Σε οριακή αναθεώρηση των προβλέψεών του για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας προχωρά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την ενημερωμένη έκδοση του World Economic Outlook, αυξάνοντας ελαφρώς (0,3%) την πρόβλεψη για την ανάπτυξη του 2021, αλλά σημειώνει ότι διατηρείται έντονη αβεβαιότητα για τις οικονομικές προοπτικές και συνιστά στα κράτη να συνεχίσουν να παρέχουν στήριξη στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, αν και υπογραμμίζει ότι για το μέλλον θα πρέπει να εφαρμοσθούν αξιόπιστα δημοσιονομικά σχέδια, προκειμένου να μειωθεί το χρέος.
Όπως αναφέρει η Γκίτα Γκόπινατ, επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, σε άρθρο της στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ, μέσα σε μόλις τρεις μήνες από τότε που κυκλοφόρησε η τελευταία πρόβλεψή μας, τον Οκτώβριο, καταγράφονται διπλάσιοι θάνατοι από COVID-19, που έχουν ξεπεράσει τα 2 εκατομμύρια, ενώ παράλληλα νέα εμβόλια έχουν σημειώσει απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία και ορισμένες χώρες έχουν αρχίσει φιλόδοξα προγράμματα εμβολιασμού. Πολλά εξαρτώνται τώρα από το αποτέλεσμα αυτού του αγώνα μεταξύ ενός μεταλλαγμένου ιού και των εμβολίων για τον τερματισμό της πανδημίας, καθώς και από την ικανότητα των πολιτικών να παρέχουν αποτελεσματική υποστήριξη μέχρι να συμβεί αυτό.
Σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές, τονίζει ότι εξακολουθεί να υπάρχει τεράστια αβεβαιότητα, ενώ οι προοπτικές διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών. Με τη νεότερη πρόβλεψη του Ταμείου εκτιμάται ότι η παγκόσμκια ανάπτυξη το 2021 θα ανέλθει στο 5,5%, δηλαδή 0,3% πάνω από την προηγούμενη πρόβλεψη. Το 2022, ο ρυθμός ανάπτυξης θα μετριασθεί σε 4,2%.
Η αναβάθμιση για το 2021 αντανακλά τις θετικές επιδράσεις της έναρξης εμβολιασμών σε ορισμένες χώρες, την πρόσθετη στήριξη της πολιτικής στο τέλος του 2020 σε οικονομίες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία και την αναμενόμενη αύξηση των δραστηριοτήτων έντασης επαφών, καθώς υποχωρεί η κρίση στον τομέα της υγείας. Ωστόσο, τονίζει η επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, οι θετικές επιπτώσεις αντισταθμίζονται εν μέρει από μια κάπως χειρότερη προοπτική για το άμεσο μέλλον, καθώς τα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης της δραστηριότητας του ιού ασκούν πίεση στην οικονομική δραστηριότητα.
Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα γύρω από αυτή την πρόβλεψη, επισημαίνει. Μεγαλύτερη επιτυχία με τους εμβολιασμούς και τις θεραπείς, καθώς και πρόσθετη υποστήριξη των οικονομιών από τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να βελτιώσουν τα αποτελέσματα. Αντίθετα, η αργή πρόοδος των εμβολιασμών, οι μεταλλάξεις του ιού και η πρόωρη απόσυρση των μέτρων στήριξης μπορεί να επιδεινώσουν τα αποτελέσματα. Εάν οι καθοδικοί κίνδυνοι υλοποιηθούν, η σύσφιξη των οικονομικών συνθηκών θα μπορούσε να ενισχύσει την ύφεση, σε μια εποχή που το δημόσιο και εταιρικό χρέος βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ παγκοσμίως, προειδοποιεί το Ταμείο.
