Βαθύ είναι το αποτύπωμα του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης στην συμπεριφορά των Ελλήνων καταναλωτών, με σημαντικό μέρος του αγοραστικού κοινού να επιζητά συγκροτημένα μέτρα παρέμβασης από την πολιτεία.
Όπως εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Γεώργιος Μπάλτας, καθηγητής του τμήματος Μάρκετινγκ & Επικοινωνίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών, τα δεδομένα της 18ης ετήσιας έρευνας που διεξήχθη στο Ερευνητικό Εργαστήριο Μάρκετινγκ του ΟΠΑ μέσω τηλεφωνικής δημοσκόπησης σε δείγμα 1507 νοικοκυριών, δείχνουν πως ο συνδυασμός των αυξήσεων στο κόστος της ενέργειας και των ανατιμήσεων στα προϊόντα καθημερινής χρήσης επιδρά αφενός στην ίδια την καταναλωτική συμπεριφορά και αφετέρου στις προσδοκίες των καταναλωτών για την οικονομική κατάστασή τους.
«Από οικονομικής πλευράς, οι αποτιμήσεις του έτους 2022 και οι προσδοκίες των καταναλωτών για το έτος 2023 δεν είναι θετικές, με την επιδείνωση και την στασιμότητα να κυριαρχούν στις απαντήσεις των ερωτηθέντων» σημειώνει ο κ. Μπάλτας. Αναφορικά με τη μέση μηνιαία δαπάνη στα σούπερ μάρκετ, ο ίδιος επισημαίνει ότι σημείωσε μεγάλη άνοδο και εκτιμάται στα 324 ευρώ από 255 ευρώ πέρυσι η οποία αποδίδεται στις ανατιμήσεις των τυποποιημένων καταναλωτικών προϊόντων που είναι πολύ μεγαλύτερες από τον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή.
«Η αυξημένη δαπάνη οφείλεται στις αυξημένες τιμές και δεν δημιουργείται από πραγματική αύξηση του όγκου της κατανάλωσης» τονίζει ο καθηγητής του ΟΠΑ και προσθέτει: «τα ευρήματα αυτά είναι εύλογα καθώς η ακρίβεια πλήττει την ελληνική κοινωνία που έχει ήδη υποστεί τις συνέπειες της μεγάλης κρίσης, των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και βέβαια της πανδημίας.
Αυτό εξηγεί εν μέρει την επιμονή των απαισιόδοξων προβλέψεων στους καταναλωτές παρά την κινητικότητα στον τομέα των επενδύσεων και τα θετικά μηνύματα που έρχονται από αρκετούς κλάδους της οικονομίας». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι ερωτήσεις που για πρώτη φορά συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα για το πώς οι καταναλωτές βιώνουν τον πληθωρισμό και το κόστος της ενέργειας και τι στάση έχουν έναντι του καλαθιού του νοικοκυριού.
Συγκεκριμένα, οι 9 στους 10 καταναλωτές δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξαιτίας των ανατιμήσεων βασικών αγαθών και της ενέργειας. Υψηλά ποσοστά των καταναλωτών μειώνουν την κατανάλωση λόγω του αυξημένου κόστους σε σειρά βασικών αγαθών. Τα δεδομένα αποκαλύπτουν επίσης ότι οι καταναλωτές για να διαχειριστούν το πληθωριστικό περιβάλλον καταφεύγουν κυρίως σε φθηνότερες και λιγότερες αγορές, ενώ αναβάλουν αγορές σημαντικού κόστους.
Η μεγάλη πλειονότητα των ερωτηθέντων δηλώνει ότι το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά τους στην ενέργεια. Το εύρημα αυτό εξηγείται εύκολα, σύμφωνα με τον κ. Μπάλτα, λόγω α) της καθολικής χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειας από όλους, β) της μεγάλης συμμετοχής του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος στον οικογενειακό προϋπολογισμό, γ) των πράγματι μεγάλων ανατιμήσεων και δ) της πεποίθησης ότι το ακριβό ρεύμα επιβαρύνει όχι μόνο άμεσα τους καταναλωτές αλλά έχει συνέπειες στην οικονομία, τις επιχειρήσεις και την καθημερινότητα.
Αναφορικά με το καλάθι του νοικοκυριού σχεδόν 1 στους 2 καταναλωτές πιστεύει ότι το καλάθι του νοικοκυριού είναι ένα χρήσιμο μέτρο και δηλώνει ότι ψωνίζει προϊόντα που βρίσκονται στο καλάθι του νοικοκυριού. Επομένως οι καταναλωτές εμφανίζονται μοιρασμένοι στο θέμα του καλαθιού. Ασφαλώς, η αποδοχή του από το ήμισυ των ερωτηθέντων δείχνει ότι είναι ένα σημαντικό μέτρο και η εφαρμογή του ενδιαφέρει πολύ μεγάλο τμήμα του αγοραστικού κοινού.
«Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι το καλάθι του νοικοκυριού απευθύνεται καταρχήν σε περισσότερο ευάλωτους καταναλωτές, αλλά τελικά φαίνεται ότι η αποδοχή και η χρήση του είναι μάλλον ευρύτερη» σημειώνει ο καθηγητής του ΟΠΑ. Ένα αισιόδοξο στοιχείο στα δεδομένα της έρευνας είναι το πολύ ισχυρό καταναλωτικό κίνημα προτίμησης στα προϊόντα «Made in Greece» που αφορά συμπεριφορές αλληλεγγύης και αυτοσυντήρησης που αναπτύσσονται στην ελληνική κοινωνία.
Όπως τονίζει ο κ. Μπάλτας «η προτίμηση στα προϊόντα ελληνικής προέλευσης και κατασκευής μπορεί να συμβάλλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση, στην επιβίωση της μικρομεσαίας επιχείρησης, στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και στη μείωση της ανεργίας. Επισημαίνεται ότι οι προτιμήσεις των καταναλωτών στα προϊόντα ελληνικής παραγωγής δεν επηρεάστηκαν από το αρνητικό κλίμα της περιόδου.
Αυτό δείχνει ότι η ελληνική παραγωγή δεν συνιστά ακριβότερη αγοραστική επιλογή και οι προτιμήσεις για αυτήν έχουν αξιοσημείωτη διαχρονική σταθερότητα». Τη σημαντική ανταπόκριση που έχει βρει το «καλάθι του νοικοκυριού» στην καθημερινότητα των καταναλωτών επιβεβαίωσε πρόσφατα ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης δηλώνοντας ότι «όποιος αγοράζει από το «καλάθι του νοικοκυριού», κερδίζει λεφτά». Όπως υπογράμμισε μάλιστα, «το 64% των καταναλωτών αγοράζει και ψάχνει προϊόντα από το «καλάθι του νοικοκυριού».
Το «καλάθι του νοικοκυριού» έχει αποκτήσει πολύ μεγάλο μερίδιο στην καθημερινή αγορά στα σούπερ μάρκετ, γιατί όποιος αγοράζει από το «καλάθι», κερδίζει λεφτά. Το «καλάθι» έχει συγκρατήσει πολλές βιομηχανίες από το να κάνουν νέες αυξήσεις, φοβούμενες ότι θα χάσουν πελατεία, και τις έχει οδηγήσει να κάνουν πολλές νέες προσφορές. Αν αθροίσεις το καλάθι και την κάρτα αγορών, το μηνιαίο όφελος για τα ψώνια είναι άνω των 100 ευρώ».
Από την πλευρά του ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Νίκος Παπαθανάσης δήλωσε πρόσφατα ότι «οι τιμές στο καλάθι, τρεισήμισι μήνες περίπου έχουν μείνει σταθερές και μια τετραμελής οικογένεια που αγοράζει από το καλάθι μπορεί να εξοικονομήσει 80 ευρώ το μήνα και έρχεται και η κάρτα αγορών που δίνει άλλα 52 ευρώ. Και θα καλύψει περίπου το 85% του πληθυσμού. Επομένως έχουμε περίπου 132 ευρώ. Αυτό είναι ένα ανάχωμα».
Το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού, όπως προκύπτει από την έρευνα, παραμένει συγκεντρωμένο στα οικονομικά προβλήματα και στη διαχείριση των αλλεπάλληλων κρίσεων (permacrisis) με τρόπο που διαπερνά ηλικιακές και όχι μόνο διαστρωματώσεις. Συγκεκριμένα, έγινε αποτίμηση των καταναλωτών για την εξέλιξη της οικονομικής τους κατάστασης το 2022. Όπως προέκυψε το 53% ανέφερε ότι έγινε χειρότερη, 40% ότι έμεινε ίδια και 7% ότι έγινε καλύτερη. Για το 2023 το 39% εκτιμά ότι θα είναι χειρότερη, το 45% ίδια και το 16% καλύτερη.
Επίσης το 37% θα κάνει λιγότερες αγορές εφέτος, το 9% περισσότερες και το 5% ίδιες με πέρυσι. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 89,7% δηλώνει πως δυσκολεύεται οικονομικά εξαιτίας των αυξημένων τιμών στα σούπερ μάρκετ και το 96,2% δηλώνει ότι δυσκολεύεται οικονομικά εξαιτίας του αυξημένου κόστους της ενέργειας. Την ίδια στιγμή οι καταναλωτές λόγω των πληθωριστικών πιέσεων στρέφονται σε φθηνότερες και λιγότερες αγορές, ακυρώνουν αγορές και περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα.
