Τον τερματισμό της πολιτικής αρνητικών επιτοκίων πριν το τέλος του 2022, ύστερα από οκτώ χρόνια εφαρμογής της, προαναγγέλλουν στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με μπαράζ δηλώσεων από την Ουάσιγκτον και την ετήσια σύνοδο ΔΝΤ- Παγκόσμιας Τράπεζας. Η αύξηση των επιτοκίων του ευρώ αναμένεται να ενισχύσει την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, αλλά και να επιβαρύνει το κόστος δανεισμού επιχειρήσεων και καταναλωτών.
Την ώρα που ο επικεφαλής της αμερικανικής Fed, Τζερόμ Πάουελ, δήλωνε χθες ότι θα συζητηθεί τον Μάιο αύξηση του βασικού επιτοκίου του δολαρίου κατά μισή μονάδα, προκαλώντας κλυδωνισμούς στη Wall Street, οι Ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες έστελναν τα δικά τους σήματα ενισχυμένης αποφασιστικότητας για μέτρα αναχαίτισης των πληθωριστικών πιέσεων, στον απόηχο των ανακοινώσεων της Eurostat για νέο άλμα του πληθωρισμού στην ευρωζώνη σε επίπεδο ρεκόρ (από το 5,9% τον Φεβρουάριο, στο 7,4% τον Μάρτιο).
Ο Ισπανός αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκουίντος μιλώντας στο Bloomberg από την Ουάσιγκτον ξεκαθάρισε ότι τον Ιούλιο είναι πολύ πιθανό να δοθεί τέλος στο μόνιμο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (APP), ώστε να ανοίξει ο δρόμος για αυξήσεις των επιτοκίων. Οι αποφάσεις θα εξαρτηθούν από τις νεότερες προβλέψεις που θα τεθούν στο τραπέζι της συζήτησης στη συνάντηση του διοικητικού συμβουλίου, τον Ιούνιο, όπως ανέφερε.
Οι πιθανότητες ύφεσης ή στασιμοπληθωρισμού στην ευρωζώνη δεν είναι μεγάλες, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, κάτι που σημαίνει ότι οι τραπεζίτες δεν θα έχουν λόγους να αναβάλλουν τις αποφάσεις για αύξηση των επιτοκίων, λόγω ανησυχιών για την επίδρασή τους στην οικονομική δραστηριότητα. Πάντως, ο ντε Γκουίντος άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο, ανάλογα με τις οικονομικές προβλέψεις, να τερματισθεί αργότερα από τον Ιούλιο το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ τόνισε ότι θα είναι η κρίσιμη η παρακολούθηση των πληθωριστικών προσδοκιών και της αύξησης των μισθών.
Ο Βέλγος κεντρικός τραπεζίτης, Πιερ Γουντς ήταν περισσότερο «σκληρός» σε δικές του δηλώσεις από την Ουάσιγκτον, υπογραμμίζοντας ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ μπορεί να αυξηθούν πάνω από το μηδέν πριν το τέλος της χρονιάς, δήλωση που οδήγησε τους διαπραγματευτές της χρηματαγοράς να στοιχηματίσουν σε τρεις αυξήσεις επιτοκίων κατά 0,25% από την ΕΚΤ μέσα στο 2022. Ο Γουντς τόνισε ότι βλέπει τον Ιούλιο ως το πιθανό χρονικό σημείο εκκίνησης των αυξήσεων στα επιτόκια. Ο Λετονός κεντρικός τραπεζίτης, Μάρτινς Κάζακς δήλωσε χθες ότι είναι πιθανή μια αύξηση επιτοκίου τον Ιούλιο, ενώ και ο επικεφαλής της γερμανικής Bundesbank, Γιόακιμ Νάγκελ τάσσεται υπέρ της αύξησης μέσα στο καλοκαίρι.
Το επιτόκιο - κλειδί, που αναμένεται να αυξηθεί μέσα στο 2022, είναι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες, που είναι σήμερα αρνητικό κατά 0,50% και έχει παραμείνει σχεδόν οκτώ χρόνια κάτω από το μηδέν, στο πλαίσιο της πολιτικής που ακολούθησε η κεντρική τράπεζα για να στηρίξει την οικονομία της ευρωζώνης και να επαναφέρει τον πληθωρισμό πιο κοντά στον στόχο του 2% -μια πολιτική που, παράλληλα με τα αρνητικά επιτόκια, περιελάμβανε και εκτεταμένες αγορές ομολόγων με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Με τα σημερινά δεδομένα, είναι πλέον πολύ πιθανό ότι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθεί τουλάχιστον δύο φορές πριν το τέλος του έτους, για να φθάσει στο μηδέν, χωρίς να αποκλείεται και το σενάριο των τριών αυξήσεων, που θα το φέρει στο 0,25%.
