Θα ξεπεραστούν γρήγορα, όπως εκτιμούν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, οι πληθωριστικές πιέσεις που έχουν γίνει έντονα ορατές αυτή την περίοδο. Πάντως, όπως τονίζει η Alpha Bank σε σχετική ανάλυση, δεν μπορεί να αγνοηθεί η πιθανότητα διατήρησης των διαταραχών για διάστημα μεγαλύτερο του αναμενόμενου, γεγονός που θα υποχρέωνε ορισμένες επιχειρήσεις να μειώσουν την παραγωγή τους, αυξάνοντας περαιτέρω το πληθωριστικό κόστος, εξέλιξη που θα υπονόμευε την αναπτυξιακή διαδικασία.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ ) συνέχισε να αυξάνεται σε ετήσια βάση για τρίτο διαδοχικό μήνα. Ειδικότερα, ο πληθωρισμός, με βάση τον ΕνΔΤΚ, τον Αύγουστο, διαμορφώθηκε στο 1,2%, από 0,7%, τον Ιούλιο και 0,6%, τον Ιούνιο, με τον πληθωρισμό, με βάση τον Εθνικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, να φτάνει, τον Αύγουστο, στο 1,9%.
Οι πληθωριστικές πιέσεις είναι ιδιαίτερα ορατές στις τιμές της ενέργειας και συγκεκριμένα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, καθώς και στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, των πρώτων υλών και των ειδών διατροφής. Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο η επάνοδος του πληθωρισμού συνιστά ένα προσωρινό φαινόμενο που οφείλεται στην ταχύτερη προσαρμογή της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά σε μία μεταπανδημική κανονικότητα, ή αποτελεί μία δομική αλλαγή με μονιμότερα χαρακτηριστικά που συνδέεται με την ακολουθούμενη διασταλτική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε διεθνές επίπεδο.
Στο Γράφημα 1, παρουσιάζονται, από το ξέσπασμα της πανδημίας έως τον Αύγουστο του 2021, η διαχρονική εξέλιξη του ετήσιου ρυθμού μεταβολής του ΕνΔΤΚ με τις συνιστώσες του, καθώς επίσης και οι προσδοκίες των καταναλωτών για τις τάσεις των τιμών τους επόμενους 12 μήνες. Όπως παρατηρήθηκε, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, δηλαδή από τον Μάρτιο του 2020 και μετά, δημιουργήθηκαν αποπληθωριστικές πιέσεις στη χώρα που προήλθαν πρωτίστως από την αρνητική συμβολή των τιμών για υπηρεσίες και δευτερευόντως από την αρνητική συμβολή των τιμών ενέργειας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην επιβολή περιοριστικών μέτρων και ως εκ τούτου στην κατακόρυφη πτώση της ζήτησης για υπηρεσίες -οι οποίες στην πλειονότητά τους βασίζονται στην κοινωνική αλληλεπίδραση- αλλά και για μετακινήσεις που οδήγησε στη μείωση των τιμών της ενέργειας.
Από τον φετινό Μάρτιο, ωστόσο, οι τιμές της ενέργειας, όπως παρατηρείται στο γράφημα, ακολουθούν ανοδική πορεία, πρωτίστως ως αποτέλεσμα των επιδράσεων βάσης (base effects), δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στην αύξηση του επιπέδου τιμών τον Αύγουστο, συνέβαλαν σημαντικά οι τιμές της ενέργειας (+0,95 ποσοστιαίες μονάδες), ακολουθούμενες από τις τιμές για τα μη επεξεργασμένα και τα επεξεργασμένα τρόφιμα τα οποία συνέβαλλαν θετικά κατά 0,57 και 0,15 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τρόφιμα, επεξεργασμένα και μη, συμβάλλουν θετικά στην άνοδο του επιπέδου τιμών, κατά το τελευταίο τρίμηνο. Αντίθετα, αρνητική ήταν η συμβολή των βιομηχανικών προϊόντων (εξαιρουμένης της ενέργειας), τον Αύγουστο (-0,26 ποσοστιαίες μονάδες), αλλά και των υπηρεσιών (-0,20 ποσοστιαίες μονάδες). Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι προσδοκίες των καταναλωτών για τις τάσεις των τιμών τους επόμενους 12 μήνες επέστρεψαν για πρώτη φορά σε θετικό έδαφος από τον Απρίλιο του 2020 (2,4 μονάδες), φτάνοντας, τον Αύγουστο του 2021, τις 5,8 μονάδες, προεξοφλώντας έντονες πληθωριστικές πιέσεις για τους επόμενους μήνες.
