Η εξάρτηση από το χρέος για την τόνωση της ζήτησης θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία, όπως σημειώνει σε blog του στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ, ο Α. Μίαν, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον.
Επισημαίνει ότι όπως ακριβώς στη φύση υπάρχει ισορροπία το ίδιο ισχύει ή θα πρέπει να ισχύει και σε μία οικονομία, με ισορροπία μεταξύ κερδών και δαπανών. Όμως αυτό δεν ισχύει με αποτέλεσμα η παγκόσμια οικονομία να έχει εισέλθει σε έναν κύκλο υπερχρέωσης, με το σπάσιμο αυτού του κύκλου να είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Η υπερχρέωση είναι το προϊόν μιας διαρκώς αυξανόμενης συσσώρευσης δανεισμού από τους καταναλωτές και τις κυβερνήσεις. Για παράδειγμα, το συνολικό χρέος ήταν περίπου 140% του ΑΕΠ μεταξύ 1960 και 1980 στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά έκτοτε έχει υπερδιπλασιαστεί - σε 300% του ΑΕΠ. Η ίδια τάση ισχύει παγκοσμίως. Στην πραγματικότητα, ούτε καν η Μεγάλη Ύφεση του 2008 -η οποία από πολλές απόψεις ήταν αποτέλεσμα της υπερβολής του δανεισμού- δεν μπόρεσε να βάλει φρένο στην αδυσώπητη ανοδική πορεία του χρέους. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι το 2008 αντανακλούσε απλώς κάποιο ατυχές πολιτικό σφάλμα. Η συσσώρευση χρέους που οδήγησε στην κρίση του 2008 προήλθε από βαθιές διαρθρωτικές ανισορροπίες στην οικονομία. Οι ανισορροπίες αυτές εξακολουθούν να υφίστανται, όπως και οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτές.
Αιτίες των ανισορροπιών
Υπάρχουν δύο κύριες δυνάμεις πίσω από την άνοδο των ανισορροπιών που δημιούργησαν τον υπερκύκλο χρέους: το πλεόνασμα αποταμίευσης των πλουσίων και το παγκόσμιο πλεόνασμα αποταμίευσης.
Το πλεόνασμα αποταμίευσης των πλουσίων είναι συνέπεια της αυξανόμενης ανισότητας. Το μερίδιο του διαθέσιμου εισοδήματος που πηγαίνει στους πολύ πλούσιους (ανώτατο 1%) αυξάνεται σταθερά από το 1980. Δεδομένου ότι οι πλούσιοι τείνουν επίσης να αποταμιεύουν ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους, η αύξηση της ανισότητας έχει οδηγήσει σε ένα μεγάλο πλεόνασμα αποταμιεύσεων που συσσωρεύουν οι πολύ πλούσιοι.
Το παγκόσμιο πλεόνασμα αποταμίευσης οφείλεται σε μια ομάδα χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, που ουσιαστικά μιμούνται το φαινόμενο του πλεονάσματος αποταμίευσης των πλουσίων. Οι χώρες αυτές κερδίζουν μεγαλύτερο μερίδιο του παγκόσμιου εισοδήματος και επίσης αποταμιεύουν με πολύ υψηλότερο ρυθμό μέσω διαφόρων κυβερνητικών θεσμών, όπως οι κεντρικές τράπεζες και τα κρατικά ταμεία διαχείρισης πλούτου. Η συνδυασμένη συνέπεια αυτών των δύο ανισορροπιών είναι η αύξηση των χρηματοοικονομικών πλεονασμάτων, τα οποία έχουν χρηματοδοτήσει τον παγκόσμιο υπερκύκλο χρέους.
