Οι ευρωπαϊκές μετοχές υποαποδίδουν σε σύγκριση με τις αμερικανικές, με αρκετούς να ρίχνουν την ευθύνη στην επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Όμως και πριν την εκλογή του οι ευρωαγορές βρίσκονταν αντιμέτωπες με μία σειρά γνωστών προβλημάτων: αγορές χωρίς μεγάλο «βάθος», ένα εύθραυστο νόμισμα, ένα πολιτικό σύστημα που μαστίζεται από κρίσεις και μια στάσιμη οικονομία.
Πλέον ευρωαγορές και οικονομία βρίσκονται αντιμέτωπες με νέους δασμούς αλλά και εκροές επενδύσεων, με τον Τραμπ να υπόσχεται φοροαπαλλαγές σε όσους επιστρέψουν και τις αμερικανικές μετοχές να παραμένουν πιο ελκυστικές.
Οι πρόωρες εκλογές και η ταλαιπωρία στη Γερμανία, την ατμομηχανή της Ευρώπης, αλλά και η κλιμάκωση της έντασης τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μέση Ανατολή, αποτελούν πρόσθετους παράγοντες που καθιστούν τις ευρωπαϊκές μετοχές λιγότερο ελκυστικές.
Η αμερικανική αγορά μετοχών ήταν πάντα μεγαλύτερη από την ευρωπαϊκή, αλλά το χάσμα διευρύνθηκε σημαντικά τα τελευταία 10 χρόνια, σε μεγάλο βαθμό λόγω της εμφάνισης εταιρειών αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων όπως η Apple και η Nvidia. Με 63 τρισεκατομμύρια δολάρια, η συνολική κεφαλαιοποίηση των αμερικανικών μετοχών είναι πλέον τέσσερις φορές μεγαλύτερη από όλα τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια μαζί. Πριν από δέκα χρόνια δεν ήταν καν διπλάσια.
Ένας άλλος σημαντικός δείκτης είναι το μέγεθος των μεγαλύτερων εταιρειών κάθε αγοράς. Όπως σημειώνει το Bloomberg, η Ευρώπη δεν έχει ούτε μία εισηγμένη επιχείρηση με αξία άνω των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι ΗΠΑ έχουν οκτώ που αξίζουν πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Η απόκλιση έχει δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο η Ευρώπη είναι όλο και πιο δύσκολο να βγει: Πάνω από το 71% των παθητικών επενδύσεων σε δείκτες αναφοράς που παρακολουθούν τον δημοφιλή δείκτη MSCI World Index κατανέμονται αυτόματα στις ΗΠΑ. Αυτό, σε συνδυασμό με την υποτονική οικονομική ανάπτυξη, τους θύλακες πολιτικής αστάθειας και την αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική, οδήγησε τις ευρωπαϊκές μετοχές να υποαποδώσουν έναντι των ΗΠΑ τα οκτώ από τα τελευταία 10 χρόνια.
Τώρα, η τάση αυτή επιταχύνεται από το προτεινόμενο από τον Τραμπ μείγμα πολιτικής δασμών, απορρύθμισης, χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής και φορολογικών περικοπών. Ο δείκτης αναφοράς των ευρωπαϊκών μετοχών, ο Stoxx 600, διαπραγματεύεται με έκπτωση ρεκόρ 40% σε σχέση με τον S&P 500 και η φετινή υποαπόδοση είναι σε τροχιά να είναι από τις χειρότερες που έχουν καταγραφεί ποτέ.
Φυσικά, υπάρχουν πολλά που μπορούν να αλλάξουν τα επόμενα τέσσερα χρόνια και πολλοί στοιχηματίζουν ότι ο θόρυβος γύρω από το επονομαζόμενο «Trump Trade» θα εξασθενίσει καθώς θα αρχίσει να συνειδητοποιείται η πραγματικότητα των πιθανών επιπτώσεων που θα έχουν οι πολιτικές του στον πληθωρισμό. Η αλλαγή κυβέρνησης στη Γερμανία μπορεί επίσης να προκαλέσει μια στροφή προς μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει την ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα οι αναλυτές των Goldman Sachs, JPMorgan Chase και Citigroup θεωρούν το ευρώ ως ένα από τα πιο ευάλωτα νομίσματα ενάντια στην πολιτική Τραμπ κάτι που αποδείχθηκε και την τρέχουσα εβδομάδα με το νόμισμα να υποχωρεί σε χαμηλό 2ετίας έναντι του δολαρίου.
«Γκρίνια» για τα εταιρικά μεγέθη
Βάσει των αποτελεσμάτων γ’ τριμήνου – 9μηνου που έχουν ανακοινωθεί τα μεγέθη των περισσότερων ευρωπαϊκών εταιρειών δεν ανέκαμψαν, με αποτέλεσμα οι αναλυτές να προχωρούν σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών τους για το 2025.
Οι 414 εταιρείες του MSCI Europe Index ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις πωλήσεων με το χαμηλότερο ποσοστό εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια, με μόνο το 30% των εταιρειών να ξεπερνά τις προσδοκίες, όπως δείχνουν τα στοιχεία του Bloomberg Intelligence. Οι εισηγμένες στον δείκτη ανακοίνωσαν μείωση των συνολικών εσόδων κατά 0,3% για την περίοδο που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου, σε σύγκριση με τις προσδοκίες για ανάπτυξη 0,4.
Οι ενεργειακές εταιρείες και οι αυτοκινητοβιομηχανίες αποτελούν τους χειρότερους κλάδους του MSCI Europe. Η πτώση των τιμών του πετρελαίου έπληξε τις πωλήσεις για τους ενεργειακούς κολοσσούς, ενώ οι αυτοκινητοβιομηχανίες από την Porsche έως τη Mercedes-Benz Group αντιμετώπισαν έντονο ανταγωνισμό και ασθενέστερη ζήτηση στην Κίνα. Η πτώση της ζήτησης στην Κίνα έπληξε επίσης τις εταιρείες ειδών πολυτελείας, με το μεγαθήριο του κλάδου LVMH να αναφέρει το χειρότερο τρίμηνό της από το 2020 για το τμήμα μόδας και δερμάτινων ειδών.
Αντίθετα ο χρηματοοικονομικός τομέας και ο τομέας της υγείας κατέγραψαν την ισχυρότερη ανάπτυξη σε όλο τον δείκτη, ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις των αναλυτών.
Το δύσκολο τρίμηνο δημιούργησε αμφιβολίες σχετικά με την ανάκαμψη το 2025, με τις εκτιμήσεις να γίνονται πιο απαισιόδοξες. Οι εταιρείες με αυξημένες προοπτικές έχουν δει αναβαθμίσεις 0,8% για τα κέρδη ανά μετοχή του 2025 σε σύγκριση με 1% το 2024. Αντίθετα, εκείνες που μείωσαν την καθοδήγηση είδαν μεγαλύτερη εκτίμηση μείωσης που έφθασε στο 3,8% για τα κέρδη ανά μετοχή του 2025 σε σύγκριση με 1,6% το 2024.