Στην απόκτηση ολόκληρων πολυκατοικιών, πολλές εκ των οποίων απαιτούν εκτεταμένες εργασίες αναβάθμισης, προχώρησαν κατά την διάρκεια του 2019 στη Θεσσαλονίκη ξένοι επενδυτές. Πρόκειται κυρίως για Ισραηλινούς, οι οποίοι αναζητούν επενδυτικές ευκαιρίες για την αξιοποίηση ακινήτων είτε μέσω της βραχυχρόνιας μίσθωσης, είτε ως ξενοδοχεία, μέσω της αλλαγής χρήσης. Αγορές αυτοτελών κτιρίων, είτε αποπερατωμένων, είτε όχι, αγοράζουν όμως κι Έλληνες επιχειρηματίες, με στόχο επίσης την δημιουργία ξενοδοχειακών μονάδων.
Σύμφωνα με ανάλυση που παρουσίασε σε πρόσφατη ημερίδα του Ελληνικού Ινστιτούτου Εκτιμητικής (ΕΛΙΕ) ο ορκωτός εκτιμητής, κ. Αλέξανδρος Βασιλείου, «οι Ισραηλινοί δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον αγοράς αυτοτελών ακινήτων για οικιστική ή ξενοδοχειακή χρήση, ιστορικά δε φαίνεται να αναζητούν τις ρίζες τους». Τα περισσότερα από τα ακίνητα που αποκτήθηκαν πέρσι παρουσίαζαν εικόνα εγκατάλειψης, ενώ κανένα σχεδόν δεν ήταν αξιοποιημένο επενδυτικά. Πρόκειται για κτίρια επιφάνειας απο 2.000 έως 4.5000 τ.μ. και ασφαλώς συνιστούν επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, καθώς οι νέοι ιδιοκτήτες τους, τα ανακατασκευάζουν και τα επανατοποθετούν στην αγορά, ενισχύοντας τις αξίες της εκάστoτε περιοχής και τονώνοντας την τοπική οικονομία.
Όπως αναφέρει ο κ. Βασιλείου, οι τιμές αγοράς αυτοτελών κτιρίων στη Θεσσαλονίκη εξαρτώνται από πληθώρα παραγόντων, όπως ο βαθμός επενδυτικής ετοιμότητας του κτιρίου, η συνιδιοκτησία με πολλούς ιδιοκτήτες, η γεωγραφική θέση του ακινήτου, αλλά και η ύπαρξη ή όχι δυνατότητας εναλλακτικών μορφών αξιοποίησής του, με βάση τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις.
Γενικότερα, όπως σημειώνει ο κ. Βασιλείου, στην περιοχή του Ιστορικού Κέντρου και προς τα δυτικά, οι τιμές των πολυώροφων κτιρίων κυμαίνονται από 1.500 ευρώ/τ.μ. έως 1.700 ευρώ/τ.μ. Αντίστοιχα, στην περιοχή δυτικά του Βαρδαρίου στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι τα Σφαγεία και τους Λαχανόκηπους, οι αξίες κυμαίνονται κυρίως από 800 ευρώ/τ.μ μέχρι 1.100 ευρώ/τ.μ. Τέλος οι αξίες ανατολικά του Ιστορικού Κέντρου και συγκεκριμένα από περιοχή Μπότσαρη μέχρι Τούμπα και Χαριλάου, κινούνται μεταξύ 600 ευρώ/τ.μ μέχρι 1.000 ευρώ/τ.μ.
Στο πλαίσιο αυτό, κτίριο σε μέτρια κατάσταση, εξαγοράστηκε σε ποσοστό άνω του 50% στην περιοχή Φράγκων αντί 600 ευρώ/τ.μ. Αντίστοιχα, μια άλλη αγορά ημιτελούς κτιρίου στην Τσιμισκή, στο κέντρο της πόλης, αποκτήθηκε πέρσι αντί 1.800 ευρώ/τ.μ., ενώ ένα άλλο ακίνητο στην περίφημη συνοικία των Λαδάδικων και σε καλή κατάσταση, αγοράστηκε αντί 1.400 ευρώ/τ.μ. Άλλο ένα παράδειγμα αγοράς, αφορούσε κτίριο στην περιοχή της Εγνατίας, σε καλή κατάσταση, το οποίο αποκτήθηκε αντί 1.700 ευρώ/τ.μ. Εκτός από τους Ισραηλινούς, σημαντικές επενδύσεις, αλλά σε μεμονωμένα διαμερίσματα, πραγματοποιήθηκαν επίσης από Τούρκους και Ρώσους αγοραστές, στο πλαίσιο του προγράμματος «Golden Visa».
Όπως προέκυψε από τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η επενδυτική αυτή δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη, σε συνδυασμό και με την αύξηση της ζήτησης και από εγχώριους αγοραστές, έχουν δώσει σημαντική ώθηση στις τιμές, οι οποίες πλέον αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό έναντι του μέσου όρου του συνόλου της χώρας. Ειδικότερα, στη Θεσσαλονίκη το 2019, οι τιμές αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,6%, έναντι 7,4% πανελλαδικά. Κατά τον κ. Βασιλείου, η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και κατά την διάρκεια του 2020, καθώς προβλέπεται ακόμα μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον από επαγγελματίες του κλάδου, ενώ οι ευκαιρίες θα συνεχίσουν να προκύπτουν, λόγω της εκποίησης μεγάλου και κυρίως αναξιοποίητου αποθέματος ακινήτων που έχουν συσσωρεύσει οι ελληνικές τράπεζες.