Την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην αγορά εργασίας μετά τα μέτρα εναντίον της εξάπλωσης του κορονοϊού σχολίασε η Έφη Αχτσιόγλου. «Η κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι ήδη χαοτική. Είχαμε τον χειρότερο Μάρτιο και τον χειρότερο Απρίλιο όλων των εποχών στην απασχόληση», δήλωσε η τομεάρχης Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Open.
Είπε ότι «το κλείσιμο της οικονομικής δραστηριότητας για δύο μήνες προφανώς προκαλεί υφεσιακές τάσεις, αλλά το ότι δεν προστατεύονται οι θέσεις εργασίας, τα δικαιώματα, οι μισθοί και η καταναλωτική δύναμη των εργαζομένων δεν είναι ένα νομοτελειακό γεγονός», καθώς η κυβέρνηση «παρακολουθεί την αυθόρμητη υφεσιακή τάση της αγοράς χωρίς να παρεμβαίνει».
Επικαλούμενη «διαρροές της κυβέρνησης», είπε ότι «θα διατηρηθεί το νέο σχήμα της εκ περιτροπής εργασίας και το κράτος θα συμπληρώνει κάτι, πιθανόν το μισό του μισού από τον μισθό», για να τονίσει πως αν αυτό συμβεί, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα θα έχουν μειώσεις της τάξης του 20%-30%. Πρόσθεσε ότι «δεν υπάρχει καμία προστασία για τον κατώτατο μισθό και κινδυνεύουμε να δημιουργηθεί ένας νέος υποκατώτατος μισθός» και ότι «η νέα, εκ περιτροπής εργασία, μπορεί να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με μερική απασχόληση, οδηγώντας σε μισθούς 200 ευρώ τον μήνα».
Η κ. Αχτσιόγλου επέκρινε την κυβέρνηση γιατί δεν υιοθέτησε τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την οικονομία, τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και των μισθών. Ανέφερε ότι πρέπει να δοθεί μη επιστρεπτέα ενίσχυση στις επιχειρήσεις και πως οποιαδήποτε ενίσχυση στην αγορά πρέπει να συνδέεται με ρήτρες διατήρησης των θέσεων εργασίας, μη αρνητικής μεταβολής των σχέσεων εργασίας και πλήρους καταβολής των μισθών. Υποστήριξε πως για όσους εργαζόμενους παραμένουν σε αναστολή, θα πρέπει να υπάρχει πλήρης καταβολή από το κράτος των μισθών και των ασφαλιστικών εισφορών.
Για τις επιχειρήσεις που ξεκινούν να λειτουργούν με διοικητικούς περιορισμούς σημείωσε ότι θα πρέπει το κράτος να συμπληρώνει τον μισθό και τις ασφαλιστικές εισφορές ώστε να καταβάλλονται στο 100%. Για τις επιχειρήσεις που δεν έχουν διοικητικούς περιορισμούς, τόνισε πως θα πρέπει το κράτος να ενισχύσει συγκεκριμένο ποσοστό του λεγόμενου εργατικού κόστους, με την υποχρέωση πάντα να μην μειώνονται μισθοί, να μην χάνονται θέσεις εργασίας και να μην υπάρχει μετατροπή των σχέσεων εργασίας από πλήρη σε μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία.
Σχολιάζοντας δήλωση του κ. Θεοδωρικάκου, ανέφερε ότι «η μη παρέμβαση είναι πολιτική απόφαση της κυβέρνησης» και πως «το ότι έχουμε καπιταλισμό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να παρέμβει το κράτος», το οποίο «προφανώς και μπορεί να κάνει ρυθμίσεις, να απαγορεύσει απολύσεις και να επιδοτήσει μισθούς».