Με το ξέσπασμα της κρίσης της πανδημίας Covid-19, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης, καθώς ενεργοποίησαν άμεσα το εγχειρίδιο της προηγούμενης κρίσης, όπου είχαν καταφέρει να αποφύγουν τα χειρότερα για την παγκόσμια οικονομία και το διεθνές νομισματικό στερέωμα.
Όπως εξηγεί ο Κωνσταντίνος Γκράβας, διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών που σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Erasmus University Rotterdam και συγγραφέας του βιβλίου «Κεντρικές Τράπεζες», από κοινού με τον Σπύρο Βλιάμο, Ομότιμο Καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη μακρά ιστορία που μετριέται σε αιώνες, οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες έχουν αναδειχθεί ως οι βασικοί θεσμοί που ενισχύουν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στο χρήμα. Ωστόσο, παράλληλα με την πορεία της ανθρωπότητας και την ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, νέες προκλήσεις εμφανίζονται και για τις κεντρικές τράπεζες.
- Ποιος είναι ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών στη σύγχρονη εποχή; Πως καθορίζεται η αποστολή τους και γιατί απολαμβάνουν αυτό το καθεστώς ανεξαρτησίας από τις κυβερνήσεις; Υπάρχει σύγχυση σε μερίδα του κόσμου για τον ρόλο τους και τις διαφορές σε σχέση με τις εμπορικές τράπεζες.
Ιστορικά, εδώ και αρκετούς αιώνες, η νομισματική πολιτική αποτελεί πεδίο δράσης και ενεργειών των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες έχουν το μονοπώλιο της έκδοσης του νομίσματος. Όπως το θέτει ο πρώην διοικητής του Ομοσπονδιακού Αποθεματικού Συστήματος των ΗΠΑ (US Federal Reserve), Ben Bernanke, η κεντρική τραπεζική δεν αποτελεί καινούρια εξέλιξη, αλλά υπάρχει εδώ και πολύ μακρύ χρονικό διάστημα. Οι πρώτες κεντρικές τράπεζες είχαν το προνόμιο να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια, που χρησιμοποιούνταν ως χάρτινο χρήμα, και συχνά είχαν το μονοπώλιο σε σχέση με αυτό το εκδοτικό προνόμιο. Με την εξέλιξη των κεντρικών τραπεζών, στη σημερινή εποχή, ως ισχυρών θεσμών στο διεθνές σύστημα, οι δύο βασικές πτυχές της δράσης τους είναι: πρώτον, η προσπάθεια επίτευξης μακροοικονομικής σταθερότητας προς την κατεύθυνση σταθερού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, αποφεύγοντας μεγάλες διακυμάνσεις και υφέσεις, και διατήρησης του πληθωρισμού σε χαμηλό και σταθερό επίπεδο – αυτή είναι η οικονομική λειτουργία μιας κεντρικής τράπεζας∙ δεύτερον, η διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας προς την κατεύθυνση ομαλής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και συγκεκριμένα της πρόληψης ή του μετριασμού χρηματοοικονομικών πανικών ή χρηματοπιστωτικών κρίσεων – αυτή είναι η χρηματοπιστωτική λειτουργία μιας κεντρικής τράπεζας. Και οι δύο λειτουργίες από κοινού, η οικονομική και η χρηματοπιστωτική, ορίζουν τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την ευρύτερη δράση των σύγχρονων κεντρικών τραπεζών.
