Τέλος εποχής για τα μεγάλα κέρδη για όλους στα χρηματιστήρια σημαίνει η στροφή των κεντρικών τραπεζών και η εφαρμογή πιο σφιχτής επιτοκιακής πολιτικής, μέσω της οποίας αρχίζει να απομακρύνεται από τις αγορές το φθηνό και άφθονο χρήμα που ήταν η κινητήρια δύναμη για την άνοδο μετοχών και ομολόγων.
Όπως τονίζει στο κύριο άρθρο του ο Economist, οι κεντρικές τράπεζες δίνουν τη μάχη με τον χειρότερο πληθωρισμό εδώ και μια γενιά και θέτουν σε αντίστροφη πορεία τις πολιτικές του εύκολου χρήματος της τελευταίας δεκαετίας. Στις 4 Μαΐου η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αύξησε τα επιτόκια κατά μισή ποσοστιαία μονάδα και ανακοίνωσε ότι σύντομα θα συρρικνώσει το χαρτοφυλάκιο ομολόγων που κατέχει. Η Τράπεζα της Αυστραλίας, η οποία πριν από λίγο καιρό προέβλεπε ότι θα διατηρούσε τα επιτόκια κοντά στο μηδέν μέχρι το 2024, εξέπληξε τους επενδυτές αυξάνοντάς τα στις 3 Μαΐου κατά ένα τέταρτο της μονάδας. Η Τράπεζα της Αγγλίας στις 5 Μαΐου προχώρησε σε νέα αύξηση με αποτέλεσμα τα επιτόκια να βρίσκονται, πλέον, στο υψηλότερο επίπεδο από το 2009.
Παρόλο που οι τιμές των μετοχών ανέβηκαν λίγο μετά την αύξηση των επιτοκίων της Fed - σε μια προφανή ανακούφιση ότι δεν κατέστη πιο - οι χρηματοπιστωτικές αγορές αναγκάζονται να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα που καθιστά πιο ακριβό τον δανεισμό.
Τα διεθνή χρηματιστήρια υποχώρησαν κατά 8% τον Απρίλιο, καθώς οι επενδυτές υπολόγισαν ότι θα υπάρξουν υψηλότερα επιτόκια και χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές προσαρμόζονται οδυνηρά στην πραγματικότητα της στενότερης νομισματικής πολιτικής. Στις 2 Μαΐου η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου, η οποία κινείται αντιστρόφως ανάλογα με τις τιμές, έφθασε για λίγο το 3%, σχεδόν διπλάσια από το επίπεδό της στην αρχή του έτους.
Μια συνέπεια της σύσφιξης των χρηματοπιστωτικών συνθηκών είναι η μεγάλη ανατιμολόγηση των νομισμάτων. Το δολάριο έχει αυξηθεί κατά 7% έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων τον τελευταίο χρόνο. Η Αμερική χρειάζεται υψηλότερα επιτόκια από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη πλούσια οικονομία, λόγω της υπερθέρμανσης της οικονομίας και της αγοράς εργασίας της.
Τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν τη διάθεση των επενδυτών για δολάρια, και μειώνουν τη διάθεση ανάληψης ρίσκου καθώς μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και η Κίνα μάχεται με ένα νέο ξέσπασμα του κορονοϊού. Πιο εντυπωσιακή ήταν η ανατίμηση του δολαρίου έναντι του ιαπωνικού γεν, του μοναδικού νομίσματος μιας μεγάλης πλούσιας χώρας στην οποία τα επιτόκια φαίνεται απίθανο να αυξηθούν σύντομα. Σε πραγματικούς όρους, το γεν βρίσκεται στο φθηνότερο σημείο του από τη δεκαετία του 1970.
