Σε αγώνα δρόμου για την έγκαιρη και επαρκή αποθήκευση λιγνίτη, προκειμένου να διασφαλιστεί η ενεργειακή επάρκεια της χώρας ενόψει του χειμώνα έχει μπει η ΔΕΗ, την ώρα που και άλλες χώρες της Ευρώπης «σπρώχνουν» για αργότερα τα σχέδιά τους για την απανθρακοποίηση του ενεργειακού μείγματός τους. Ωστόσο, τα έως σήμερα δεδομένα δείχνουν πως πρόκειται για μία κούρσα με αβέβαιο αποτέλεσμα, ενώ έτοιμη για παρέμβαση, εφόσον χρειαστεί, εμφανίζεται η κυβέρνηση.
Από την περασμένη άνοιξη, ήδη, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ανακοινώσει πως θα διευρυνόταν η λειτουργία των μονάδων της ΔΕΗ, προκειμένου να αυξηθεί η συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή με δεδομένη την μείωση του φυσικού αερίου. Στο σχέδιο αυτό, που είχε παρουσιαστεί στις αρχές Απριλίου, προβλεπόταν ότι όλες οι διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ θα μπουν σε λειτουργία για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος διακοπής των ροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης ήταν η αύξηση της παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη την επόμενη διετία, με αύξηση της εξόρυξης κατά 50%, ώστε να μειωθεί βραχυπρόθεσμα η εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Προκειμένου να υπάρξει αύξηση της παραγωγής ενέργειας, η νέα,σύγχρονη μονάδα της ΔΕΗ, Πτολεμαΐδα 5 θα λειτουργήσει ως λιγνιτική μέχρι το 2028, ενώ αν χρειάζεται θα μείνουν ανοικτές για μεγαλύτερο διάστημα και οι παλιότερες λιγνιτικές μονάδες του Αγίου Δημητρίου 5 και της Μελίτης.
Η Πτολεμαΐδα 5 αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία σε ένα μήνα. Θα έχει ισχύ 660 MW και χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα συγκριτικά με τις υπόλοιπες μονάδες που λειτουργούν με λιγνίτη. Οι εκπομπές ρύπων θα είναι χαμηλότερες κατά 60% και των σωματιδίων κατά 90%.
Στο πλαίσιο αυτών των σχεδιασμών, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης είχε παρουσιάσει σε σύσκεψη στου Μαξίμου το πλάνο για τον διπλασιασμό της λιγνιτικής παραγωγής της εταιρείας στις 10 τεραβατώρες. Για να συμβεί αυτό η ΔΕΗ είχε ζητήσει την κατά προτεραιότητα ένταξη των λιγνιτικών μονάδων στον ημερήσιο προγραμματισμό για την κάλυψη του φορτίου, δεδομένων των τεχνικών τους χαρακτηριστικών που δεν επιτρέπουν την συνεχή αυξομείωση της παραγωγής τους, τη διασφάλιση επαρκούς χρονικού ορίζοντα ώστε να αποπληρωθούν οι επενδύσεις ύψους 150 εκατ. ευρώ που θα απαιτηθούν για την εντατική εκμετάλλευση των υφιστάμενων λιγνιτωρυχείων και τη διάνοιξη νέων.
Πάντως, σε επιστολή του κ. Στάσση προς τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας τον Σεπτέμβριο σημειωνόταν πως ο προγραμματισμός για τις εξορύξεις για το διάστημα Ιούλιος 2022 - Ιούνιος 2023 έχει «πέσει έξω». Ο επικεφαλής της ΔΕΗ σημειώνει πως θα πρέπει μέσα στο α’ τρίμηνο υλοποίησης του προγράμματος, οι εξορύξεις να αγγίξουν τους 1,15 εκατ. τόνους σε μηνιαία βάση. Άφησε, ωστόσο, ανοιχτό το ενδεχόμενο η παραγωγή να αυξηθεί στα 1,4 εκατ. τόνους τον μήνα τον χειμώνα και να φτάσει τα 1,8 εκατ. στα τέλη του 12μήνου. Ωστόσο, σημειωνόταν στην επιστολή αυτή, το ανοιχτό ζήτημα του λιγνιτωρυχείου της Αχλάδας.