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο διαμεσολάβησης: παίρνει χρηματοοικονομικά πλεονάσματα από πλούσιους ιδιώτες και χώρες και τα δανείζει σε διάφορα τμήματα της οικονομίας. Ένας καλά λειτουργικός χρηματοπιστωτικός τομέας θα διοχέτευε τα χρηματοοικονομικά πλεονάσματα σε παραγωγικές επενδύσεις, όπως η κατασκευή και συντήρηση υποδομών και η ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Κάθε χρέος που προκύπτει από έναν τέτοιο παραγωγικό δανεισμό θα είναι φυσικά βιώσιμο, επειδή οι αποδόσεις από τις επενδύσεις θα το αποπληρώνουν. Δυστυχώς, ένα βασικό χαρακτηριστικό του υπερκύκλου χρέους είναι η αποτυχία του να χρηματοδοτήσει παραγωγικές επενδύσεις. Για παράδειγμα, παρόλο που το συνολικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει υπερδιπλασιαστεί, οι πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παρέμειναν στάσιμες ή και μειώθηκαν τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες.
Αντί να χρηματοδοτεί επενδύσεις, ο υπερκύκλος χρέους χρηματοδότησε κυρίως τη μη παραγωγική κατανάλωση των νοικοκυριών και των κυβερνήσεων. Το αν το χρέος χρηματοδοτεί την κατανάλωση ή τις επενδύσεις δεν αποτελεί πρόβλημα βραχυπρόθεσμα, διότι και τα δύο συμβάλλουν στη συνολική ζήτηση με τον ίδιο τρόπο.
Ωστόσο, η κατανάλωση που χρηματοδοτείται από το χρέος έχει διαφορετικές επιπτώσεις μακροπρόθεσμα, όταν οι χρεωμένοι καταναλωτές αποπληρώνουν τους δανειστές τους. Οι δανειολήπτες μπορούν να αποπληρώσουν το χρέος τους μόνο με μείωση της κατανάλωσης, γεγονός που επιβαρύνει τη συνολική ζήτηση, καθώς οι αποταμιευτές είναι λιγότερο πρόθυμοι να δαπανήσουν τα αποπληρωθέντα κεφάλαια για κατανάλωση.
Η επίδραση από τα χαμηλά επιτόκια
Η υπερχρεωμένη ζήτηση συμπαρασύρει έτσι τη συνολική ζήτηση προς τα κάτω μακροπρόθεσμα. Η οικονομία προσπαθεί να αντισταθμίσει αυτή την καθοδική πίεση πιέζοντας επίσης προς τα κάτω τα επιτόκια.
Τα χαμηλότερα επιτόκια συμβάλλουν στην ελάφρυνση του βάρους εξυπηρέτησης του χρέους για τους δανειολήπτες και ωθούν τη συνολική ζήτηση ξανά προς τα πάνω. Κατά συνέπεια, η άνοδος του υπερκύκλου χρέους συνδέεται και με μια επίμονη πτώση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Για παράδειγμα, το 10ετές πραγματικό επιτόκιο των ΗΠΑ έχει μειωθεί από περίπου 7% στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε μηδενικές ή ακόμη και αρνητικές τιμές τα τελευταία χρόνια. Μια ατυχής συνέπεια της πτώσης των μακροπρόθεσμων επιτοκίων είναι ότι οι αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων τείνουν να αυξάνονται, γεγονός που επιδεινώνει περαιτέρω την ανισότητα.
Εν ολίγοις, οι αυξανόμενες ανισορροπίες που εντοπίζονται στους πολύ πλούσιους και σε ορισμένες χώρες έχουν δημιουργήσει έναν παγκόσμιο υπερκύκλο χρέους που χρηματοδοτεί σε μεγάλο βαθμό τη μη παραγωγική υπερχρεωμένη ζήτηση. Αυτό το σημαντικό χαρακτηριστικό του υπερβολικού χρέους ωθεί τα μακροπρόθεσμα επιτόκια προς τα κάτω, γεγονός που επιδεινώνει περαιτέρω την αυξανόμενη ανισότητα του πλούτου.