Ένα άλλο αποτέλεσμα είναι η αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν για τις παγίδες στο νέο οικονομικό τοπίο. Στην Αμερική οι μετρήσεις του «ασφάλιστρου κινδύνου πληθωρισμού», το οποίο αυξάνεται όταν οι τιμές είναι δύσκολο να προβλεφθούν, βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο από το 1994. Η ρευστότητα στην αγορά κρατικών ομολόγων φαίνεται να μειώνεται. Το spread των ενυπόθηκων τίτλων έναντι των 10ετών κρατικών ομολόγων έχει διπλασιαστεί από την αρχή του έτους, αντανακλώντας τις ανησυχίες ότι η Fed θα μπορούσε να προχωρήσει σε πιο επιθετικές πωλήσεις ενυπόθηκων τίτλων.
Υπήρξε μια μέτρια αύξηση των περιθωρίων των εταιρικών πιστωτικών τίτλων, καθώς οι επενδυτές σταθμίζουν την πιθανότητα ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα δυσκολέψουν τις εταιρείες να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Και στην Ευρώπη η διαφορά μεταξύ του τι πρέπει να πληρώσουν η γερμανική και η ιταλική κυβέρνηση για να δανειστούν σε ορίζοντα 10ετίας έχει αυξηθεί λόγω του κινδύνου ότι η αυστηρότερη νομισματική πολιτική θα δυσκολέψει την Ιταλία να αντιμετωπίσει το εκρηκτικό χρέος της.
Ένα τρίτο αποτέλεσμα είναι η κακή απόδοση ακόμη και διαφοροποιημένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων που έχουν σχεδιαστεί για να είναι σχετικά απρόσβλητα από τους κραδασμούς. Στην Αμερική ένα χαρτοφυλάκιο που αποτελείται κατά 60% από μετοχές και κατά 40% από ομόλογα, το οποίο παρήγαγε μέση ετήσια απόδοση 11% από το 2008 έως το 2021, έχει υποχωρήσει κατά σχεδόν 12% φέτος. Ενώ το 2021 σηματοδότησε το αποκορύφωμα του «ράλι των πάντων», κατά το οποίο οι τιμές των περισσότερων περιουσιακών στοιχείων αυξήθηκαν, το 2022 θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας «πτώσης των πάντων», με την εξαφάνιση των χαμηλών επιτοκίων που κατέστησαν δυνατά χάρη στον χαμηλό πληθωρισμό, το μακροοικονομικό θεμέλιο των υψηλών επενδυτικών αποδόσεων.
Καθώς οι επενδυτές «υποφέρουν», οι φορείς χάραξης νομισματικής πολιτικής μπορεί να μπουν στον πειρασμό να αλλάξουν πορεία. Αν σταματήσουν να αυξάνουν τα επιτόκια και αφήσουν τον πληθωρισμό να τρέξει, οι κάτοχοι ομολόγων θα χάσουν χρήματα, αλλά τα πιο ανθεκτικά στον πληθωρισμό περιουσιακά στοιχεία, όπως οι μετοχές και τα οικιστικά ακίνητα, θα επωφεληθούν. Το δολάριο θα έπεφτε, βοηθώντας τις πολλές χώρες που εκφράζουν μέρος των εξαγωγών ή των χρεών τους σε δολάρια.
Ωστόσο, είναι καθήκον των κεντρικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της Fed, να ανταποκριθούν στην κατάσταση που επικρατεί στην οικονομία για την οποία είναι υπεύθυνες και να σταματήσουν την άνοδο του πληθωρισμού. Οι αυστηρότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες είναι η φυσική συνέπεια της αύξησης των επιτοκίων, και η προσαρμογή έχει ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσει. Οι επενδυτές εξακολουθούν να στοιχηματίζουν ότι τα αμερικανικά επιτόκια θα κορυφωθούν λίγο πάνω από το 3%. Αυτό είναι απίθανο να είναι αρκετά υψηλό για να συγκρατήσει τον υποκείμενο πληθωρισμό, ο οποίος έχει αυξηθεί πάνω από το 5% με βάση το προτιμώμενο μέτρο της Fed.