Υπενθυμίζεται πως στα μέσα του Ιουλίου, λύθηκε η σύμβαση μίσθωσης στην εταιρεία Λιγνιτωρυχεία Αχλάδας της οικογένειας Ρόζα, που «έτρεχε» από το 1936 με το ΥΠΕΝ να επικαλείται για την απόφασή του τη «μη τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων της εταιρείας και, ειδικότερα, τη μη καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων». Οι πληροφορίες της αγοράς θέλουν να υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον από μεγάλους ομίλους για τη μίσθωσή του, ωστόσο, τρεις μήνες σχεδόν μετά, ακόμα δεν έχει υπάρξει κάποια οριστική κίνηση προκειμένου να επανεκκινήσει η λειτουργία του.
Ωστόσο, το ότι έχει βγει «εκτός παιχνιδιού» η Αχλάδα δεν είναι το μόνο πρόβλημα για την επίτευξη του σχεδίου αύξησης των αποθεμάτων λιγίτη. Όπως σημειώνει στο BD ο πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, Γιώργος Αδαμίδης αυτή τη στιγμή η πολιτική είναι η μικρή συμμετοχή του λιγνίτη στο μείγμα, όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες, προκειμένου να συγκεντρωθούν όσο μεγαλύτερες ποσότητες γίνεται στο διάστημα αυτό.
Είναι ενδεικτικό ότι μετά την αυξημένη ζήτηση και συμμετοχή του λιγνίτη στο μείγμα τους καλοκαιρινούς μήνες, που τον Ιούλιο έφθανε στο 13,4% και τον Αύγουστο στο 15,9%, το τελευταίο διάστημα κινείται στο 5%. Ωστόσο, όπως λέει ο κ. Αδαμίδης και πάλι οι ποσότητες αυτές δεν θα είναι αρκετές καθώς δεν υπάρχει το απαραίτητο προσωπικό αλλά και τα κατάλληλα μηχανήματα προκειμένου μπορεί να φθάνει η εξόρυξη στο μέγιστο δυνατό, που είναι οι 40.000 τόνοι ημερησίως. Όπως επισημαίνει, τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει 4.500 εργαζόμενοι στην παραγωγή και εξόρυξη λιγνίτη και υπογραμμίζει πως δεν έχει υπάρξει καμία κινητικότητα για αύξηση του προσωπικού.
Πάντως, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας δήλωσε πρόσφατα αισιόδοξος πως η ΔΕΗ θα καταφέρει να φτάσει τον στόχο του 17-20% στην παραγωγή του λιγνίτη κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών που οι καιρικές συνθήκες θα οδηγήσουν σε αυξημένη ζήτηση ενέργειας. Ωστόσο, τόνισε πως, εάν υπάρξει η ανάγκη, τότε το ΥΠΕΝ θα προβεί σε παρεμβάσεις στα ορυχεία όπου εντοπίζονται ζητήματα, χωρίς, ωστόσο, να αναφερθεί συγκεκριμένα στο σχέδιο αντιμετώπισης του ζητήματος.
Καθυστερεί την απολιγνιτοποίηση η Γερμανία
Την ίδια ώρα, καθυστερεί τον στόχο της για απολιγνιτοποίηση η Γερμανία, με τη RWE να ανακοινώνει το νέο στόχο για το 2030 επεκτείνοντας τις δραστηριότητές της σε δύο λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής μέχρι το τέλος του επόμενου χειμώνα για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της χειρότερης ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη εδώ και δεκαετίες.
Σύμφωνα με το Bloomberg, η εταιρεία δεν θα λάβει καμία κυβερνητική αποζημίωση για την επιτάχυνση της εξόδου από τον άνθρακα σε αντίθεση με προηγούμενες διαπραγματεύσεις. Η λειτουργία των δύο μονάδων θα παραταθεί έως τον Μάρτιο του 2024 για να διευκολυνθεί η εξάρτηση της Γερμανίας από τις προμήθειες φυσικού αερίου. Η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει για περαιτέρω παράταση έως και το τέλος Μαρτίου 2025, το αργότερο. Αυτό θα πρέπει να οριστικοποιηθεί τον επόμενο χρόνο.
Με όλο και περισσότερες χώρες να στρέφονται στα ορυκτά καύσιμα τους τελευταίους μήνες, έκθεση του Think tank Ember που έχει μελετήσει δεδομένα από 75 χώρες που αποτελούν το 90% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας, οι εκπομπές από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έχουν αυξηθεί κατά 1,7%, ή 133 εκατ. τόνους, τους πρώτους οκτώ μήνες του τρέχοντος έτους. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης σημειώθηκε τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, καθώς η παραγωγή είχε μείνει αμετάβλητη το πρώτο εξάμηνο σε σχέση με το προηγούμενο έτος.