Η Γκόπινατ τονίζει ότι η ύφεση του 2020 είναι τελικά ελαφρώς μικρότερη από όσο προέβλεπε το Ταμείο (-3,5% έναντι 4,4%), αλλά σημειώνει ότι και πάλι πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση της παγκόσμιας οικονομίας από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης του μεσοπολέμου. Πάνω από 150 οικονομίες αναμένεται να έχουν κατά κεφαλήν εισόδημα κάτω από τα επίπεδα του 2019 το 2021. Ο αριθμός αυτός μειώνεται μόνο σε μικρό βαθμό, σε περίπου 110 οικονομίες, το 2022. Για την περίοδο 2020 - 2025, η προβλεπόμενη σωρευτική απώλεια παραγωγής θα φθάσει τα 22 τρισεκατομμύρια δολάρια, σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν πριν την πανδημία.
Η ισχύς της προβλεπόμενης ανάκαμψης ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών, με μεγάλες διαφορές στις προβλεπόμενες απώλειες παραγωγής σε σχέση με τις προβλέψεις πριν από το COVID. Η Κίνα επέστρεψε στο προβλεπόμενο προ πανδημίας επίπεδό της το τέταρτο τρίμηνο του 2020, πρώτη από όλες τις μεγάλες οικονομίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προβλέπεται να ξεπεράσουν τα επίπεδα προ του COVID φέτος, πολύ νωρίτερα από τη ζώνη του ευρώ.
Δεδομένου ότι οι προηγμένες οικονομίες αναμένεται γενικά να ανακάμψουν ταχύτερα, η πρόοδος που έχει σημειωθεί προς τη σύγκλιση κατά την τελευταία δεκαετία κινδυνεύει να αντιστραφεί. Πάνω από το 50% των αναδυόμενων αγορών και των αναπτυσσόμενων οικονομιών που συγκλίνουν την τελευταία δεκαετία προς τις προηγμένες οικονομίες σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν εισόδημα, αναμένεται να αποκλίνουν κατά την περίοδο 2020-2022.
Η ταχύτερη ανάκαμψη στις προηγμένες οικονομίες οφείλεται εν μέρει στην πιο επεκτατική στήριξη της πολιτικής τους και στην ταχύτερη πρόσβαση σε εμβόλια σε σχέση με πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Οι εξαγωγείς πετρελαίου και οι οικονομίες που βασίζονται στον τουρισμό αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα δύσκολες προοπτικές, δεδομένων των συγκρατημένων προοπτικών για τις τιμές του πετρελαίου και της αναμενόμενης αργής εξομάλυνσης των διασυνοριακών ταξιδιών.
Ακόμη και εντός των χωρών το βάρος της κρίσης έχει κατανεμηθεί άνισα μεταξύ των ομάδων και έχει αυξήσει την ανισότητα. Οι εργαζόμενοι με λιγότερη εκπαίδευση, η νεολαία, οι γυναίκες και όσοι εργάζονται με ανεπίσημες μορφές απασχόλησης έχουν υποστεί δυσανάλογες απώλειες εισοδήματος. Περίπου 90 εκατομμύρια άτομα αναμένεται να εισέλθουν σε ακραία φτώχεια κατά την 2020-21, αντιστρέφοντας τις τάσεις των τελευταίων δύο δεκαετιών.
Τι πρέπει να κάνουν οι κυβερνήσεις
Σε ό,τι αφορά τις πολιτικές για την ενίσχυση της ανάκαμψης, το ΔΝΤ τονίζει ότι πρέπει να οδηγήσουν σε «πράσινη» ανάπτυξη με λιγότερες ανισότητες. Εάν τα εμβόλια και οι θεραπείες παραμένουν αποτελεσματικά κατά των νέων στελεχών του ιού, μπορεί να είμαστε σε θέση να βγούμε από αυτή την κρίση με λιγότερες ουλές από ό,τι φοβόμαστε αρχικά και να περιοριστούν οι αποκλίσεις των προοπτικών διαφορετικών οικονομιών και κοινωνικών ομάδων σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Ωστόσο, αυτό θα απαιτήσει πολύ περισσότερα στο μέτωπο της πολιτικής, όπως υπογραμμίζει η Γκ. Γκόπινατ:
- Πρώτον, η διεθνής κοινότητα πρέπει να δράσει γρήγορα για να εξασφαλίσει ταχεία και ευρεία παγκόσμια πρόσβαση σε εμβολιασμούς και θεραπείες, προκειμένου να διορθώσει τη βαθιά ανισότητα στην πρόσβαση που υπάρχει επί του παρόντος. Η ταχύτερη πρόοδος για τον τερματισμό της κρίσης υγείας θα αυξήσει το παγκόσμιο εισόδημα σωρευτικά κατά 9 τρισ. δολάρια την περίοδο 2020-25, με οφέλη για όλες τις χώρες.
