Για δεκαετίες η Κίνα θεωρούνταν οι αγορά – τόσο από τις δυτικές εταιρείες όσο και για τις κινεζικές- που ήταν ο βασικός τους στόχος. Ταυτόχρονα το χαμηλό μισθολογικό κόστος καθιστούσε την καθιστούσε το κέντρο μεταποίησης του πλανήτη, ενώ παρά τις ανησυχίες που εκφράζονται, οι κινεζικές εταιρείες μέχρι πρότινος δεν είχαν μεγάλη παρουσία εκτός της δικής τους αγοράς.
Όπως σημειώνει ο Economist τα κέρδη των κινεζικών εταιρειών από τις ξένες αγορές ήταν 1,5 τρισ. δολάρια το 2023, ενώ την ίδια ώρα οι εισηγμένες αμερικανικές επιχειρήσεις είχαν αντίστοιχα έσοδα 5,8 τρισ. δολάρια και οι ευρωπαϊκές έφθασαν στα 6,4 τρισ. δολάρια.
Το σύνολο των άμεσων ξένων επενδύσεων της Κίνας ήταν ισοδύναμο με μόλις το 17% του ΑΕΠ της πέρυσι, σε σύγκριση με το 34% για την Αμερική και το 49% για τη Γερμανία. Πολλές από αυτές τις επενδύσεις, εξάλλου, επικεντρώθηκαν στην εξασφάλιση πρόσβασης σε πρώτες ύλες ή στην απόκτηση ξένης πνευματικής ιδιοκτησίας. Ακόμα και η ιδιότητα της Κίνας ως του μεγαλύτερου εξαγωγέα στον κόσμο είναι ελαφρώς παραπλανητική: ένα μεγάλο, αν και συρρικνούμενο, μερίδιο από αυτά που στέλνει στο εξωτερικό παράγεται από ξένες επιχειρήσεις.
Αυτή η τάση εσωστρέφειας μοιάζει να αλλάξει έστω και με αργό ρυθμό, με αύξηση των επενδύσεων αντί για κατασκευή μονάδων και όχι για εξαγορές. Οι επενδύσεις στο εξωτερικό από τις κινεζικές εταιρείες έφθασε στα 162 δισ. το 2023 από 50 δισ. το 2022. Αυτή η επέκταση προς τα έξω αντανακλά τη φθίνουσα γοητεία της εγχώριας οικονομίας της Κίνας. Δεν αναπτύσσεται πλέον τόσο ισχυρά όσο στο παρελθόν. Ακόμη και αν εξαιρέσουμε τον προβληματικό τομέα των ακινήτων, η μέση απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου για τις εισηγμένες μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις της Κίνας έφθασε 4,9% πέρυσι, σε σύγκριση με 6,6% για τις ευρωπαϊκές εταιρείες και 8,7% για τις αμερικανικές.
Ως εκ τούτου οι κινεζικοί όμιλοι αναζητούν την ανάπτυξή τους στις ξένες αγορές, καθώς θα ήθελαν να αυξήσουν τις πωλήσεις στις πλούσιες χώρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα τρία τέταρτα των καταναλωτικών δαπανών εκτός Κίνας. Η επέκταση σε αυτές τις αγορές, ωστόσο, έχει γίνει δύσκολη για τις κινεζικές επιχειρήσεις, καθώς η πολιτική διάθεση έχει στραφεί εναντίον τους. Οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν υποστεί βαριές δασμολογικές επιβαρύνσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Δυτικοί πολιτικοί γκρινιάζουν για τη Shein και την Temu, δύο ταχέως αναπτυσσόμενες εταιρείες online εμπορίου. Το TikTok, αντιμετωπίζει απαγόρευση στην Αμερική, εκτός αν η κινεζική μητρική της, ByteDance, το πουλήσει.
Ορισμένες κινεζικές επιχειρήσεις προσπαθούν να παρακάμψουν τους εμπορικούς φραγμούς μεταφέροντας την παραγωγή από την Κίνα σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτή είναι μια προσέγγιση που ακολουθούν εδώ και καιρό οι κινεζικές εταιρείες ηλιακής ενέργειας, οι οποίες αποκλείστηκαν στην ουσία από την αμερικανική αγορά το 2012 με δασμούς αντιντάμπινγκ. Η Αμερική δεν εισάγει σχεδόν καθόλου ηλιακούς συλλέκτες απευθείας από την Κίνα, αλλά αγοράζει πολλά από τη Νοτιοανατολική Ασία, όπου κινεζικές εταιρείες όπως η JinkoSolar, η Trina Solar και η Longi, οι τρεις μεγαλύτεροι παραγωγοί ηλιακών μονάδων στον κόσμο, έχουν κατασκευάσει μεγάλα εργοστάσια.
Αυτή η στρατηγική περνά και σε άλλους κλάδους, γεγονός που εξηγεί την αύξηση των επενδύσεων των κινεζικών επιχειρήσεων στην παραγωγή στο εξωτερικό. Τον Ιούλιο η BYD, μια κινεζική εταιρεία ηλεκτρικών οχημάτων, άνοιξε ένα νέο εργοστάσιο αυτοκινήτων στην Ταϊλάνδη, το πρώτο της στη Νοτιοανατολική Ασία. Η CATL, κινεζική εταιρεία μπαταριών, επεκτείνει την παραγωγή στη Νοτιοανατολική Ασία και φέρεται να διερευνά επενδύσεις στο Μαρόκο και την Τουρκία.
Τα εμπορικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι αυτά τα νέα εργοστάσια βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε εισαγόμενα κινεζικά εξαρτήματα και όχι σε τοπικές αλυσίδες εφοδιασμού. Στους δέκα κορυφαίους προορισμούς για κινεζικές επενδύσεις σε νέες εγκαταστάσεις, οι εισαγωγές από την Κίνα ενδιάμεσων αγαθών που χρησιμοποιούνται στη μεταποίηση έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία. Η COSCO, ένας κινεζικός ναυτιλιακός γίγαντας, πρόσθεσε πρόσφατα χωρητικότητα μεταξύ Κίνας και Μεξικού, σε μεγάλο βαθμό για να μεταφέρει περισσότερα προϊόντα σε εργοστάσια κοντά στα σύνορα του Μεξικού με την Αμερική.
Μια άλλη δημοφιλής στρατηγική για τις κινεζικές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν αυξανόμενη εχθρότητα στη Δύση είναι απλώς να πλασάρουν τα προϊόντα τους αλλού. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Economist, που βασίζονται σε εκτιμήσεις της Morgan Stanley, οι εισηγμένες κινεζικές εταιρείες έχουν σχεδόν τετραπλασιάσει τις πωλήσεις τους στον παγκόσμιο Νότο από το 2016, ενώ οι δυτικές εταιρείες αύξησαν τις δικές τους μόνο κατά το ένα τρίτο. Οι πωλήσεις ύψους 800 δισ. δολαρίων που πραγματοποίησαν οι κινεζικές επιχειρήσεις σε αυτές τις χώρες πέρυσι ξεπέρασαν αυτές που πραγματοποίησαν στις πλούσιες χώρες.