Η επίτευξη αυτών των στόχων στηρίζεται εν γένει σε δύο κατηγορίες εργαλείων: τη νομισματική πολιτική και την παροχή ρευστότητας. Για τον πρώτο στόχο, αυτόν της οικονομικής σταθερότητας, το κύριο εργαλείο είναι η νομισματική πολιτική, η οποία ασκείται πρωτίστως μέσω του καθορισμού του βασικού επιτοκίου κάθε κεντρικής τράπεζας. Σε περιόδους κανονικότητας, η κεντρική τράπεζα μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει τα βραχυχρόνια επιτόκια, ανάλογα με το αν επιδιώκει την αποθέρμανση ή την αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας αντιστοίχως. Η ρύθμιση του επιτοκίου από την κεντρική τράπεζα επηρεάζει μια σειρά από επιτόκια στην οικονομία, όπως τα επιτόκια τραπεζικών καταθέσεων και χορηγήσεων για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, καθώς και τις αποδόσεις των ομολόγων. Και τελικά επηρεάζει τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας. Για παράδειγμα, τα χαμηλότερα επιτόκια δημιουργούν ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για να υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση, περισσότερες δαπάνες από επιχειρήσεις και νοικοκυριά, καθώς και περισσότερες επενδύσεις στην οικονομία, παράγοντες οι οποίοι με τη σειρά τους δίνουν μεγαλύτερη ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη. Για τον δεύτερο στόχο μιας κεντρικής τράπεζας, στο σκέλος δηλαδή της παροχής ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η κεντρική τράπεζα μπορεί να παράσχει βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα πιστώσεις σε χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, προκειμένου να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες ανησυχίες ως προς τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Σε περιόδους πανικού ή κρίσεων, η παροχή ρευστότητας έναντι καλών ενεχύρων, που γίνονται αποδεκτά για προεξόφληση, μπορεί να βοηθήσει στον μετριασμό ή και στον τερματισμό μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, σταθεροποιώντας έτσι το σύστημα· η λειτουργία αυτή περιγράφεται με τον όρο δανειστής ύστατης καταφυγής.
Σε ό,τι αφορά τη σύγχυση με τις εμπορικές τράπεζες κατά την πρώτη περίοδο εμφάνισης των κεντρικών τραπεζών, πράγματι η παράλληλη ανταγωνιστική λειτουργία των πρώιμων κεντρικών τραπεζών σε σχέση με τις εμπορικές τράπεζες, δημιουργούσε στρεβλώσεις στην πραγματική αποστολή των κεντρικών τραπεζών ως θεσμών διαφύλαξης της εμπιστοσύνης στο νόμισμα και της χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Ωστόσο, στη σύγχρονη περίοδο οι λειτουργίες τους είναι απολύτως διακριτές. Η κεντρική τράπεζα δεν είναι εμπορική τράπεζα. Ένας πολίτης δεν μπορεί να καταθέσει τα χρήματά του, ούτε να λάβει δάνειο από την κεντρική τράπεζα. Υπό μία έννοια, η κεντρική τράπεζα – για παράδειγμα, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέλος του Ευρωσυστήματος και συμμετέχει με τις υπόλοιπες εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στη χάραξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής επί του κοινού νομίσματος – είναι η τράπεζα των τραπεζών, δηλαδή δέχεται καταθέσεις από τις εμπορικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στη χώρα και δανείζει χρήματα σε αυτές.
Η ΕΚΤ έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ και η δυνατότητά της να ασκεί πλήρη έλεγχο επί της νομισματικής βάσης διασφαλίζεται από το μονοπώλιό της όσον αφορά την έκδοση τραπεζογραμματίων και από τον όρο ότι η έκδοση κερμάτων από τα κράτη-μέλη τελεί υπό την έγκρισή της. Η ΕΚΤ ασκεί εποπτεία στις εμπορικές τράπεζες, μέσω του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), με σκοπό τη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζικών ιδρυμάτων. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ εποπτεύει άμεσα 115 σημαντικές τράπεζες που είναι εγκατεστημένες στις συμμετέχουσες χώρες και οι οποίες κατέχουν σχεδόν 82% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα αυτών των χωρών.
Τέλος, αναφορικά με την σημασία της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών, αξίζει να αναφερθεί η θεώρηση του Αμερικανού οικονομολόγου Marvin Goodfriend, ότι η άσκηση της νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να ανατίθεται σε μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, επειδή η νομισματική πολιτική αφορά τη διαχείριση των συνολικών τραπεζικών διαθεσίμων, του νομίσματος, του επιτοκίου στα τραπεζικά διαθέσιμα και του γενικού επιπέδου των επιτοκίων σε όλη την οικονομία. Παράλληλα, όπως επισημαίνει ο ίδιος, οι πρωτοβουλίες των κεντρικών τραπεζών πρέπει να θεωρούνται νόμιμες από το δίκαιο και από τον κόσμο, ειδάλλως τέτοιες πρωτοβουλίες θα στερούνται της αξιοπιστίας που είναι απαραίτητη ώστε να είναι αποτελεσματικές.
