Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών μία από τις ισχυρές τάσεις στην παγκόσμια οικονομία ήταν η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης της μεσαίας τάξης, ιδιαίτερα στις αναδυόμενες αγορές. Η αύξηση των εισοδημάτων οδηγούσε σε αντίστοιχη ενίσχυση της κατανάλωσης, έναν από τους βασικούς παράγοντες στήριξης για την παγκόσμια ανάπτυξη, ενώ βασισμένες σε αυτήν την τάση τόσο οι πολυεθνικές εταιρείες όσο οι διαχειριστές κεφαλαίων σχεδίαζαν την πολιτική τους.
Όμως ξέσπασε η πανδημία του κορονοϊού και άλλαξαν τα πάντα, όχι μόνο στην καθημερινότητα, αλλά και στις συνθήκες διαβίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων ανά την υφήλιο. Σύμφωνα, μάλιστα, με έρευνα του Pew Research κατά τη διάρκεια του 2020, περισσότεροι από 150 εκατ. άνθρωποι ανά την υφήλιο «έχασαν τη θέση τους» ως μεσαία τάξη. Προκειμένου να γίνει μία σύγκριση για το μέγεθος της πτώσης, αρκεί να σημειωθεί ότι αυτός ο αριθμός είναι ισοδύναμος με τον πληθυσμό Γερμανίας και Βρετανίας.
Η πορεία συρρίκνωσης της μεσαίας τάξης το 2020 σε διεθνές επίπεδο
Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι οι οικονομολόγοι διαφωνούν αρκετά ως προς το επίπεδο του εισοδήματος που μπορεί να καθορίσει αυτό που λέμε μεσαία τάξη, η οποία ούτως ή άλλως -όπως συμβαίνει και με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις- αποτελεί τη ραχοκοκαλιά μίας οικονομίας. Το Pew Institute κατέληξε στο παραπάνω συμπέρασμα λαμβάνοντας υπόψη του τον ορισμό της μεσαίας τάξης ως τους ανθρώπους οι οποίοι έχουν εισόδημα από 10 έως 20 δολάρια ημερησίως για 8ωρη εργασία και με αυτόν τον τρόπο φρόντισε να εξαλείψει τις διαφορές στην αγοραστική δύναμη μεταξύ των χωρών, με αποτέλεσμα βάση για τις έρευνές του να αποτελούν περί τα 2,5 δισ. ανθρώπων διεθνώς.
Παράλληλα δημιούργησε και μία δεύτερη κατηγορία, την «upper middle class», δηλαδή όσους λαμβάνουν από 20 έως 50 δολάρια ημερησίως. Άλλα ερευνητικά ινστιτούτα όπως για παράδειγμα το Brookings δημιουργεί μία πιο ευρεία κλίμακα, θεωρώντας ότι ως μεσαία τάξη μπορούν να χαρακτηρισθούν όσοι λαμβάνουν από 10 έως 100 δολάρια ημερησίως, έχοντας ως βασικό στόχο να συμπεριλάβει στις μετρήσεις τους και τους Αμερικανούς εργαζόμενους, οι οποίοι λαμβάνουν αρκετά πιο υψηλά ημερομίσθια.
Σε μία ίσως φυσιολογική εξέλιξη η μεγαλύτερη πτώση σημειώνεται στις αναδυόμενες αγορές, ενώ αρκετό προβληματισμό δημιουργεί το γεγονός ότι μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και η Ινδία, μία οικονομία που όπως η Κίνα, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική για τις διεθνείς ισορροπίες σε όλα τα επίπεδα. Αντίθετα η Κίνα, που βάσει του τρόπου μέτρησης του Pew «φιλοξενεί» το 1/3 της διεθνούς μεσαίας τάξης, κατορθώνει να ξεπεράσει πολύ πιο γρήγορα τις αρνητικές συνέπειες της πανδημίας.
Σύμφωνα με την επικαιροποιημένη έκθεση World Economic Outlook του ΔΝΤ, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές της εβδομάδας, το παγκόσμιο ΑΕΠ το 2024 θα είναι κατά 3% χαμηλότερο σε σύγκριση με την πορεία του εάν δεν είχε εμφανιστεί η πανδημία. Βασική αιτία το γεγονός ότι οι αναδυόμενες αγορές δεν διαθέτουν κεφάλαια ανάλογα με αυτά των ΗΠΑ ή των κρατών - μελών της ΕΕ προκειμένου να στηρίξουν τις οικονομίες τους από την κρίση που προκαλεί ο κορονοϊός.
Οι αποκλίσεις που καταγράφονται, βάσει στοιχείων του Bloomberg Economics, είναι ιδιαίτερα έντονες. Για παράδειγμα η Ινδία θα κλείσει το 2021 με την αξία του ΑΕΠ της κατά 5,1% χαμηλότερα σε σύγκριση με αυτή που θα ήταν εάν δεν υπήρχε η πανδημία. Για την Ινδονησία το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει στο 9,2%, ενώ για τις ΗΠΑ περιορίζεται στο 1,6%.
Την ίδια ώρα η Κάρμεν Ράινχαρντ, επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, τονίζει ότι η παγκόσμια οικονομία μόλις άρχισε να αντιμετωπίζει τις «παράπλευρες απώλειες» της πανδημίας και τονίζει ότι είναι ακόμη νωρίς και πιθανώς μεγάλο λάθος να θεωρηθεί ως δεδομένη μία διαρκής αναπτυξιακή πορεία.
Στις πιο φτωχές χώρες η πρόσβαση σε εμβόλια είναι πολύ πιο περιορισμένη σε σύγκριση με τις πλουσιότερες, γεγονός το οποίο πέραν των κοινωνικών έχει και οικονομικές συνέπειες. Η Ράινχαρντ τονίζει ότι σε αρκετές αναδυόμενες οικονομίες οι τράπεζες έχουν «παγώσει» τη χρηματοδότηση τόσο των καταναλωτών όσο και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, φοβούμενες ότι θα βρεθούν αντιμέτωπες με ένα νέο κύμα «κόκκινων δανείων».
Όμως και οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν είναι αλώβητες. Η οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας εκφράζει την ανησυχία ότι σε κάποιες εξ αυτών μπορεί να χρειαστεί, μετά το πέρας της πανδημίας, η επιβολή νέων προγραμμάτων λιτότητας εξαιτίας της διόγκωσης των χρεών τους.