Στην οριστική παραγραφή χιλιάδων υποθέσεων Ελλήνων καταθετών σε ελβετικές τράπεζες οδηγεί νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που καθορίζει τον χρόνο παραγραφής των κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών στις τράπεζες της Ελβετίας.
Οι έλεγχοι των τραπεζικών λογαριασμών σε Ελλάδα και εξωτερικό αποτελούν το πιο ισχυρό όπλο της ΑΑΔΕ στην προσπάθεια κατά της φοροδιαφυγής, όταν επιχειρεί να εντοπίσει μη εισοδήματα, που δεν έχουν δηλωθεί.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και του ΣτΕ, οι έλεγχοι πρέπει να γίνουν εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων, διαφορετικά, οι υποθέσεις θεωρούνται παραγραμμένες.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα χρονικά όρια για τον έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών είναι τα ακόλουθα:
- Για καταθέσεις σε τράπεζες του εσωτερικού, οι υποθέσεις παραγράφονται στην πενταετία (ήτοι πέντε χρόνια από το έτος υποχρέωσης υποβολής της φορολογικής δήλωσης).
- Για τις καταθέσεις σε τράπεζες χωρών του εξωτερικού με τις οποίες η Ελλάδα έχει υπογράψει σύμβαση ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων, ο χρόνος παραγραφής είναι επίσης πέντε χρόνια.
- Για τις χώρες του εξωτερικού με τις οποίες δεν υπάρχει φορολογική συνεργασία ο χρόνος εντός του οποίου η εφορία μπορεί να ελέγξει και να επιβάλει φόρους και πρόστιμα είναι τα 10 χρόνια.
Πότε παρατείνεται
Ο χρόνος παραγραφής παρατείνεται στη δεκαετία εάν προκύψουν «συμπληρωματικά στοιχεία», δηλαδή στοιχεία τα οποία δεν θα μπορούσαν να ήταν σε γνώση της φορολογικής αρχής.
Όμως, οι καταθέσεις που είναι σε ελληνικές τράπεζες δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», καθώς η εφορία είχε το περιθώριο των 5 ετών να τις ελέγξει και αν δεν το έπραξε, δεν ευθύνεται ο φορολογούμενος.
Δεν αποτελούν επίσης «συμπληρωματικά στοιχεία» τα εμβάσματα που «έφυγαν» από ελληνικές τράπεζες, προς ξένες.
Οι καταθέσεις στις τράπεζες του εξωτερικού αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία και παρατείνουν τον χρόνο παραγραφής στη 10ετία, υπό προϋποθέσεις.
Η απόφαση για τις ελβετικές τράπεζες
Με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, επαναπροσδιορίζεται ο χρόνος ελέγχου των καταθέσεων σε ελβετικές τράπεζες.
Πρόκειται για την απόφαση ΣτΕ 734/2023, η οποία εκδόθηκε μετά από προσφυγή της ΑΑΔΕ, κατά της απόφασης 1017/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Σύμφωνα με την ετυμηγορία του ΣτΕ, τα στοιχεία που αφορούν κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην Ελβετία, οι φορολογικές αρχές θα πρέπει να τα αναζητήσουν εντός της πενταετίας και όχι αργότερα. Δηλαδή, τα στοιχεία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών, για να θεωρούνται «συμπληρωματικά» θα πρέπει να αναζητηθούν εντός της πενταετίας από την πραγματοποίησή τους και ας απαντήσουν μετά την πενταετία οι αρχές της Ελβετίας.
Ειδικότερα σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, σε περίπτωση, που κατά τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου των κινήσεων τραπεζικών αυτών λογαριασμών σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής εντοπιστεί κάποιο έμβασμα ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, τότε η φορολογική αρχή έχει την υποχρέωση να επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια κατά την άσκηση των ελεγκτικών της αρμοδιοτήτων και συγκεκριμένα θα πρέπει να:
- Καλέσει τον φορολογούμενο να παρέχει τις απαραίτητες εξηγήσεις, όσον αφορά την αιτία και τη πηγή του εμβάσματος και
- Ζητήσει οπωσδήποτε από τα ημεδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πληροφορίες σχετικές με την προέλευση του εμβάσματος αυτού και ιδιαίτερα εκείνες που υποχρεούνται να τηρούν, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) 1781/2006, δηλαδή το όνομα, τη διεύθυνση και τον αριθμό λογαριασμού του πληρωτή.
Εάν μετά από αυτές τις ενέργειες βρεθεί τραπεζικός λογαριασμός του φορολογούμενου σε τραπεζικό ίδρυμα στην Ελβετία, χωρίς να αποδεικνύεται με κάποιον τρόπο το περιεχόμενο του, κατά την ίδια πενταετία, τότε είναι υποχρέωση της φορολογικής αρχής να πραγματοποιήσει τις περαιτέρω προβλεπόμενες στις διεθνείς συμβάσεις διαδικασίες διοικητικής συνεργασίας με τις αρχές της Ελβετίας, καθώς στην προκειμένη περίπτωση πληρούνται οι προϋποθέσεις ύπαρξης πιθανότητας οι πληροφορίες αυτές να αποδειχθούν σημαντικές για της εφαρμογή της ημεδαπής νομοθεσίας και της Σύμβασης σχετικά με τη φορολογία εισοδήματος.
Εφόσον η φορολογική αρχή παραλείψει τις ως άνω ενέργειες εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, δεν δύναται, ακολούθως, να αξιοποιήσει, ως «συμπληρωματικά», κατά το άρθρο 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ, τα με οποιονδήποτε τρόπο περιερχόμενα μετά την πενταετία στοιχεία για την ύπαρξη και το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις του συγκεκριμένου τραπεζικού λογαριασμού του φορολογούμενου στην Ελβετία και να επιτύχει την επιμήκυνση της προθεσμίας παραγραφής σε δεκαετία.
Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι είναι άδηλο εάν η πραγματοποίηση των ως άνω οφειλόμενων ενεργειών θα οδηγήσει στην απόκτηση των ως άνω στοιχείων από τις ελβετικές αρχές στο πλαίσιο εφαρμογής των προεκτεθεισών διεθνών συμβάσεων.
Επομένως, στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο/υπόλοιπο του αποκαλυφθέντος τραπεζικού λογαριασμού στην Ελβετία, τα οποία η φορολογική αρχή μπορούσε και όφειλε, με βάση τα ανωτέρω, να αναζητήσει από τις ελβετικές αρχές εντός της πενταετίας και δεν το έπραξε, δεν θεωρούνται συμπληρωματικά εάν τεθούν υπόψιν της φορολογικής αρχής μετά την πενταετία, όπως ορθώς έκρινε το δικάσαν διοικητικό εφετείο.
Για την ιστορία, με την απόφαση δικαιώθηκε φορολογούμενος, ο οποίος είχε βρεθεί στα CDs που είχαν αποσταλεί στις ελληνικές αρχές τη διετία 2011-2012, και στον οποίο βρέθηκαν καταθέσεις σε ελβετικές τράπεζες, ύψους 825.042,52 ευρώ και του καταλόγισαν φόρους και πρόστιμα ύψους 396.012,18 ευρώ, τα οποία με την απόφαση του ΣτΕ, διαγράφονται.