- Η ΕΚΤ έπαιξε καθοριστικό ρόλο τόσο σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ευρώπη όσο και της πανδημίας. Πώς κρίνετε τον ρόλο της στις πρόσφατες κρίσεις;
Όταν το 1992 ο Francis Fukuyama ανακοίνωσε το τέλος της ιστορίας, θεώρησε ότι το πέρας του ψυχρού πολέμου θα σήμαινε το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, καθώς η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε επικρατήσει και άρα είχε επιτευχθεί η τελική μορφή διακυβέρνησης. Επομένως δεν υπήρχε ανάγκη να συνεχιστεί η ιστορία. Παρόμοιοι ισχυρισμοί έγιναν και για τη νομισματική πολιτική μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008. Ωστόσο, η ιστορία πήρε τότε μια ξαφνική στροφή και αυτό κλόνισε μακροχρόνιες πεποιθήσεις, καθώς οι ακαδημαϊκοί και οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής έπρεπε να προσαρμόσουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά τους στα νέα δεδομένα. Οι κεντρικές τράπεζες πέτυχαν να αποφύγουν τα χειρότερα για την παγκόσμια οικονομία και το διεθνές νομισματικό στερέωμα. Ταυτόχρονα, έγιναν οι κεντρικοί παίκτες στο διεθνές οικονομικό σύστημα.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον ρόλο της ΕΚΤ, στο καταστατικό της δεν προβλέπεται η δυνατότητα απευθείας χρηματοδότησης κρατικού χρέους σε χώρες της Ευρωζώνης οι οποίες σε περιόδους κρίσης αντιμετωπίζουν πρόβλημα. Το γεγονός αυτό περιορίζει στην πράξη τη δυνατότητα του υπερεθνικού αυτού θεσμού να λειτουργεί ως δανειστής ύστατης καταφυγής, σύμφωνα με το κλασικό δόγμα του Bagehot. Έπρεπε να φτάσουν τα πράγματα κυριολεκτικά στο απροχώρητο, απειλώντας χωρίς υπερβολή την ίδια την ύπαρξη του ευρώ, για να διαμηνύσει ο Mario Draghi στις διεθνείς αγορές το περίφημο «whatever it takes»· ότι, δηλαδή, «εντός της εντολής της, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να πράξει οτιδήποτε χρειαστεί ώστε να διαφυλαχθεί το ευρώ». Στο πλαίσιο του προγράμματος «Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών», που ανακοινώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2012, η ΕΚΤ αποφάσισε να δεσμευτεί στην υπό συνθήκες παροχή απεριόριστης ρευστότητας στην αγορά κυβερνητικών ομολόγων της Ευρωζώνης. Κάτι που ο Alan Greenspan χαρακτήρισε ως ύστατο όπλο στη μάχη για τη διαφύλαξη του ευρώ. Παράλληλα με τη σταδιακή θεσμοθέτηση των πυλώνων της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης και την ακολουθούμενη μέχρι και σήμερα πολιτική αρνητικών επιτοκίων, η ΕΚΤ άρχισε, τον Μάρτιο του 2015, το Πρόγραμμα Αγοράς Τίτλων (Asset Purchase Programme ‒ APP). Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα τηρουμένων των αναλογιών γενναίο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που χορήγησε, μέχρι τη λήξη του, τον Δεκέμβριο του 2018, συνολική ρευστότητα ύψους 2,6 τρισεκατομμυρίων ευρώ στο Ευρωσύστημα.
Με το ξέσπασμα της κρίσης της πανδημίας Covid-19, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να διαδραματίζουν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης, καθώς ενεργοποίησαν άμεσα το εγχειρίδιο της προηγούμενης κρίσης, και μάλιστα σε μεγαλύτερη έκταση και με μεγαλύτερη ταχύτητα –ιδίως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η πρωτοφανής και σφοδρή διαταραχή που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού στην παγκόσμια οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, πλήττοντας τόσο την πλευρά της προσφοράς όσο και εκείνη της ζήτησης, οδήγησε σε συντονισμένη αντίδραση όχι μόνο της νομισματικής πολιτικής –με την εκ νέου ενεργοποίηση ειδικών και εκτεταμένων προγραμμάτων αγοράς τίτλων ύψους μερικών ακόμα τρισεκατομμυρίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες– αλλά και της δημοσιονομικής πολιτικής, αυτή τη φορά και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ένα από τα σημαντικά, εξάλλου, διδάγματα της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας είναι, κατά τον Διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα, ότι πρέπει να θωρακιστεί η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών απέναντι σε πολιτικές παρεμβάσεις και επιχειρηματικά συμφέροντα που επιχειρούν να ασκήσουν επιρροή σε αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών. Από την πλευρά τους, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, οι κεντρικές τράπεζες έχουν καθήκον να λένε την αλήθεια, να εξηγούν την κατάσταση της οικονομίας και να παρουσιάζουν τις προβλέψεις τους ανεπηρέαστες από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή. Άλλωστε, αυτό θα πρέπει να αποτελεί μέρος της επικοινωνιακής τους πολιτικής.
