Το θέμα της αγοράς ελληνικών ομολόγων και μετά τη λήξη του σημερινού προγράμματος της ΕΚΤ (PEPP) θα συζητηθεί προς το τέλος του, δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Κριστίν Λαγκάρντ. Σημειώνεται ότι το σημερινό πρόγραμμα θα διαρκέσει, σύμφωνα με την ΕΚΤ, τουλάχιστον έως το τέλος Μαρτίου 2022.
Σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Financial Times, η Κρ.Λαγκάρντ ρωτήθηκε αν, στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα, η ΕΚΤ θέλει να διατηρήσει και μετά τη λήξη του την ενισχυμένη ευελιξία του PEPP, αναφορικά με τα όρια για τις αγορές ομολόγων των χωρών ή με τις αγορές ομολόγων που δεν έχουν επενδυτική διαβάθμιση, όπως τα ελληνικά. «Αυτό δεν είναι κάτι που συζητήσαμε στο πλαίσιο της αναθεώρησης της στρατηγικής. Θα συζητήσουμε τα θέματα αυτά, επειδή θα έχουν σημασία όταν θα είμαστε πιο κοντά στο τέλος του PEPP», δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ.
Αναφορικά με τα μη συμβατικά μέτρα πολιτικής, όπως οι αγορές ομολόγων και οι χορηγήσεις δανείων, η Λαγκάρντ είπε ότι αυτά εντάσσονται στην εργαλειοθήκη της ΕΚΤ και μπορούν να χρησιμοποιούνται, όταν τα επιτόκια κινούνται κοντά στο χαμηλότερο επίπεδό τους (effective lower bound). Η ΕΚΤ εκτιμά ότι τα επιτόκια μπορεί να κινούνται τα επόμενα χρόνια κοντά στο χαμηλότερο επίπεδό τους, είτε λόγω της μείωσης του πραγματικού επιτοκίου ισορροπίας είτε λόγω του χαμηλού πληθωρισμού είτε ενός συνδυασμού τους.
Σε ερώτηση για το ενδεχόμενο να αναλάβει δράση η ΕΚΤ σε περίπτωση αύξησης των spreads των κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης, η Κρ.Λαγκάρντ τόνισε ότι η κεντρική τράπεζα το έδειξε αυτό στο παρελθόν και θα το δείξει και στο μέλλον, αν συμβεί κάτι τέτοιο ξανά.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ δήλωσε ότι δεν περιμένει ομοφωνία στις αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της. «Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι κάθε έξι εβδομάδες θα έχουμε ομόφωνες αποφάσεις και καθολική αποδοχή, επειδή θα υπάρχουν κάποιες παραλλαγές, κάποιες ελαφρά διαφορετικές θέσεις. Και αυτό είναι καλό», είπε.
Τόνισε επίσης ότι οι λέξεις- κλειδιά στην αλλαγή της στρατηγικής της ΕΚΤ, η οποία εγκρίθηκε ομόφωνα, ήταν ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ισχυρή ή επίμονη για να επιτύχει τον στόχο για πληθωρισμό 2%, σημειώνοντας ότι η λέξη «επίμονη», δείχνει ότι «δεν θα είναι δυνατό να υπάρξει πρόωρη χαλάρωση, όπως είχαμε δει στο παρελθόν».
Η ιστορική αλλαγή στην πολιτική της ΕΚΤ
Σε μία ιστορική απόφαση αλλαγής της νομισματικής της πολιτικής προχώρησε την προηγούμενη εβδομάδα το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αλλάζοντας το στόχο για τον πληθωρισμό, με τρόπο που διευκολύνει τη διατήρηση χαλαρής νομισματικής πολιτικής στο μέλλον.
Τα βασικά σημεία αυτών των αλλαγών είναι τα ακόλουθα:
- Η νέα στρατηγική υιοθετεί συμμετρικό στόχο για ρυθμό πληθωρισμού 2% μεσοπρόθεσμα.
