Σε κάποιους δεν έχει γίνει κατανοητό, ωστόσο η απεξάρτηση της χώρας από το λιγνίτη, όχι μόνο έχει ξεκινήσει αλλά και βρίσκεται στη δεύτερη και τελική της φάση.
Το επιβεβαιώνουν τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για το ενεργειακό μείγμα στην ηλεκτροπαραγωγή κατά την διάρκεια της τελευταίας χρονιάς. Συγκρίνοντας τη συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή κατά την περίοδο Μαΐου 2019 - Μαΐου 2020, προκύπτει ότι από το 26% πέρυσι, το μερίδιό του στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας έχει πλέον περιοριστεί στο… 3,5%. Σε ένα δηλαδή χρόνο η χρήση του πάλαι ποτέ εθνικού μας καυσίμου μειώθηκε κατά 90%!
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε προ ημερών για το ενεργειακό μείγμα της χώρας η γενική γραμματέας του υπ. Περιβάλλοντος & Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου, αλλά και η παντελής απουσία των λιγνιτικών μονάδων στη μάχη κατά του καύσωνα των τελευταίων ημερών, έρχονται να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές.
Ο λιγνίτης είναι «κλινικά νεκρός». Οι 14 μονάδες της ΔΕΗ σε Δ.Μακεδονία και Μεγαλόπολη μπορεί επίσημα ακόμη να μην έχουν βάλει λουκέτο, ωστόσο παραμένουν εδώ και πάρα πολλούς μήνες σχεδόν «σβηστές». Η χρήση τους κοστίζει τόσο ακριβά, αφού το κόστος παραγωγής ξεπερνά τα 90 - 100 ευρώ/ η μεγαβατώρα, έναντι 50-55 ευρώ της παραγωγής από φυσικό αέριο και 40-60 ευρώ από ένα νέο φωτοβολταϊκό και αιολικό πάρκο αντίστοιχα, ώστε συμφέρουν περισσότερο κλειστές παρά σε λειτουργία, ακόμη και αν η ΔΕΗ συνεχίζει να πληρώνει τους μισθούς του προσωπικού τους. Καθεστώς που δεν θα συνεχίσει για πολύ ακόμη, καθώς από το Σεπτέμβριο κλείνει οριστικά ο σταθμός στο Αμύνταιο, ακολουθεί μέσα στο 2021 αυτός της Καρδιάς, με χρονοδιάγραμμα να έχουν κλείσει και οι υπόλοιποι έως το τέλος του 2023.
Γιατί παραμένουν ανοικτές;
Κάποιος θα αντέτεινε ότι, αφού είναι έτσι τα πράγματα, γιατί τότε οι μονάδες και τα ορυχεία δεν κλείνουν εδώ και τώρα, αντί η ΔΕΗ να χάνει εκατομμύρια; Σημειωτέων ότι το 2018, η επιχείρηση μπήκε μέσα εξαιτίας της λειτουργίας των λιγνιτικών της μονάδων κατά 200 εκατ. ευρώ, ποσό που πέρυσι έφτασε τα 300 εκατ. ευρώ.
Η απάντηση είναι ότι η επιχείρηση δεν μπορεί ακόμη να τις κλείσει, προτού επιλύσει οριστικά το τι θα γίνει με τους 4.000 εργαζομένους σε μονάδες και ορυχεία. Επομένως, εργοστάσια και ορυχεία παραμένουν ανοικτά, χωρίς όμως να λειτουργούν, επειδή εκκρεμεί η μετάθεση σε άλλες θέσεις της ΔΕΗ όσων από τους εργαζομένους σε ορυχεία και μονάδες θα περισσέψουν από την εθελουσία - έχουν ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον 1.000 άτομα- και όχι επειδή η διατήρησή τους συνδέεται με την ομαλή τροφοδοσία της χώρας σε ενέργεια.
Στους καύσωνες τις κράτησε σβηστές
Είναι χαρακτηριστικό ότι στους καύσωνες των τελευταίων ημερών η ΔΕΗ δεν έριξε στη «μάχη» ούτε μια από τις λιγνιτικές της μονάδες. Κάλυψε τις αυξημένες ανάγκες σε ρεύμα δουλεύοντας στο φουλ τις μονάδες που καίνε φυσικό αέριο και ρίχνοντας στο σύστημα ένα τμήμα των πολύτιμων υδροηλεκτρικών της, παρ’ ότι η φετινή παραγωγή νερών είναι από τις χαμηλότερες των τελευταίων ετών.
Υπάρχει βέβαια ένα «αλλά». Σχετίζεται όχι με την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας, όσο με την κάλυψη του κόστους απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων και ορυχείων, το λεγόμενο “decomissioning”, αλλά και με το τι θα συμβεί μέχρι το οριστικό λουκέτο το 2023.
Ένα εργοστάσιο λιγνίτη, ακόμη και αν δεν συμμετέχει στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας για λόγους κόστους, εντούτοις συνεχίζει να λειτουργεί στα «ελάχιστα», προκειμένου να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να μπει στην «μάχη» αν και εφόσον προκύψει για παράδειγμα κάποια ενεργειακή κρίση. Το γεγονός αυτό από μόνο του έχει ένα κόστος, με την ΔΕΗ να έχει ζητήσει –χωρίς οι Βρυξέλλες να έχουν μέχρι τώρα απαντήσει- να θεσπιστεί μηχανισμός ανάκτησης του κόστους για όσο θα διατηρεί τις μονάδες αυτές εν ζωή, παρότι την ζημιώνουν.
Το ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα αφορά το “decommissioning”. Στην Γερμανία, η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει να διαθέσει ως αποζημίωση στους ενεργειακούς κολοσσούς LEAG και RWE, ποσό 4 δισ ευρώ για το κλείσιμο των εργοστασίων τους που καίνε λιγνίτη. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η κυβέρνηση δεν έχει μέχρι στιγμής ανακοινώσει κάποιο αντίστοιχο πρόγραμμα για την περίπτωση της ΔΕΗ.
Σημειωτέον πάντως ότι στην Γερμανία, ασκείται ήδη κριτική στη συμφωνία, με πράσινους ακτιβιστές να χαρακτηρίζουν υπερβολική την αποζημίωση, να ζητούν πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα που συνυπέγραψαν κυβέρνηση και φορείς εκμετάλλευσης λιγνιτικών μονάδων και να υποστηρίζουν ότι το ποσό αυτό θα κληθούν τελικά να το επωμιστούν οι φορολογούμενοι.