Φόροι και πρόστιμα άνω των 6,3 εκατ. ευρώ καταλογίστηκαν σε φορολογούμενο για αδήλωτες τραπεζικές καταθέσεις του έτους 2012 και μάλιστα ο «λογαριασμός» κοινοποιήθηκε λίγους μήνες πριν παραγραφεί οριστικά η υπόθεσή του.
Τόσο η συγκεκριμένη περίπτωση, όσο και εκατοντάδες άλλες, επιβεβαιώνουν πως οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ χρησιμοποιούν ως βασικό μοχλό των φορολογικών ελέγχων τον έλεγχο των τραπεζικών καταθέσεων και συγκεκριμένα τις κινήσεις τους μέχρι και μια δεκαετία πίσω.
Στην υπόθεση αυτή ξεκίνησε φορολογικός έλεγχος από τη Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.) το 2016, μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, ενώ τον Αύγουστο του 2023 η υπόθεση διαβιβάστηκε στο Κέντρο Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου.
Όπως περιγράφεται στην απόφαση (ΔΕΔ 741/20 Μαΐου 2024) της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, όπου προσέφυγε ο ελεγχόμενος, στη διάρκεια του ελέγχου και προκειμένου να διαπιστωθεί η περιουσιακή κατάσταση του προσφεύγοντος, καθώς και αν τα ποσά που δηλώθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, συμφωνούν με τα ποσά που πιστώνονταν στους τραπεζικούς λογαριασμούς, με μοναδικό δικαιούχο ή συνδικαιούχο τον ίδιο, κρίθηκε σκόπιμη η άντληση των τραπεζικών δεδομένων από το «Ειδικό Λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας (Ε.Λ.Α.Ε.Π.Π.) για το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 2012).
Κατόπιν επεξεργασίας και ανάλυσης των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών που παρελήφθησαν από το Ειδικός Λογισμικό που άνοιξε τους τραπεζικούς λογαριασμούς προέκυψε ότι, κατά τη χρήση 2012, διαπιστώθηκε προσαύξηση περιουσίας (αδήλωτες τραπεζικές καταθέσεις) ύψους 6.335.333,59 ευρώ.
Στο ποσό αυτό καταλογίστηκε από τους ελεγκτές, φόρος ύψους 2.743.956,25 ευρώ. Παράλληλα του καταλογίστηκε πρόσθετος φόρος/πρόστιμο ποσού ύψους 3.292.747,51 ευρώ καθώς και εισφορά αλληλεγγύης ύψους 245.087,08 ευρώ, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό που βεβαιώθηκε να φτάσει στο ποσό των 6.281.790,84 ευρώ, που είναι σχεδόν στο 100% των αδήλωτων καταθέσεων που εντόπισε (6.335.333,59 ευρώ).
Σημειώνεται πως τα ποσά που χαρακτηρίζει ο φορολογικός έλεγχος «προσαύξηση περιουσίας» φορολογούνται με συντελεστή 33%, αλλά επ’ αυτών επιβάλλονται πρόστιμα, ειδική εισφορά αλληλεγγύης και φυσικά προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, τα οποία αθροιστικά ανεβάζουν αισθητά το τελικό κόστος.
Γιατί δεν παραγράφηκε στην 5ετία
Στο ερώτημα, γιατί δεν παραγράφηκε η υπόθεση, που αφορούσε στο έτος 2012, ενώ ο έλεγχος ολοκληρώθηκε μια δεκαετία αργότερα (και κοινοποιήθηκε το ίδιο έτος η Πράξη διοικητικού Προσδιορισμού του Φόρου), η απάντηση που έδωσε η ΔΕΔ είναι ότι υπήρχε μεγάλο ύψος φοροδιαφυγής.
Αναλυτικότερα, όπως επισημαίνει η ΔΕΔ, ο ετυμηγορίες της οποίας αποτελούν «δεδικασμένο» και για άλλες παρόμοιες υποθέσεις, η βασική περίοδος της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να καταλογίσει φόρους είναι η πενταετία από το έτος υποχρέωσης υποβολής της φορολογικής δήλωσης. Στην ουσία είναι 5+ 1 έτη.
Η προθεσμία αυτή διευρύνεται και φτάνει στη δεκαετία όταν προκύπτουν συμπληρωματικά στοιχεία, στα οποία δεν θα μπορούσαν να είχαν πρόσβαση οι ελεγκτές εντός της πενταετίας. Οι καταθέσεις δεν εντάσσονται στα συμπληρωματικά στοιχεία, καθώς είναι πάντα στη διάθεση των φορολογικών αρχών να τις ελέγξουν, οπότε, με βάση και τις αποφάσεις του ΣτΕ, οι εφοριακοί δεν μπορούν να επικαλεστούν ότι δεν γνώριζαν.
Όταν όμως, μέσα από τις υποθέσεις που ελέγχονται, προκύπτει «μεγάλη φοροδιαφυγή», τότε η εφορία μπορεί να καταλογίσει φόρους και πρόστιμα μέχρι και μια δεκαετία πίσω.
Όπως σημειώνει η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, για τις χρήσεις 2012 και 2013 και τα φορολογικά έτη 2014 - 2017, πράξεις προσδιορισμού φόρου μπορούν να εκδοθούν εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης, για περιπτώσεις φοροδιαφυγής, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 66 του ΚΦΔ.
Συνεπώς, για πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση οποιασδήποτε Υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης και αφορούν σε φοροδιαφυγή ύψους άνω των 50.000 ευρώ για ΦΠΑ και λοιπούς παρακρατούμενους φόρους και το ποσό των 100.000 ευρώ, για φόρο εισοδήματος, η παραγραφή επεκτείνεται από 5 σε 10 χρόνια.
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπόθεση ήταν της χρήσης του 2012 η οποία παραγράφονταν κανονικά (πενταετία) το 2018 (υποβολή δήλωσης το 2013 + 5 έτη). Λόγω όμως της μεγάλης φοροδιαφυγής, η προθεσμία παραγραφής διευρύνθηκε στα 10 χρόνια και συγκεκριμένα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2023. Η εφορία πρόλαβε για λίγους μήνες να βεβαιώσει τους φόρους και τα πρόστιμα, κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει μετά την 1η Ιανουαρίου 2024.