Σε κάθε περίπτωση, παρότι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση δοκίμασε τα όρια της αρχιτεκτονικής του ενιαίου νομίσματος, η ΕΚΤ κατάφερε να διατηρήσει την εγγενή νομισματική ειρήνη του ευρώ.
- Ποια η σημασία της τραπεζικής ενοποίησης για την ΕΕ και ειδικότερα για χώρες όπως η Ελλάδα;
Στη διάρκεια της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης του 1929, το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ βρέθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘30 το ένα τρίτο των αμερικανικών τραπεζών είχε κλείσει. Ο Franklin Delano Roosevelt, αμέσως μόλις ανέλαβε καθήκοντα ως Πρόεδρος των ΗΠΑ τον Μάρτιο του 1933, κήρυξε τραπεζική αργία. Όταν ξανάνοιξαν οι τράπεζες μία εβδομάδα αργότερα, ο Αμερικανός Πρόεδρος ανακοίνωσε τη δημιουργία εθνικού συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων και ενισχυμένη παροχή ρευστότητας στις τράπεζες. Η ανακοίνωση αυτή έδωσε τέλος στην τραπεζική και οικονομική κρίση (βλ. Άρθρο γνώμης του Διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα, στην εφημερίδα Handelsblatt, 27/11/2020).
Στη σύγχρονη περίοδο, στην κορύφωση της κρίσης του ευρώ, η συνοχή του χρήματος αμφισβητήθηκε. Όπως εξηγεί ο Draghi σε ομιλία του στο Ινστιτούτο Brookings το 2014, συνοχή του χρήματος σημαίνει όχι μόνον ότι το χρήμα διατηρεί την αξία του με την πάροδο του χρόνου, δηλαδή την σταθερότητα των τιμών, αλλά και ότι το χρήμα είναι ανταλλάξιμο σε ολόκληρο το φάσμα, δηλαδή, μεταξύ των χωρών-μελών. Ωστόσο, σε εκείνη την περίοδο, τα νομισματικά και χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία –τα κρατικά και εταιρικά ομόλογα, τα ασφαλιστικά προϊόντα και, πάνω από όλα, οι τραπεζικές καταθέσεις– σταμάτησαν να είναι ελεύθερα ανταλλάξιμα σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Σε ορισμένες χώρες έγιναν ανταλλάξιμα σχεδόν αποκλειστικά εντός των εθνικών συνόρων. Αυτό που προκαλούσε την παραπάνω διαδικασία ήταν ο φόβος ότι τα περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στις πιο εύθραυστες χώρες θα μπορούσαν να μετατραπούν σε νομίσματα διαφορετικά από το ευρώ. Μπορεί η ΕΚΤ να αντιμετώπισε επιτυχώς την απειλή αυτή για τη νομισματική ένωση, ωστόσο το επεισόδιο της κρίσης αποκάλυψε την ευθραυστότητα ενός συστήματος όπου η φερεγγυότητα των κυρίαρχων κρατών ήταν ο έσχατος εγγυητής των εθνικών τραπεζικών συστημάτων. Σε αυτό το σημείο ανέκυψε η ανάγκη για τη δημιουργία της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης. Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά διερωτάται ο Joseph Stiglitz στο βιβλίο του Ευρώ, «ποιος ορθολογικά σκεπτόμενος πλούσιος Ισπανός ή Έλληνας θα κρατούσε όλα τα λεφτά του σε μια εγχώρια τράπεζα, όταν είναι (σχεδόν) εξίσου βολικό και πολύ πιο ασφαλές να τα τοποθετήσει σε μια γερμανική τράπεζα;» Ο φαύλος κύκλος προκύπτει ως εξής: «καθώς το κεφάλαιο εγκαταλείπει τη χώρα, οι τράπεζές της πρέπει να περιορίσουν τον δανεισμό και η οικονομία αποδυναμώνεται∙ καθώς η οικονομία αποδυναμώνεται, το ίδιο συμβαίνει και με τη διαφαινόμενη ικανότητα της χώρας να διασώσει τις προβληματικές τράπεζές της∙ και έτσι αυξάνεται το επιτόκιο που πρέπει να καταβάλουν οι τράπεζες, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνονται περισσότερο και το κεφάλαιο να έχει αυξημένα κίνητρα αποχώρησης».
