Μικρή απόσταση χωρίζει πλέον τους μετόχους της Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας από το... ταμείο για την πληρωμή των πρώτων μερισμάτων από το μακρινό 2008. Ο επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ, Αντρέα Ενρία, ξεκαθάρισε χθες πώς ακριβώς θα γίνει από την πλευρά του SSM η αξιολόγηση των αιτημάτων από τις τράπεζες για διανομή μερισμάτων και όλα δείχνουν ότι οι δύο τράπεζες έχουν τις προϋποθέσεις να εξασφαλίσουν την έγκριση του SSM, που ακόμη και μετά τη δημοσίευση των θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων 9μήνου δεν ήταν δεδομένη.
Όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του Ενρία (στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων), για την έγκριση της διανομής μερισμάτων οι τράπεζες θα υποβληθούν σε ένα μίνι stress test, αμέσως μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων για το 2022. Θα κληθούν, δηλαδή, να αποδείξουν στον επόπτη (λίγο πριν υποβληθούν και στα τακτικά τεστ της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής για το 2023) ότι διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για να καλύψουν τις εποπτικές απαιτήσεις ακόμη και σε ένα δυσμενές οικονομικό σενάριο.
Ειδικότερα, σε ερώτηση για τις κυπριακές τράπεζες, που, όπως και οι ελληνικές, ευνοούνται από την άνοδο των επιτοκίων και εξετάζουν τη διανομή μερισμάτων, ο Ενρία «έριξε φως» στη διαδικασία που θα ακολουθήσει ο SSM για να αξιολογήσει όλα τα σχετικά αιτήματα:
- «Είναι αλήθεια ότι η αύξηση των επιτοκίων, η έξοδος από την πολιτική αρνητικών επιτοκίων, είχε θετικό αντίκτυπο στην κερδοφορία των τραπεζών –αυτό είναι γεγονός. Και θα συνεχίσει επίσης να διαδραματίζει θετικό ρόλο για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε το δεύτερο σημείο, ότι τα επιτόκια καταθέσεων θα αρχίσουν επίσης να αυξάνονται και, ως εκ τούτου, η θετική επίδραση στα περιθώρια θα μειωθεί ανάλογα. Τέλος πάντων, το θετικό αποτέλεσμα είναι υπαρκτό.
- Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίσαμε τις συζητήσεις για τις διανομές με τις κυπριακές τράπεζες, και οποιαδήποτε άλλη τράπεζα υπό την εποπτεία μας, είναι ότι τους ζητήσαμε να μας δώσουν τις εκτιμήσεις τους για την πορεία των κεφαλαίων τους, σύμφωνα με το βασικό σενάριο, το οποίο είναι μια ρηχή και σύντομη ύφεση, αλλά και κάτω από ένα δυσμενές σενάριο, που θα συνεπαγόταν ένα πιο αρνητικό αποτέλεσμα όσον αφορά την ανάπτυξη και τα επιτόκια.
- Εάν οι τράπεζες είναι σε θέση να μας αποδείξουν ότι θα είναι σε θέση να παραμείνουν υπεράνω των εποπτικών μας απαιτήσεων, ακόμη και σε ένα δυσμενές σενάριο, η καταβολή μερισμάτων δεν θα λάβει αρνητική απάντηση από την πλευρά μας. Αυτό ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες».
Το δυσμενές σενάριο και τα «μαξιλάρια»
Ποιο θα είναι, όμως, το δυσμενές σενάριο με βάση το οποίο θα κληθούν οι τράπεζες να «στρεσάρουν» τα κεφάλαια τους και να αποδείξουν στον SSM ότι μπορούν να μοιράσουν μερίσματα; Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ (Δεκέμβριος 2022), ενώ το βασικό της σενάριο για το 2023 προβλέπει «αναιμική» ανάπτυξη το 2023 (0,5%), στο δυσμενές σενάριο, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την παραδοχή ότι η μέση τιμή του φυσικού αερίου θα είναι εξαιρετικά υψηλή (246 ευρώ/μεγαβατώρα), η οικονομία της ευρωζώνης θα διολισθήσει σε ήπια ύφεση (συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,6%) και ο πληθωρισμός θα είναι αυξημένος από 6,4% στο βασικό σενάριο στο 7,4%.