Μια εξίσου ανησυχητική πτυχή του πολύ υψηλού χρέους είναι ότι οι πραγματικές επενδύσεις δεν έχουν αυξηθεί παρά τη μεγάλη πτώση των επιτοκίων και τα άφθονα χρηματοοικονομικά πλεονάσματα. Οι υπερκύκλοι χρέους αντικατοπτρίζουν προβλήματα από την πλευρά της ζήτησης, με την αύξηση της ανισότητας και το πλεόνασμα αποταμίευσης των πλουσίων, και προβλήματα από την πλευρά της προσφοράς, με μια εξαιρετικά περιοριστική επενδυτική αντίδραση παρά τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και την άφθονη χρηματοδότηση.
Τρωτά σημεία της παγκόσμιας οικονομίας
Ποιους κινδύνους εγκυμονεί ο υπερκύκλος χρέους για την παγκόσμια οικονομία; Μια οικονομία που βασίζεται σε μια συνεχή προσφορά νέου χρέους για τη δημιουργία ζήτησης είναι πάντα ευάλωτη σε διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές επιβραδύνσεις. Αυτό συνέβη το 2008 με το χρέος των νοικοκυριών.
Έκτοτε, η οικονομία στηρίζεται περισσότερο στο δημόσιο χρέος για τη δημιουργία ζήτησης. Οι κυβερνήσεις στις προηγμένες οικονομίες μπορούν συχνά να δανείζονται με επιτόκιο χαμηλότερο από τον ρυθμό ανάπτυξής τους, γεγονός που τις διευκολύνει να διατηρούν τον υπερκύκλο χρέους και να κρατούν την οικονομία σε καλή πορεία. Αλλά η εξάρτηση από τον συνεχή κρατικό δανεισμό είναι πολιτικά επικίνδυνη, επειδή βασίζεται στη συνεχή σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι πρόσφατες αυξήσεις των επιτοκίων σε πολλές χώρες καταδεικνύουν ότι αυτή η εξάρτηση δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.
Τελικά η οικονομία πρέπει να βρει έναν τρόπο να επαναφέρει την ισορροπία και να αντιστρέψει τον υπερκύκλο χρέους. Αυτό απαιτεί διαρθρωτικές αλλαγές ώστε η ανάπτυξη να είναι πιο δίκαιη, γεγονός που θα μειώσει φυσικά το περιθώριο για ανισορροπίες.
Υπάρχει επίσης ένας φυσικός ρόλος της φορολογικής πολιτικής για την επανεξισορρόπηση της οικονομίας. Για παράδειγμα, η φορολόγηση του πλούτου πέραν ενός ορισμένου ορίου μπορεί να προωθήσει περισσότερες δαπάνες από τους πολύ πλούσιους. Αυτό με τη σειρά του θα μείωνε το πλεόνασμα αποταμίευσης των πλουσίων που χρηματοδοτεί τον αντιπαραγωγικό κύκλο του χρέους.
Τέλος, οι μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς, όπως η άρση των περιορισμών στις νέες κατασκευές, η προώθηση του ανταγωνισμού και η τόνωση των δημόσιων επενδύσεων, μπορούν να συμβάλουν στη διεύρυνση των επενδυτικών ευκαιριών, ώστε το χρέος να χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις και όχι μη παραγωγική υπερχρεωμένη ζήτηση.
Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο ανταποκρίνονται στα δεινά του υπερβολικού χρέους με παραδοσιακά δημοσιονομικά και νομισματικά εργαλεία. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, τα εργαλεία αυτά είναι σχεδιασμένα μόνο για την αντιμετώπιση προσωρινών κυκλικών προβλημάτων και όχι διαρθρωτικών προβλημάτων, όπως οι μακροχρόνιες ανισορροπίες. Για παράδειγμα, η χαλαρότερη νομισματική πολιτική μπορεί να συμβάλει στην τόνωση της ζήτησης βραχυπρόθεσμα, επιτρέποντας στους δανειολήπτες να δανειστούν λίγο περισσότερο. Αλλά τελικά μια τέτοια υπερχρεωμένη ζήτηση θα τραβήξει την οικονομία και πάλι προς τα κάτω.