Κατά συνέπεια, είναι ύψιστης σημασίας προτεραιότητα να ολοκληρωθεί η Τραπεζική Ένωση, με την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme – EDIS), το οποίο θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών ανά την Ευρώπη αφενός περιορίζοντας την πιθανότητα τραπεζικού πανικού (bank run) και αφετέρου σπάζοντας οριστικά τον φαύλο κύκλο μεταξύ κρατικού χρέους και τραπεζών. Με τα λόγια του Στουρνάρα, «το εμβόλιο για μια υγιέστερη Ευρώπη είναι μια ολοκληρωμένη, ισχυρή τραπεζική ένωση».
- Ποιος είναι ο ρόλος που θα κληθούν να παίξουν οι κεντρικές τράπεζες στη νέα εποχή της ψηφιακής οικονομίας; Πόσο κοντά είμαστε στην έκδοση ψηφιακών νομισμάτων;
Στη διάλεξη για τον Adam Smith το 2006, ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Mervyn King, περιέγραψε το χρήμα ως κοινωνικό θεσμό. Καθώς η αξία του εξαρτάται από την εμπιστοσύνη, μεγάλο μέρος της οικονομικής ιστορίας μάς έχει διδάξει να δημιουργούμε θεσμούς, στους οποίους οι άνθρωποι μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη. Τέτοιοι θεσμοί είναι οι κεντρικές τράπεζες, έχουσες το μονοπώλιο της έκδοσης του επίσημου χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία. Στην μακρά ιστορία που μετριέται όχι σε χρόνια αλλά σε αιώνες, οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες έχουν αναδειχθεί ως οι βασικοί θεσμοί που ενισχύουν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στο χρήμα. Ωστόσο, παράλληλα με την πορεία της ανθρωπότητας και την ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, νέες προκλήσεις εμφανίζονται και για τις κεντρικές τράπεζες. Συγκεκριμένα, οι συνέπειες του ψηφιακού μετασχηματισμού φέρνουν στο προσκήνιο τη συζήτηση για την έκδοση και ψηφιακών νομισμάτων από αυτές – τόσο από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, όσο και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – μέσα στα επόμενα χρόνια. Τα ψηφιακά νομίσματα των κεντρικών τραπεζών (Central Bank Digital Currencies – CBDC) μπορούν να συνδυάσουν την αποδοτικότητα ενός ηλεκτρονικού μέσου πληρωμών με την ασφάλεια του χρήματος που προσφέρει μια αξιόπιστη, ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα. Από την άλλη, στο πλαίσιο της διαχρονικής επιδίωξη της νομισματικής ειρήνης από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, το ψηφιακό νόμισμα των κεντρικών τραπεζών (Central Bank Digital Currency – CBDC) θα πρέπει να εφαρμοστεί αφού προηγουμένως διασφαλιστεί ότι η κατανομή πιστώσεων και τα συστήματα πληρωμών, καθώς και πτυχές του νέου συστήματος που άπτονται της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, θα λειτουργούν τουλάχιστον τόσο ομαλά όσο λειτουργούν στο υπάρχον πλαίσιο.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το χρήμα είναι μια κοινωνική σύμβαση, στον πυρήνα της οποίας εδράζεται η εμπιστοσύνη στο νόμισμα. Και η εμπιστοσύνη αυτή είναι δημόσιο αγαθό και απαιτεί υγιείς θεσμούς που να διασφαλίζουν τη σταθερότητα του νομίσματος στο πλαίσιο των τριών λειτουργιών του χρήματος (ως μέσου ανταλλαγής, ως λογιστικής μονάδας στην οικονομία και ως μέσου αποθήκευσης αξίας), ενώ παράλληλα να εγγυώνται την ασφάλεια και την ακεραιότητα των πληρωμών. Όπως προσφάτως το έθεσε πολύ εύστοχα ο Agustín Carstens, Γενικός Διευθυντής της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) η οποία θεωρείται ως η κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών, «η εμπιστοσύνη ούτε μπορεί να ανατεθεί εξωτερικά [outsourcing] ούτε να αυτοματοποιηθεί».