Το δυσμενές σενάριο, όπως σημειώνει η ΕΚΤ, «συνεπάγεται μεγαλύτερη σύγκρουση στην Ουκρανία και πλήρη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου, με πολύ χαμηλότερο επίπεδο υποκατάστασης με εναλλακτικές πηγές από ό,τι υποτίθεται στις βασικές προβλέψεις. Υποθέτει επίσης υψηλότερες τιμές βασικών εμπορευμάτων, αυξημένη αβεβαιότητα, ασθενέστερο εμπόριο και επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης σε σύγκριση με το βασικό σενάριο. Ως εκ τούτου, η οικονομική δραστηριότητα θα υποστεί ισχυρότερους δυσμενέστερους κλυδωνισμούς και θα είναι σημαντικά ασθενέστερη από ό,τι στις προβολές του βασικού σεναρίου το 2023 και το 2024. Ο πληθωρισμός θα είναι υψηλότερος και τα δύο έτη, ιδίως το 2023, αλλά θα μειωθεί στο 2% το 2025».
Τα δύο σενάρια της ΕΚΤ
Το αντίστοιχο δυσμενές σενάριο της ΕΚΤ για την ελληνική οικονομία δεν είναι γνωστό, όμως είναι σαφές ότι δεν θα είναι χειρότερο από τις προβλέψεις για την ευρωζώνη, καθώς αποτελεί κοινή θέση των οικονομικών αναλυτών ότι και το 2023 η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει καλύτερες αναπτυξιακές επιδόσεις από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, έχοντας το μεγάλο ατού των επενδύσεων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα ξεπεράσουν τα 15 δισ. ευρώ και θα δημιουργήσουν ένα ισχυρό σημείο αντίστασης σε εξωγενείς πιέσεις.
Με αυτά τα δεδομένα, αναλυτές εκτιμούν ότι οι δύο τράπεζες που θέτουν υποψηφιότητα για διανομή μερισμάτων θα καταφέρουν να περάσουν τον έλεγχο, καθώς τα κεφάλαια που διαθέτουν είναι επαρκή για καλύψουν πλήρως τις δυσμενείς επιδράσεις μιας επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών, οι οποίες θα προέλθουν κυρίως από τη συσσώρευση νέων προβληματικών δανείων.
Οι δύο τράπεζες διαθέτουν μεγάλα κεφαλαιακά «μαξιλάρια», που υπερκαλύπτουν τις εποπτικές απαιτήσεις σε βαθμό ώστε να θεωρούνται «ασφαλείς» ακόμη και σε ένα δυσμενές σενάριο για την οικονομία. Οι βασικοί δείκτες τους (CET1) διαμορφώνονται στο επίπεδο του 15%. Ειδικότερα, όπως είχαν ανακοινώσει κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων 9μήνου,
- Eurobank: Οι δείκτες CET1 και συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) διαμορφώθηκαν σε 14,9% και 17,2% αντίστοιχα στο τέλος του εννεαμήνου 2022 και ήταν αυξημένοι κατά 160 και 150 μονάδες βάσης έναντι του εννεαμήνου 2021. Ο δείκτης CET1 με την πλήρη εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ (FLB3 CET1) ενισχύθηκε σε 14,2%, από 12,3% ένα χρόνο πριν.
- Εθνική: Ο δείκτης CET1 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας μετά την πλήρη εφαρμογή του ΔΛΠΧ9 ανέρχονται σε 15,2% και 16,3%, αντίστοιχα. Ο δείκτης CET1 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ενισχύθηκαν κατά 20μ.β. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και διαμορφώθηκαν σε 15,2% και 16,3%, αντίστοιχα, μετά την πλήρη εφαρμογή του ΔΛΠΧ9, αντανακλώντας την ισχυρή κερδοφορία της Τράπεζας (+40μ.β.) το Γ’ τρίμηνο 2022.