- Δεύτερον, θα πρέπει να διατηρηθούν στοχευμένες οικονομικές πολιτικές στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, για να αποτραπούν και οι πτωχεύσεις των κατά τα άλλα βιώσιμων επιχειρήσεων και να γίνει δυνατή η ταχύτερη ανάκαμψη μετά την άρση των περιορισμών. Σε χώρες όπου ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος, οι δαπάνες θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα την υγεία και εισοδηματικές ενισχύσεις στους φτωχούς. Όσο αρχίζει να ξεπερνιέται η κρίση υγείας, τα μέτρα στήριξης μπορούν σταδιακά να αντιστρέφονται, καθιστώντας τις παραμέτρους τους λιγότερο γενναιόδωρες, ώστε ενισχυθεί η κινητικότητα της εργασίας και να μειωθεί ο κίνδυνος από τις επιχειρήσεις «ζόμπι», που μπορούν να επηρεάσουν την παραγωγικότητα. Εάν το επιτρέπει ο χώρος πολιτικής, οι πόροι που ελευθερώνονται μπορούν να ανακατανεμηθούν για να υποστηρίξουν την ανάκαμψη. Οι τομείς προτεραιότητας περιλαμβάνουν τις δαπάνες εκπαίδευσης, την ψηφιοποίηση και τις πράσινες επενδύσεις.
- Τρίτον, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα πρέπει να διασφαλιστεί σε αυτούς τους εξαιρετικά αβέβαιους καιρούς. Η νομισματική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει διευκολυντική για τη στήριξη της ανάκαμψης καθώς δεν υπάρχει απειλή από τον πληθωρισμό, με ιδιαίτερη προσοχή στον περιορισμό των κινδύνων που ενδέχεται να προκύψουν από τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Όταν αποσυρθούν τελικά τα μέτρα για την πανδημία, όπως οι αναστολές στις πληρωμές δανείων, πιθανότατα θα υπάρξει αύξηση των πτωχεύσεων και των μη εξυπηρετούμενων δανείων που μπορούν να ωθήσουν τα ήδη εύθραυστα τραπεζικά συστήματα σε κίνδυνο. Οι χώρες θα πρέπει να αναπτύξουν ειδικά εξωδικαστικά πλαίσια αναδιάρθρωσης για να επιταχύνουν τις διαδικασίες πτώχευσης, ώστε να διασφαλίσουν ότι δεν θα μειωθεί η δημιουργία πιστώσεων. Οι δημοσιονομικές δαπάνες και η κατάρρευση της παραγωγής έχουν οδηγήσει τα επίπεδα του παγκόσμιου δημόσιου χρέους σε επίπεδα ρεκόρ. Ενώ τα χαμηλά επιτόκια παράλληλα με την προβλεπόμενη ανάκαμψη της ανάπτυξης το 2021 θα σταθεροποιήσουν τα επίπεδα χρέους σε πολλές χώρες, όλα θα επωφεληθούν από ένα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει ότι το χρέος παραμένει βιώσιμο.
- Τέλος, η διεθνής κοινότητα πρέπει να κάνει περισσότερα για να βοηθήσει τα φτωχότερα έθνη να καταπολεμήσουν την κρίση και να μην μείνουν πολύ πίσω στην επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης. Η απότομη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες βελτίωσε τις συνθήκες χρηματοδότησης για πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Ωστόσο, υπάρχουν και χώρες που χρειάζονται περαιτέρω διεθνή στήριξη με τη μορφή επιχορηγήσεων, δανείων με ευνοϊκούς όρους και ελάφρυνσης του χρέους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, οριστική αναδιάρθρωση του χρέους στο πλαίσιο του νέου κοινού πλαισίου που συμφωνήθηκε από την G-20.