Την ανάγκη μιας «ολιστικής προσέγγισης» της αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) για να επιταχυνθεί η μείωσή τους, υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ, σύμφωνα με ειδική μελέτη που εκπονήθηκε από οικονομολόγους της ΤτΕ, η τραπεζική κερδοφορία θα έκανε... άλμα, εάν οι τράπεζες μείωναν τα «κόκκινα» δάνεια και, ταυτόχρονα, αύξαναν αντίστοιχα τις χορηγήσεις «καλών» δανείων.
Μέσα από τις γραμμές της νέας έκθεσης της ΤτΕ για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αναδεικνύεται άλλη μια φορά η ανάγκη να υιοθετηθεί, παράλληλα με το σχέδιο «Ηρακλής» και το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για τα «κόκκινα» δάνεια, παρότι αυτή την φορά δεν υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές σε αυτό το σχέδιο, αλλά «φωτογραφίζεται» μέσα από τις διατυπώσεις περί «ολιστικής προσέγγισης».
Ο Γιάννης Στουρνάρας προειδοποιεί εμφατικά ότι, όσο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν σε αργή πορεία μείωσης, οι τράπεζες θα παραμένουν παγιδευμένες στην αδυναμία να αυξήσουν τις χορηγήσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά και να αυξήσουν την κερδοφορία τους, για να δημιουργήσουν νέο κεφάλαιο εσωτερικά.
«Η αρνητική σχέση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού με το υψηλό απόθεμα ΜΕΔ, σε συνδυασμό με την τρέχουσα αρνητική πιστωτική επέκταση», υπογραμμίζει ο διοικητής της ΤτΕ οριοθετώντας το πρόβλημα των τραπεζών, «διαμορφώνει το πλαίσιο λειτουργίας της κερδοφορίας και περιορίζει σημαντικά τα περιθώρια βελτίωσής της. Εάν δεν υπάρξει μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης, τα μεγέθη κερδοφορίας των τραπεζών δεν θα μπορέσουν εύκολα να μεταβληθούν δεδομένου του πεπερασμένου περιθωρίου περιστολής του λοιπού λειτουργικού κόστους».
Το πρόβλημα της χαμηλής κερδοφορίας των τραπεζών παρουσιάζεται με έντονο τρόπο από την ΤτΕ σε αυτή την έκθεση, καθώς τονίζεται ότι «η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών κατά την τελευταία πενταετία, όπως εκφράζεται με το δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – RoE) (α΄ εξάμηνο 2019: 2,89%), υπολείπεται του αντίστοιχου μέσου στην ΕΕ (7%). Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ο δείκτης RoE για τις ελληνικές τράπεζες κινείται σε αρνητικό έδαφος (ή περί του μηδενός) για τις περισσότερες τριμηνιαίες παρατηρήσεις από το 2015 μέχρι σήμερα».
Τι θα κέρδιζαν οι τράπεζες με μείωση των «κόκκινων»
Στην ειδική μελέτη της ΤτΕ, συσχετίζεται η κερδοφορία με τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων για πρώτη φορά με πλήρη επιστημονικό τρόπο. Όπως αναφέρει ο Γ. Στουρνάρας, σχολιάζοντας τα ευρήματα, «η ύπαρξη ενός ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος ΜΕΔ επιδρά καθοριστικά στην αποτελεσματικότητα του επιχειρηματικού υποδείγματος (business model) των τραπεζών. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης υφίσταται σημαντική αρνητική επίδραση των ΜΕΔ στα κέρδη προ προβλέψεων και φόρων (Pre Provision income), γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου και απορρόφησης ζημιών των τραπεζών».
Οι οικονομολόγοι της ΤτΕ υπολογίζουν ότι οι τράπεζες θα είχαν πολύ μεγάλα οφέλη, εάν ακολουθούσαν μια στρατηγική μείωσης των ΜΕΔ, με παράλληλη χορήγηση αντίστοιχων ποσών νέων δανείων. «Προκύπτει», σύμφωνα με τη μελέτη, «ότι μία ποσοστιαία μείωση του υπολοίπου των ΜΕΔ από 1% - 10% και ισόποση χορήγηση δανείων θα βελτίωνε την κερδοφορία των τραπεζών έως και 11,2%, ενώ ο δείκτης ΜΕΔ θα βελτιώνονταν κατά 43 μ.β. ανά ποσοστιαία μονάδα μείωσης ΜΕΔ».
Επιπλέον, η πώληση των ΜΕΔ θα είχε σημαντική επίδραση στους δείκτες απόδοσης ενεργητικού, θα απελευθέρωνε κεφάλαια δισεκατομμυριών και θα επέτρεπε σημαντική αύξηση χορηγήσεων, σύμφωνα με τη μελέτη:
- Ο δείκτης RoAA (σ.σ.: δείκτης απόδοσης ενεργητικού) θα βελτιώνονταν από 1,8 έως 17,5 μονάδες βάσης σε επίπεδο τεσσάρων συστημικών τραπεζών.
- Για τις τέσσερις τράπεζες χωριστά, η βελτίωση της κερδοφορίας (σε όρους καθαρών κερδών προ προβλέψεων και φόρων και RoAA) κυμαίνεται μεταξύ 0,9% και 14,1% και από 1,2 έως 20,9 μονάδες βάσης αντίστοιχα.
- Η πώληση του 1% έως 10%, των ΜΕΔ απελευθερώνει κεφάλαια μέσω της ελάφρυνσης των στοιχείων του σταθμισμένου ενεργητικού (RWΑs) αξίας από 0,51 δισεκ. ευρώ έως 5,2 δισεκ. ευρώ.
- Η παραδοχή ότι μια ποσοστιαία μείωση των ΜΕΔ ακολουθείται από μια ισόποση αύξηση των χορηγούμενων δανείων μεταφράζεται σε αύξηση των χορηγούμενων δανείων από 0,78 δισεκ. ευρώ έως 7,8 δισεκ. ευρώ, ήτοι μια αύξηση από 0,4% έως 4% αντίστοιχα.
«Συμπερασματικά», τονίζουν οι οικονομολόγοι της ΤτΕ, «κρίνεται αναγκαία η λήψη ενεργειών προς την κατεύθυνση άμεσης μείωσης του υφιστάμενου υψηλού αποθέματος ΜΕΔ. Οι πρωτοβουλίες οι οποίες έχουν αναπτυχθεί από τους εμπλεκόμενους φορείς κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά χρειάζεται επιτάχυνση των προσπαθειών».
«Η επιτυχής αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ», προσθέτουν, «όχι μόνο θα συμβάλει στη μείωση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών, αλλά και θα διαμορφώσει τις συνθήκες για τη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, καθώς η οικονομία ανακάμπτει με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Με τον τρόπο αυτό θα επιτρέψει στα πιστωτικά ιδρύματα να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορέσουν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις».