15,38%, υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης (7,55%). Από τα κέρδη προ φόρων που εμφανίζονται και ανέρχονται σε 2,864 δισ. ευρώ στο 9μηνο του 2022, τα 1,448 δισ. ευρώ προέρχονται από συναλλαγές στις αγορές. Δηλαδή, ποσοστό 50,5% της προ φόρων κερδοφορίας αφορούσε μη επαναλαμβανόμενη κερδοφορία.
Αυτή η δυναμική δεν μπορεί να συνεχισθεί το 2023, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια στην ευρωζώνη ασκούν πίεση στις τιμές των ομολόγων και περιορίζουν τα περιθώρια για κερδοφόρες συναλλαγές στις αγορές. Από την άλλη, βεβαίως, τα ελληνικά ομόλογα, που έχουν τις υψηλότερες αποδόσεις στην ευρωζώνη, έχουν και έναν ισχυρό παράγοντα στήριξης, που δεν είναι άλλος από την αναμενόμενη, ακόμη και μέσα στον Μάρτιο - Απρίλιο, επαναφορά στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης.
Αναλυτές συμφωνούν ότι η τελική κερδοφορία των τραπεζών του 2023 θα επηρεασθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα των τραπεζών να επαναλάβουν φέτος ένα μέρος των περυσινών κερδών από συναλλαγές. Στις νέες συνθήκες, θεωρείται βέβαιο ότι η πολύ υψηλή επίδοση του 2022 από αυτή την πηγή κερδοφορίας δεν μπορεί να επαναληφθεί. Τα πρόσθετα έσοδα από τόκους θα αποτελέσουν ένα καλό αντίβαρο σε αυτές τις απώλειες, οδηγώντας τον κλάδο σε ένα τελικό αποτέλεσμα νέας αύξησης της κερδοφορίας στη χρήση που διανύουμε.