Διεθνείς παράγοντες που συντελούν στην απότομη άνοδο του πληθωρισμού βραχυπρόθεσμα
Η απότομη άνοδος του πληθωρισμού είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο πηγάζει από την έλλειψη ισορροπίας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση στην παρούσα φάση συνθηκών υπερβάλλουσας ζήτησης. Παρά τις σημαντικές αποκλίσεις στο επίπεδο του πληθωρισμού μεταξύ των κρατών, γεγονός που σχετίζεται κυρίως με την ταχύτητα ανάκαμψης της εκάστοτε οικονομίας από την πανδημική κρίση, υπάρχουν παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της, ασκώντας πληθωριστικές πιέσεις.
Συνοπτικά, οι παράγοντες αυτοί είναι οι εξής:
Πρώτον, η μεγάλη άνοδος των τιμών της ενέργειας και ιδιαίτερα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Οι περιορισμοί που τέθηκαν στις μετακινήσεις και στην παγκόσμια βιομηχανική δραστηριότητα το 2020, λόγω των περιοριστικών μέτρων (lockdown), είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο την κατακόρυφη πτώση της ταξιδιωτικής κίνησης σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και τη μεγάλη μείωση της ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου και κατά συνέπεια των τιμών τους. Η σταδιακή ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, κατά το τρέχον έτος, ωστόσο, έχει οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης, η οποία τροφοδοτεί την άνοδο των τιμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, από την αρχή του έτους, οι τιμές του αργού πετρελαίου τύπου Brent και του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά 45% και 101% αντίστοιχα (στοιχεία έως 17.09.2021), κινούμενες σε υψηλότερα από τα προ της πανδημικής κρίσης επίπεδα του Ιανουαρίου του 2020 (Γράφημα 2α).
Η Ελλάδα, ως καθαρός εισαγωγέας πετρελαίου και φυσικού αερίου και χώρα με σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης (74,1%, το 2019) σε σύγκριση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο (60,7%, το 2019), επιβαρύνεται από την άνοδο των τιμών τους, καθώς, μεταξύ άλλων, αυξάνεται το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Επιπλέον, η αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου κατά 4% από την αρχή του έτους (στοιχεία έως 17.09.2021) έχει επιπρόσθετη αυξητική επίδραση στο ενεργειακό κόστος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, τα οποία εκφράζονται σε δολάρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούλιο, ο Δείκτης Τιμών Εισαγωγών στον κλάδο της ενέργειας κατέγραψε αύξηση κατά 61,5% σε ετήσια βάση. Οι τιμές της ενέργειας (Γράφημα 2β) έχουν καταγράψει ραγδαία άνοδο σε ετήσια βάση από τον Απρίλιο, συμπαρασύροντας προς τα πάνω τον εναρμονισμένο πληθωρισμό, ενώ οι τιμές εξαιρουμένης της ενέργειας επέστρεψαν σε οριακά θετικό έδαφος μετά από 14 μήνες (+0,3% σε ετήσια βάση, τον Αύγουστο).
Δεύτερον, οι διαταράξεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Η ανάκαμψη της μεταποίησης παγκοσμίως, από το δεύτερο εξάμηνο του 2020, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης για ενδιάμεσα αγαθά. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (“Information note on trade in intermediate goods: first quarter 2021”), η Κίνα αύξησε τις εξαγωγές ενδιάμεσων αγαθών κατά 41% σε ετήσια βάση, το πρώτο τρίμηνο του 2021. Ωστόσο, οι δυσχέρειες που σχετίζονται με την πανδημία δεν επιτρέπουν την ομαλή λειτουργία των θαλάσσιων μεταφορών φορτίων, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται καθυστερήσεις στις αποστολές εμπορευματοκιβωτίων (containers).
Τούτο έχει ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση του μεταφορικού κόστους, όπως απεικονίζεται χαρακτηριστικά στο Γράφημα 3α. Μέρος της αύξησης αυτής μετακυλίεται στις τιμές των εμπορευμάτων και των πρώτων υλών και εν τέλει στις τιμές των τελικών προϊόντων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι τιμές του σιταριού και του βαμβακιού αυξάνονται από τα μέσα του προηγούμενου έτους, έχοντας ξεπεράσει τα προ της πανδημίας επίπεδα (Γράφημα 2α). Επισημαίνεται ότι οι τιμές ορισμένων εμπορευμάτων επιβαρύνονται περαιτέρω, λόγω της ύπαρξης φυσικών φαινομένων (π.χ. καύσωνας, ξηρασία) τα οποία αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή και έχουν αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή τους.