Στην ερώτηση ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ενέργεια οι περισσότεροι επέλεξαν το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος (ποσοστό 61,69%). Δεύτερο με μεγάλη διαφορά καταδεικνύεται το κόστος των καυσίμων κίνησης (ποσοστό 17,56%). Για το καλάθι του νοικοκυριού, οι καταναλωτές εμφανίζονται μοιρασμένοι με το 52,2% να πιστεύει ότι είναι ένα χρήσιμο μέτρο και το 46,5% να ψωνίζει προϊόντα που βρίσκονται στο καλάθι του νοικοκυριού.
Πώς διαμορφώνονται όμως οι αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών στα σούπερ μάρκετ; Σχετικά με τον αριθμό των σούπερ μάρκετ που χρησιμοποιούν, μόνο το 30,3% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ψωνίζει σταθερά σε ένα σούπερ μάρκετ. Το ποσοστό των πιστών πελατών μειώθηκε αισθητά από 47,9% που ήταν πέρυσι καθώς οι καταναλωτές αναζητούν πιο ενεργά καλύτερες τιμές σε περισσότερα καταστήματα. Σχεδόν το 70% των καταναλωτών χρησιμοποιούν περισσότερα από ένα σούπερ μάρκετ για τις αγορές τους. Το 93,1% των ερωτηθέντων χρησιμοποιεί μέχρι 3 διαφορετικά καταστήματα για τις αγορές του.
Η συχνότητα αγορών στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ έχει μέση τιμή 6,3 φορές τον μήνα, σημειώνοντας μικρή μείωση από 7 φορές τον μήνα που ήταν πέρυσι. Οι περισσότεροι καταναλωτές δηλώνουν ότι ψωνίζουν 4 φορές μηνιαίως. Το 84,3% των ερωτηθέντων ψωνίζουν μέχρι 8 φορές μηνιαίως. Μετρήθηκε επίσης το ύψος της δαπάνης κάθε φορά που ψωνίζουν. Η μέση δαπάνη στο σούπερ μάρκετ εκτιμάται σε 61,2 ευρώ από 47,5 ευρώ πέρυσι.
Η αύξηση στη δαπάνη ανά επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ αντανακλά την άνοδο του κόστους των προϊόντων λόγω πληθωρισμού και σε μικρότερο βαθμό τη μείωση της μηνιαίας συχνότητας των επισκέψεων. Η μέση μηνιαία δαπάνη εκτιμάται στα 324 ευρώ σημειώνοντας μεγάλη άνοδο από 255 ευρώ πέρυσι, με το 82,3% των καταναλωτών δαπανά ως 400 ευρώ τον μήνα. Το 91,7% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι έχουν προαποφασίσει τι είδη θα αγοράσουν πριν πάνε στο φυσικό ή ηλεκτρονικό σούπερ μάρκετ. Το ποσοστό αυτό ήταν 83,4% ένα έτος πριν.
Προκύπτει λοιπόν, ότι υπάρχει αυξημένη προσπάθεια κατάργησης των παρορμητικών αγορών και προγραμματισμός των αγοραστικών αποφάσεων, σε μία προσπάθεια καλύτερης διαχείρισης του διαθέσιμου εισοδήματος υπό πληθωριστικές συνθήκες. Στο θέμα της μάρκας του κάθε προϊόντος προαποφασισμένο εμφανίζεται μόνο το 38,7% (40,8% πέρυσι) των ερωτηθέντων. Το 61,3% δηλώνουν ότι επιλέγουν μάρκα όταν ψωνίζουν συγκρίνοντας τις διαθέσιμες επιλογές.
Αναφορικά με την επιλογή προϊόντων στα σούπερ μάρκετ, βασικά κριτήρια αποτελούν η ποιότητα, η τιμή, οι προσφορές και η ελληνική προέλευση. Μάλιστα, το 79% των ερωτηθέντων απάντησε ότι όταν βρίσκει στο σούπερ μάρκετ ελληνικά προϊόντα τα προτιμά από τα εισαγωγής.
Σημειώνεται ότι το 69,5% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι υπάρχει στροφή των καταναλωτών στα προϊόντα ελληνικής παραγωγής, 90,8% δηλώνει ότι θέλει να αναγράφεται στη συσκευασία ότι ένα προϊόν είναι ελληνικής παραγωγής, 61,3% πιστεύει ότι τα ελληνικά προϊόντα έχουν καλύτερη ασφάλεια και ποιότητα, 88,5% πιστεύει ότι προτιμώντας ελληνικά προϊόντα στηρίζει την παραγωγή της χώρας ενώ ποσοστό 76,2% πιστεύει ότι προτιμώντας ελληνικά προϊόντα βοηθά στη μείωση της ανεργίας.