- Το διοικητικό συμβούλιο επιβεβαιώνει ότι ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτών (ΕνΔΤΚ) παραμένει ο ενδεδειγμένος δείκτης μέτρησης των τιμών και συνιστά τη συμπερίληψη της ιδιοκατοίκησης με την πάροδο του χρόνου.
- Η νέα στρατηγική νομισματικής πολιτικής είναι αποτέλεσμα της διεξοδικής επανεξέτασης που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2020.
- Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει ένα φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την κλιματική αλλαγή.
Όπως τονίζονταν στην ανακοίνωση το διοικητικό συμβούλιο θεωρεί ότι η σταθερότητα των τιμών διατηρείται καλύτερα με την επιδίωξη στόχου για ρυθμό πληθωρισμού 2% μεσοπρόθεσμα. Αυτός ο στόχος είναι συμμετρικός, πράγμα που σημαίνει ότι οι αρνητικές και οι θετικές αποκλίσεις του πληθωρισμού από τον στόχο είναι εξίσου ανεπιθύμητες. Όταν η οικονομία λειτουργεί κοντά στο κατώτατο επίπεδο των ονομαστικών επιτοκίων, απαιτείται ιδιαίτερα σθεναρή ή επίμονη δράση από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αποτραπεί η παγίωση αρνητικών αποκλίσεων από τον στόχο για τον πληθωρισμό. Αυτό ενδέχεται να συνεπάγεται επίσης μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός διαμορφώνεται μετρίως πάνω από τον στόχο.
Το διοικητικό συμβούλιο επιβεβαίωσε ακόμη ότι η δέσμη των επιτοκίων της ΕΚΤ εξακολουθεί να αποτελεί το πρωταρχικό μέσο άσκησης νομισματικής πολιτικής. Τα άλλα μέσα, όπως η παροχή ενδείξεων σχετικά με τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, οι αγορές στοιχείων ενεργητικού και οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, που την τελευταία δεκαετία βοήθησαν στη μείωση των περιορισμών που δημιουργεί το κατώτατο επίπεδο των ονομαστικών επιτοκίων, θα εξακολουθήσουν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της εργαλειοθήκης της ΕΚΤ και θα εφαρμόζονται κατά περίπτωση.
«Με χαρά σας ανακοινώνω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε χθες τη νέα στρατηγική νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Ενώ θεωρούμε δεδομένη την πρωταρχική αποστολή της ΕΚΤ να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών, η επανεξέταση μάς έδωσε τη δυνατότητα να αμφισβητήσουμε τον τρόπο σκέψης μας, να ανταλλάξουμε απόψεις με διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, να συλλογιστούμε, να συζητήσουμε και να καταλήξουμε σε κοινά σημεία όσον αφορά το πώς θα πρέπει να προσαρμόσουμε τη στρατηγική μας. Η νέα στρατηγική αποτελεί μια γερή βάση που θα μας κατευθύνει στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια», είπε η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της ΕΚΤ.
Το διοικητικό συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) εξακολουθεί να είναι ο ενδεδειγμένος δείκτης για την αξιολόγηση της σταθερότητας των τιμών. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι η συμπερίληψη του κόστους που σχετίζεται με την ιδιοκατοίκηση στον ΕνΔΤΚ θα απεικόνιζε καλύτερα τον πληθωρισμό που αφορά τα νοικοκυριά και ότι η συμπερίληψη της ιδιοκατοίκησης στον ΕνΔΤΚ είναι ένα πολυετές σχέδιο, Επομένως, στο ενδιάμεσο, το διοικητικό συμβούλιο θα λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο των αξιολογήσεών του για τη νομισματική πολιτική, δείκτες μέτρησης του πληθωρισμού που περιλαμβάνουν αρχικές εκτιμήσεις του κόστους ιδιοκατοίκησης για να συμπληρώσει τη δέσμη ευρύτερων δεικτών πληθωρισμού που έχει στη διάθεσή του.