Μπαράζ ελέγχων τραπεζικών λογαριασμών από την ΑΑΔΕ βρίσκεται σε εξέλιξη τους πρώτους μήνες του 2024, όπως προκύπτει από τις δεκάδες αποφάσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών όπου προσφεύγουν οι ελεγχόμενοι.
Σε πρώτη προτεραιότητα είναι οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του έτους 2018, καθώς στις 31 Δεκεμβρίου 2024 παραγράφεται το δικαίωμα της εφορίας να καταλογίσει φόρους και πρόστιμα, όπως συμβαίνει με τις φορολογικές υποθέσεις των ετών 2017 και προγενέστερα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εντολές της ΑΑΔΕ προς τις ελεγκτικές υπηρεσίες (Ελεγκτικά Κέντρα, ΚΕΦΟΜΕΠ, ΥΕΔΔΕ, ΚΕΜΕΕΠ και ΔΟΥ) είναι ο κατά προτεραιότητα έλεγχος των υποθέσεων του έτους 2018, προκειμένου να ελεγχθούν όσο γίνεται περισσότερες στους 5,5 μήνες που απομένουν μέχρι την παραγραφή τους.
Αν η Εφορία βρει ποσά τα οποία θα χαρακτηρίσει αδικαιολόγητα, ο ελεγχόμενος μπλέκει σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατικών διαδικασιών, καθώς θα κληθεί να αποδείξει τη νομιμότητά τους, ενώ η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας φορολογείται στη χρήση που διαπιστώνεται από τον έλεγχο ότι επήλθε.
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών έχει κατακλυστεί από προσφυγές φορολογουμένων στους οποίους επιβλήθηκαν τσουχτερά πρόστιμα για κινήσεις των τραπεζικών τους λογαριασμών οι οποίες δεν συνάδουν με τα δηλωθέντα εισοδήματά τους, αλλά πρέπει να σημειωθεί, ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι περισσότερες απορρίπτονται και επικυρώνονται τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν σε πρώτο στάδιο.
Τα 7 στάδια του ελέγχου
Όπως περιγράφεται στις αποφάσεις της ΔΕΔ, η διαδικασία ελέγχου των τραπεζικών λογαριασμών εκτυλίσσεται στα ακόλουθα βήματα:
- Αποστέλλεται αίτημα προς όλα τα τραπεζικά ιδρύματα του εσωτερικού να γνωστοποιήσουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τυχόν τηρεί ο ελεγχόμενος, το είδος των λογαριασμών αυτών καθώς και τις ημερομηνίες ανοίγματος και κλεισίματός τους.
- Σε όσες τράπεζες διαπιστώθηκαν τραπεζικοί λογαριασμοί του ελεγχόμενου, αποστέλλονται σε κάθε τράπεζα χωριστά ηλεκτρονικά αιτήματα για τη γνωστοποίηση όλων των κινήσεων των λογαριασμών για το συγκεκριμένο διάστημα που αφορά ο έλεγχος και εφόσον την περίοδο αυτή, οι λογαριασμοί ήταν ενεργοί.
- Η ελεγκτική υπηρεσία επεξεργάζεται τα στοιχεία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών και τις συσχετίζει με τα δηλωθέντα εισοδήματα του ελεγχόμενου, καθώς και με τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ και τον δηλωθέντα τζίρο εάν είναι επαγγελματίας.
- Για τις περιπτώσεις που ο έλεγχος, βάσει της περιγραφής και αιτιολογίας της συναλλαγής δεν μπορεί να εντοπίσει την πραγματική πηγή ή αιτία προέλευσης των πιστώσεων ή στις περιπτώσεις που δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τον πραγματικό δικαιούχο των χρηματικών καταθέσεων, ζητεί εξηγήσεις.
- Εφόσον βρεθούν διαφορές, ο ελεγχόμενος καλείται να παράσχει εξηγήσεις, συνήθως σε διάστημα 15 ημερών και να προσκομίσει δικαιολογητικά που αποδεικνύουν ότι οι τραπεζικοί του λογαριασμοί δεν περιέχουν αδήλωτα εισοδήματα ή αγνώστου πηγής αδικαιολόγητα ποσά.
