Σε λίγους μήνες θα έχει εξομαλυνθεί - σχεδόν - πλήρως η αγορά του ελαιολάδου. Κι όχι μόνο η εσωτερική, αλλά και η διεθνής. Και βεβαίως φαίνεται ότι θα αποκατασταθεί και η εξαγωγική δραστηριότητα των τυποποιητικών επιχειρήσεων.
Μιλώντας προς το BD ο πρόεδρος του ΣΕΒΙΤΕΛ κ. Κώστας Κουτσιούμπης ανέφερε συγκεκριμένα πως η αναμενόμενη ελληνική παραγωγή ελαιολάδου φέτος θα κυμανθεί στους 280.000 – 300.000 τόνους, περίπου διπλάσια από την παραγωγή του προηγούμενου χρόνου.
Εκτίμηση που βεβαίως τελεί υπό την αίρεση των κλιματολογικών συνθηκών. Υπάρχουν περιοχές της χώρας, όπως επί παραδείγματι η Χαλκιδική ή η Κρήτη, όπου λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, παρότι έγινε η καρπόδεση, ο καρπός πέφτει. Και φαίνεται πως θα είναι δύσκολοι οι επόμενοι δύο μήνες. Ωστόσο η εξέλιξη σε κάθε περίπτωση αναμένεται θετική, γενικά μιλώντας.
Παράλληλα, η Ισπανία -που είναι η μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγός χώρα και σε μία καλή χρονιά υπερβαίνει τους 1,7 εκατ. τόνους– αναμένεται επίσης να έχει καλή παραγωγή. Όχι βεβαίως «στα υψηλά της», αλλά οι συντηρητικές εκτιμήσεις την προσδιορίζουν περί τους 1,4 εκατ. τόνους.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, ήδη η εσωτερική αγορά έχει αρχίσει και κινείται -με αργούς ρυθμούς βέβαια, αλλά κινείται. Το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο έχει τιμή παραγωγού στα 8,20 με 8,30 ευρώ, ενώ το, περασμένο Μάρτιο ήταν στα 9,30 ευρώ το κιλό.
Ωστόσο η αργή πτώση της τιμής παραγωγού ερμηνεύεται από το γεγονός ότι η ζήτηση παραμένει υψηλή, δεδομένου ότι η ισπανική κατανάλωση φαίνεται να αποκαθίσταται. Εκτιμάται πάντως πως στο επόμενο διάστημα θα αυξηθούν οι ποσότητες των αποθεμάτων που θα βγουν στην αγορά.
Από την άλλη πλευρά, όπως είναι γνωστό, οι περιορισμένες ποσότητες και οι υψηλές έχουν πλήξει σημαντικά την εξαγωγική δραστηριότητα του κλάδου. Προφανώς του τυποποιημένου ελαιολάδου, που τα τελευταία χρόνια είχε φτάσει στους 40.000 τόνους. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η αξία των εξαγωγών στο διάστημα των τελευταίων πέντε μηνών έπεσε περίπου κατά 50% και, όπως επισημαίνει ο κ. Κουτσιούμπης, μειώθηκε δραματικά και ο όγκος τους.
Και δεν είναι τυχαίο πως οι υψηλές τιμές ήταν πολύ δύσκολο να απορροφηθούν από τη διεθνή αγορά και γι' αυτό τον λόγο στα τέλη του 2023 οι εξαγωγικές επιχειρήσεις απέφυγαν να κλείσουν ετήσια συμβόλαια, γιατί δεν μπορούσαν να δεσμευτούν για ένα λογικό επίπεδο τιμών. Πάντως, μετά από δύο χρόνια δυσκολιών φαίνεται –κι αυτό αποτελεί κοινή πεποίθηση της αγοράς– πως από τον προσεχή Οκτώβριο η ισορροπία θα αποκατασταθεί.