Για δεύτερη φορά μετά την έφοδο της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις τράπεζες, για να ελεγχθούν πιθανές καταχρηστικές πρακτικές στην τιμολόγηση των προμηθειών, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπογραμμίζουν ότι στην Ελλάδα οι τράπεζες αντλούν πολύ μικρότερα έσοδα από τις προμήθειες, συγκριτικά με το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης.
Σε εκτενές, πρόσφατο άρθρο του, το BusinessDaily είχε αναφερθεί στα στοιχεία που περιέχονται στην τελευταία έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας της Κομισιόν. Σύμφωνα με την έκθεση, τα έσοδα από προμήθειες για τις ελληνικές τράπεζες είναι πολύ χαμηλότερα, ως ποσοστό των συνολικών εσόδων, από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Το ίδιο ακριβώς επισημαίνει και ο επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ, Αντρέα Ενρία, σε απαντητική επιστολή του προς τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Δημήτρη Παπαδημούλη, σημειώνοντας μεταξύ άλλων:
«Το β΄ τρίμηνο του 2019 η συνεισφορά των προμηθειών και των χρεώσεων στα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών υπό την εποπτεία της ΕΚΤ ήταν μικρότερη από το μισό της αντίστοιχης συνεισφοράς σε τράπεζες άλλων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα (περίπου 16% έναντι 33%, μετρούμενη σε κυλιόμενη βάση τεσσάρων τριμήνων)».
Σχετικά με τις επιβαρύνσεις καθημερινών συναλλαγών με αυξημένες προμήθειες, ο κ. Ενρία ξεκαθαρίζει ότι με το θέμα αυτό είναι αρμόδιες να ασχοληθούν μόνο οι εθνικές αρχές και πάντως όχι ο SSM. «Η λήψη μέτρων που αφορούν αυτήν την επιβάρυνση εναπόκειται στις εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή και επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο της εντολής προληπτικής εποπτείας που έχει ανατεθεί στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ», αναφέρει.
Το κείμενο της επιστολής
Ειδικότερα, στην επιστολή του προς τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ ο Α. Ενρία αναφέρει:
«Σύμφωνα με την εντολή που μας έχει ανατεθεί και με σκοπό τη συνεισφορά στην ασφάλεια και την ευρωστία των τραπεζών, η βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών αποτελεί βασικό στοιχείο της εποπτικής προσέγγισης της ΕΚΤ.
Η χαμηλή κερδοφορία εξασθενίζει την ικανότητα των τραπεζών να συσσωρεύουν κεφάλαιο μέσω της παρακράτησης κερδών και μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητά τους να αντλούν κεφάλαια εξωτερικά με την έκδοση μετοχών. Επιπλέον, η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική ανάληψη κινδύνων με στόχο τη δημιουργία υψηλότερων αποδόσεων βραχυπρόθεσμα.
Τα ελληνικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, που βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, προσπαθούν σκληρά να επανέλθουν σε κερδοφορία έπειτα από χρόνια κατά τα οποία κατέγραφαν ζημίες. Το σημαντικότερο είναι ότι πρέπει να επιλύσουν το ζήτημα του υπερβολικά υψηλού δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο, είναι ευθύνη των διοικήσεων αυτών των τραπεζών να αποφασίσουν ποιες στρατηγικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν ούτως ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη.
Η ΕΚΤ έχει ενημερωθεί για τις νέες προμήθειες που αναφέρετε στην επιστολή σας, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων για ορισμένες συναλλαγές καθώς και για εκτυπώσεις εντύπων κίνησης λογαριασμού σε ΑΤΜ και άλλες χρεώσεις σε σχέση με τη χρήση καρτών. Αυτές οι πληροφορίες έχουν σημασία για την ανάλυση της βιωσιμότητας και της διατηρησιμότητας των επιχειρηματικών μοντέλων των εν λόγω τραπεζών.
Το β΄ τρίμηνο του 2019 η συνεισφορά των προμηθειών και των χρεώσεων στα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών υπό την εποπτεία της ΕΚΤ ήταν μικρότερη από το μισό της αντίστοιχης συνεισφοράς σε τράπεζες άλλων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα (περίπου 16% έναντι 33%, μετρούμενη σε κυλιόμενη βάση τεσσάρων τριμήνων).
Όσον αφορά τις ερωτήσεις σας σχετικά με μέτρα μείωσης της επιβάρυνσης που συνεπάγονται οι νέες χρεώσεις για τους πελάτες, η λήψη μέτρων που αφορούν αυτήν την επιβάρυνση εναπόκειται στις εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή και επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο της εντολής προληπτικής εποπτείας που έχει ανατεθεί στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ.
Τέλος, η ΕΚΤ δεν μπορεί να προσδιορίσει ποσοτικά την πιθανή οικονομική επιβάρυνση αυτής της νέας πολιτικής για τους κατόχους καρτών ελληνικών τραπεζών, καθώς αυτό θα εξαρτηθεί επίσης από πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά των πελατών σε απόκριση στις νέες χρεώσεις».