- Θα μπορούσε το ευρώ να αντικαταστήσει το δολάριο στις διεθνείς αγορές; Τι θα έπρεπε να συμβεί για να γίνει αυτό;
Παραφράζοντας τον Mark Twain, θα σας έλεγα ότι οι φήμες περί του θανάτου του αμερικανικού δολαρίου είναι κάπως υπερβολικές… Αν ανατρέξουμε πάλι στη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του Μεσοπολέμου θα δούμε ότι στην περίοδο εκείνη είχαν ήδη πάψει να υφίστανται οι συνθήκες υπεροχής της Βρετανίας στις διεθνείς υποθέσεις, εξαιτίας και των καταστροφικών συνεπειών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Σύμφωνα με μια κλασική μελέτη του Charles Kindleberger, η Βρετανία δεν ήταν ικανή να εξακολουθήσει να έχει τον ρόλο του εγγυητή του συστήματος, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απρόθυμες να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο μέχρι το 1936. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη βαθιά αποσταθεροποίηση του διεθνούς συστήματος και τη συνεπαγόμενη παγκόσμια οικονομική κατάθλιψη. Έπρεπε η ανθρωπότητα να δοκιμαστεί από έναν ακόμη καταστροφικό πόλεμο, τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να επικρατήσει η pax Americana· η κυριαρχία, δηλαδή, των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα, η οποία θα επιβαλλόταν μεταπολεμικά σε μια διαιρεμένη και εξασθενημένη Ευρώπη. Θεμέλιο της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας ήταν η εδραίωση του δολαρίου ως κυρίαρχου νομίσματος στις διεθνείς υποθέσεις. Και φυσικά, πίσω από ένα ισχυρό νόμισμα βρίσκεται κατά κανόνα μία ισχυρή κεντρική τράπεζα, που έχει το μονοπώλιο της έκδοσης και τον έλεγχο της κυκλοφορίας του.
Στην περίπτωση του ευρώ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατάφερε μέσα σε δύο δεκαετίες να είναι μαζί με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ – έναν κολοσσό εδώ και εκατό και πλέον χρόνια στο διεθνές οικονομικό σύστημα – οι δύο σημαντικότερες από συστημικής πλευράς κεντρικές τράπεζες ολόκληρου τον πλανήτη. Είκοσι ακριβώς χρόνια μετά την φυσική κυκλοφορία του ευρώ, όταν περίπου 300 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες – ανάμεσά τους και εμείς οι Έλληνες – το κρατήσαμε για πρώτη φορά στα χέρια μας, το κοινό νόμισμα καλείται να διαδραματίσει στο μέλλον τον ρόλο, για άλλους, του δεύτερου ισχυρού πόλου και για άλλους, του ανταγωνιστή της πρωτοκαθεδρίας του δολαρίου σε ένα δυνάμει πολυπολικό διεθνές νομισματικό σύστημα.
Στο πλαίσιο της μακράς διαδικασίας της ευρωπαϊκής πολιτικής ολοκλήρωσης, όπως την οραματίζονταν οι πατέρες της Ενωμένης Ευρώπης τις δεκαετίες του ‘50 και του ’60, θεωρώ ότι το ευρώ είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό εγχείρημα που διασφαλίζει την διαρκή νομισματική ειρήνη εντός των συνόρων της. Η ιστορία δεν σταματάει εδώ. Συνεχίζεται και θα συνεχιστεί, στο καλό σενάριο, προς την κατεύθυνση ενδεχομένως μιας δημοσιονομικής ένωσης, καθώς ήδη το πρώτο βήμα έχει γίνει, με αφορμή έναν εξωγενή παράγοντα, την παγκόσμια υγειονομική κρίση εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19, η οποία ήταν η αφορμή για να δανειστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ενιαία οντότητα και έτσι να σπάσει το ταμπού του κοινού δανεισμού. Είμαι αισιόδοξος ότι έχουμε αφήσει πίσω μας τον διχασμό μεταξύ Βορρά και Νότου στην Ευρωζώνη, που παρατηρήθηκε κατά την περασμένη δεκαετία. Συνακόλουθα, ο διεθνής ρόλος του ευρώ αναμένω να ενισχυθεί καθώς μέσα από την κρίση αυτή πέρασε τις παιδικές ασθένειες και πλέον έχει ενηλικιωθεί.