Δεν ανησυχούν για φυγή κεφαλαίων από τις ασθενέστερες οικονομίες
Ενόψει πιθανής αύξησης επιτοκίου, ένα σημαντικό ζήτημα που προβλημάτιζε ως τώρα την ΕΚΤ ήταν ο κίνδυνος κατακερματισμού των αγορών της ευρωζώνης, δηλαδή να υπάρξει μια φυγή κεφαλαίων από τις ασθενέστερες και πλέον χρεωμένες οικονομίες (Ιταλία, Ελλάδα κ.α.) προς τις πιο ισχυρές, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες στον δανεισμό τους. Αυτό είχε παρατηρηθεί και τον Μάρτιο του 2020, με το ξέσπασμα της πανδημίας, αλλά η σταθερότητα επανήλθε μετά την ενεργοποίηση του έκτακτου προγράμματος αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ.
Ο ντε Γκουίντος, πάντως, στις χθεσινές του δηλώσεις εμφανίσθηκε καθησυχαστικός για το ζήτημα, τονίζοντας ότι οι όποιες αποφάσεις ληφθούν για να περιορισθεί ο κατακερματισμός δεν θα εμπλακούν στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής και σημειώνοντας ότι, προς το παρόν, αν και υπάρχουν μικρές αυξήσεις στα spread δανεισμού Ιταλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας, ο κατακερματισμός παραμένει ελεγχόμενος. Δηλαδή, η ΕΚΤ δεν θα διστάσει να αυξήσει τα επιτόκια, υπό τον φόβο του κατακερματισμού. Άλλωστε, όπως ανέφερε ο Ισπανός τραπεζίτης, η ΕΚΤ έχει ήδη «ορισμένα εργαλεία» για να αντιμετωπίσει τον κατακερματισμό.
Υπενθυμίζεται ότι η Κριστίν Λαγκάρντ έχει υπογραμμίσει στις τελευταίες δηλώσεις της μετά τη συνεδρίαση του συμβουλίου της ΕΚΤ ότι «θα κινηθούμε με ευελιξία και θα σχεδιάσουμε όποια πρόσθετα εργαλεία μπορεί να χρειάζονται» για να αντιμετωπισθούν πιθανά φαινόμενα κατακερματισμού. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, η ΕΚΤ έχει αρχίσει να εξετάζει ένα νέο πρόγραμμα παρέμβασης με αγορές ομολόγων, που θα ενεργοποιηθεί εάν δεχθούν πίεση οι ασθενέστερες οικονομίες.
Οι συνέπειες για τράπεζες και δανειολήπτες
Η έξοδος της ΕΚΤ από την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων, πέρα από τις πιθανές συνέπειες για το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, που ήδη είναι αυξημένο σε σχέση με ιστορικά χαμηλά επιτόκια του 2021 (η απόδοση του 10ετούς ομολόγου πλησιάζει στο 3%), θα έχει σοβαρή επίδραση στις τράπεζες και στους δανειολήπτες:
- Για τις τράπεζες, το τελικό αποτέλεσμα εκτιμάται ότι θα είναι θετικό, δηλαδή θα αυξηθεί η κερδοφορία τους, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των δανείων που έχουν χορηγήσει είναι δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ενώ η μεγάλη ρευστότητα που διαθέτουν δεν ασκεί πίεση για αντίστοιχες αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων.
- Για τους δανειολήπτες, είναι σαφές ότι αρχίζει σύντομα μια πορεία αύξησης του κόστος των νέων δανείων, που σήμερα βρίσκονται κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα επιτοκίων. Μάλιστα, τα στελέχη των τραπεζών σημειώνουν ότι οι καταναλωτές που ενδιαφέρονται να «κλειδώσουν» χαμηλά σταθερά επιτόκια για στεγαστικά δάνεια θα πρέπει να σπεύσουν να τα κλείσουν το αμέσως επόμενο διάστημα, πριν αρχίσουν να ενσωματώνονται αυξήσεις.