Στην Ελλάδα, ο Δείκτης Τιμών Εισαγωγών στα ενδιάμεσα αγαθά αυξήθηκε κατά 7,8% σε ετήσια βάση, τον Ιούλιο, καταγράφοντας σταθερά ανοδική πορεία από την αρχή του έτους. Η αύξηση των τιμών των αγαθών (Γράφημα 3β) ξεκίνησε από τον Απρίλιο, για να διαμορφωθεί στο 3,1% σε ετήσια βάση, τον Αύγουστο. Αντίθετα, οι τιμές των υπηρεσιών καταγράφουν αρνητικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής από τον Ιούνιο του 2020.
Συμπερασματικά, οι πληθωριστικές πιέσεις εντάθηκαν λόγω:
- της ραγδαίας αύξησης της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες που ακολούθησε μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για την αναχαίτηση της πανδημίας (πληθωρισμός ζήτησης) και
- της αύξησης του κόστους παραγωγής, ως απόρροια των δυσλειτουργιών που παρατηρούνται στις εφοδιαστικές αλυσίδες, με συνέπεια να δημιουργούνται διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς (πληθωρισμός κόστους). Η αναντιστοιχία μεταξύ αυξημένης ζήτησης και περιορισμών στην προσφορά δημιουργούν υπερβάλλουσα ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα οι τιμές να παρουσιάζουν αυξητική τάση.
Η επικρατούσα άποψη μεταξύ των υπεύθυνων χάραξης οικονομικής πολιτικής (ECB staff macroeconomic projections for the euro area, September 2021) είναι ότι η άνοδος του πληθωρισμού συνιστά προσωρινό φαινόμενο (βλ. ενότητα Ζώνη του Ευρώ, Παγκόσμια Οικονομία του παρόντος δελτίου). Εντούτοις, δεν μπορεί να αγνοηθεί η πιθανότητα διατήρησης των διαταραχών για διάστημα μεγαλύτερο του αναμενόμενου, γεγονός που θα υποχρέωνε ορισμένες επιχειρήσεις να μειώσουν την παραγωγή τους, αυξάνοντας περαιτέρω το πληθωριστικό κόστος, εξέλιξη που θα υπονόμευε την αναπτυξιακή διαδικασία.
Ο πληθωρισμός ως νομισματικό φαινόμενο: Η επίδραση της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα
Η πανδημική κρίση υποχρέωσε τις εθνικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο να λάβουν έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα, προκειμένου να στηρίξουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική χρηματοδοτήθηκε μέσω της έκδοσης νέου χρέους, με αρωγό τα χαμηλά επιτόκια των κεντρικών τραπεζών. Παράλληλα, παρατηρήθηκε συσσώρευση καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ως απόρροια της μειωμένης κατανάλωσης λόγω των μέτρων περιορισμού που επιβλήθηκαν. Στην Ελλάδα, η αύξηση ανήλθε σε Ευρώ 29,8 δισ., στο διάστημα Μαρτίου 2020-Ιουλίου 2021. Ο μετασχηματισμός μέρους των συσσωρευμένων καταθέσεων σε κατανάλωση αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης και κατά συνέπεια του γενικού επιπέδου των τιμών.
Επιπλέον, τα εκτεταμένα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες, από το ξέσπασμα της πανδημίας, στοχεύουν στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Μέσω των μαζικών αγορών κρατικών, κυρίως, ομολόγων, αφενός οι κεντρικές τράπεζες πέτυχαν να συγκρατήσουν την άνοδο του κόστους δανεισμού των κρατών, αφετέρου δημιουργήθηκε πλεονάζουσα ρευστότητα. Στη μετα-πανδημική εποχή, με τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης να προβλέπονται έντονα θετικοί τόσο για την παγκόσμια όσο και για την ελληνική οικονομία, στον βαθμό που η πλεονάζουσα ρευστότητα δεν συνοδεύεται από ανάλογη αύξηση της παραγωγής, δημιουργούνται πληθωριστικές πιέσεις. Η προσαρμογή, συνεπώς, της προσφοράς είναι το κρίσιμο σημείο για τον μετριασμό των πληθωριστικών πιέσεων μεσοπρόθεσμα.