- Εάν πειστούν οι ελεγκτές της ΑΑΔΕ, ότι τα ποσά των τραπεζικών λογαριασμών δικαιολογούνται εν μέρει ή εν όλω από τα εισοδήματα ή τις ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων ή δωρεές κ.λπ. η υπόθεση κλείνει.
- Για τα ποσά που θα χαρακτηριστούν «προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία», υπόχρεος θα φορολογηθεί με 33% και στο ποσό του φόρου που θα προκύψει, θα υπολογιστεί και πρόστιμο 50%. Επιπλέον, αν ο ελεγχόμενος είναι επαγγελματίας που υπάγεται στον ΦΠΑ και τα αδικαιολόγητα ποσά που βρέθηκαν χαρακτηριστούν ως έσοδα της επιχείρησης, επ’ αυτών θα καταλογιστεί και ΦΠΑ.
Ποια στοιχεία στέλνουν οι τράπεζες
Οι τράπεζες υποχρεούνται να αποστείλουν στην ΑΑΔΕ κάθε στοιχείο που υπάρχει στα αρχεία τους και αφορά σε οποιαδήποτε συναλλαγή του ελεγχόμενου και ειδικότερα στοιχεία που αφορούν στους ακόλουθους λογαριασμούς:
- Καταθετικός λογαριασμός πρώτης ζήτησης
- Καταθετικός προθεσμιακός λογαριασμός
- Χορηγητικός λογαριασμός
- Επενδυτικός λογαριασμός (παντός είδους χαρτοφυλάκια επενδυτικών προϊόντων και αξιογράφων, όπως αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα, μετοχές, τραπεζοασφάλιστρα, παράγωγα, Repos κ.λπ.)
- Πιστωτική Κάρτα
- Τραπεζική Θυρίδα
- Λογαριασμός Πληρωμών
- Προπληρωμένη κάρτα (prepaid)
- Ηλεκτρονικό πορτοφόλι
- Άλλος λογαριασμός
- Αδιευκρίνιστο (όταν δεν υπάρχει δυνατότητα ακριβούς κατηγορίας κατάταξης).
Πώς δικαιολογούνται
Αν η εφορία βρει ποσά τα οποία θα χαρακτηρίσει αδικαιολόγητα, ο ελεγχόμενος θα κληθεί να αποδείξει τη νομιμότητα της προέλευσής τους.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, για οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας, που προέρχεται από άγνωστη πηγή και αιτία προέλευσης, ή πρόκειται για προσαύξηση περιουσίας που δεν προκύπτει από διαρκή και σταθερή πηγή και καθορίζεται ότι ο φορολογούμενος, εφόσον κληθεί, φέρει το βάρος της απόδειξης για την πηγή ή την αιτία προέλευσης ή ότι η εν λόγω προσαύξηση φορολογείται με συγκεκριμένες διατάξεις, ή ότι απαλλάσσεται με ειδική διάταξη. Όμως ισχύουν και τα ακόλουθα:
- Σε περίπτωση που οι αποδείξεις δεν είναι ικανοποιητικές, η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας χαρακτηρίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα.
- Οι φορολογούμενοι, οι υποθέσεις των οποίων ελέγχονται, μπορούν να δικαιολογήσουν την οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας με επιπλέον εισοδήματα τα οποία δεν εμφανίζονται στη φορολογική τους δήλωση, επικαλούμενοι τα επιπλέον έσοδα που είχαν αποκτήσει από τις πιο πάνω δραστηριότητες και εφόσον αυτά αποδεικνύονται. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας διαπιστωθεί κατά τον έλεγχο, απαιτείται να ελέγχονται και να συνεκτιμώνται τα πραγματικά στοιχεία και επίσης να ελέγχονται και να συνεκτιμώνται οι τυχόν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, που αποτελούν ή όχι τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
- Η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, από τους ελεγκτές, καθόσον αναλήψεις/καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές-κινήσεις που δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη φορολογητέο εισόδημα.
- Επίσης, μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα. Δηλαδή το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.
- Σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι, οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
- Επιπλέον ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς.
- Σημειώνεται ότι δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων.
- Όταν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η προσαύξηση της περιουσίας, τότε αυτή φορολογείται στη χρήση που διαπιστώνεται από τον έλεγχο ότι επήλθε.