Σε είδη διατροφής, κάλυψη ενοικίου αλλά και μεταφορές ήταν οι μεγαλύτερες δαπάνες για τα ελληνικά νοικοκυριά το 2023, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Βάσει των δεδομένων της στατιστικής υπηρεσίας:
- Το 20,7% καταναλώθηκε σε είδη διατροφής.
- Το 14,1% για τη στέγαση, ενώ όσοι ζουν στο ενοίκιο δαπάνησαν άνω του 16%
- Το 13,1% για μεταφορές.
Εάν, δε, εξετασθούν οι επιμέρους αυξήσεις δαπανών διαπιστώνεται ότι αφορούν κατά κύριο λόγο αγαθά πρώτης ανάγκης, των οποίων οι τιμές είχαν διαμορφωθεί -και σε κάποια εξ αυτών παραμένουν- σε υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, όπως για παράδειγμα το ελαιόλαδο, με την αύξηση των δαπανών να είναι διψήφια και να φθάνει στο 11,9%.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η μέση δαπάνη ανά νοικοκυριό παραμένει αρκετά χαμηλότερη σε σύγκριση με το 2008, δηλαδή πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση και την ακόλουθη χρήση χρέους της Ελλάδας, με την ΕΛΣΤΑΤ να σημειώνει ότι η πτώση αυτή φθάνει στο 20,5%.
Σε ό,τι αφορά τα βασικά δεδομένα, η στατιστική υπηρεσία σημειώνει ότι:
- Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, κατά το έτος 2023, ανήλθε σε 20.223,36 ευρώ (1.685,28 το μήνα), καταγράφοντας ετήσια αύξηση 5,3% (1.600,34 ευρώ) σε σχέση με το 2022. Σε σταθερές τιμές, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό 1,7% ή 347,16 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή έτους 2023 που ήταν 3,5%.
- Η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο, το 2023, ανήλθε στα 8.358,24 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 11,2% (841,92 ευρώ ετησίως) σε σύγκριση με το 2022 (7.516,32 ευρώ).
- Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.315 ευρώ το μήνα.
- Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 16,8% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο.
- Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,8%.
- Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην Περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 23.325,96 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 14.052,24 ευρώ.
Οι δαπάνες ανά είδος νοικοκυριού είναι οι ακόλουθες:
- Τα νοικοκυριά με ένα άτομο μόνο, ηλικίας 65 ετών και άνω, δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 50,1% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας ενώ τα νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με δύο παιδιά έως και 16 ετών δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 161,6% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας.
- Τα νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 70,8% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς το 236,3% αυτής.
- Η μέση μηνιαία δαπάνη διαφέρει ανάλογα με την ηλικία του υπευθύνου του νοικοκυριού, με τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 35-44 ετών να δαπανούν, κατά μέσο όρο, περισσότερο. Πιο συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά αυτά δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 127,1% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας (132,2% το 2022). Τα νοικοκυριά με τη μικρότερη ποσοστιαία συμμετοχή (60,9%) για το 2023 ήταν αυτά με υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω (59,7% το 2022).
Ανισότητα και κίνδυνος φτώχειας
Διαφορετική είναι η εικόνα που εμφανίζουν τα νοικοκυριά που βρίσκονται είτε κινδυνεύουν να εισέλθουν σε επίπεδο φτώχειας:
- Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,72 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,39 για το 2022). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,49, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη) (4,21 για το 2022).
- Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2022 κατά 8,5%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 15,7%.
- Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,5%. O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,7% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (17,4% το 2022), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,8% του πληθυσμού (13,4% το 2022), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.)
- Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 31,9% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,8% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ τα μη φτωχά το 19,6%.