Σε κρίσιμο πολιτικό χρόνο, καθώς βρίσκεται στο τραπέζι της κυβέρνησης η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για σύσταση bad bank, παρεμβαίνουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί (Κομισιόν, ΕΚΤ) για να υπογραμμίσουν προς την Αθήνα ότι το σχέδιο «Ηρακλής» δεν είναι αρκετό για να φέρει την εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων, αλλά χρειάζονται και άλλες συστημικές λύσεις.
Στη νέα έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αποφεύγουν να πάρουν ευθέως θέση, διατυπώνοντας μια σύσταση για την υιοθέτηση των προτάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά εμμέσως συντάσσονται με την πλευρά της ΤτΕ, που έχει κατ' επανάληψη τονίσει ότι ο «Ηρακλής» δεν επαρκεί για να μειωθούν τα προβληματικά δάνεια όσο χρειάζεται, δηλαδή σε μονοψήφια ποσοστά, κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Επιπλέον, η υπόδειξη για «συμπληρωματικές, δυνητικά συστημικές λύσεις, οι οποίοι διευκολύνουν την εξυγίανση των μη εξυπηρετούμενων δανείων», μοιάζει να «φωτογραφίζει» την πρόταση της ΤτΕ για bad bank, αφού είναι και η μοναδική συζητούμενη σήμερα ιδέα με αυτά τα χαρακτηριστικά.
Ειδικότερα, όπως εξηγούν οι θεσμοί,
- Βασικό στοιχείο της στρατηγικής των τραπεζών για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η προώθηση τιτλοποιήσεων στο πλαίσιο του σχεδίου «Ηρακλής», οι οποίες έχουν καθυστερήσει (σ.σ.: λόγω της πανδημίας). Μία συστημική τράπεζα ολοκλήρωσε πρόσφατα την πρώτη συναλλαγή στο πλαίσιο του προγράμματος, ενώ οι άλλες τρεις συστημικές τράπεζες, μετά από μια σύντομη παύση λόγω της πανδημίας, προχωρούν τώρα με τις τιτλοποιήσεις, οι οποίες αναμένεται να ολοκληρωθούν το πρώτο εξάμηνο του 2021.
- Το αποτέλεσμα αυτών των προγραμματισμένων συναλλαγών θα είναι η σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η διάβρωση των διαθέσιμων κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας.
- Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση επιτυχούς υλοποίησης όλων των προγραμματισμένων τιτλοποιήσεων, ο μέσος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνει σε διψήφια επίπεδα και πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
- Ο κίνδυνος συγκέντρωσης υψηλότερων μη εξυπηρετούμενων προβληματικών δανείων λόγω της πανδημίας, σε συνδυασμό με το δυνητικό κόστος κεφαλαίου περαιτέρω τιτλοποιήσεων, δείχνουν την ανάγκη για συμπληρωματικές, δυνητικά συστημικές λύσεις, οι οποίοι διευκολύνουν την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων.
Πλούσια ρευστότητα, πίεση σε κέρδη και κεφάλαια
Περιγράφοντας την κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα της χώρας, οι θεσμοί σημειώνουν, από τη μια πλευρά, ότι οι τράπεζες διαθέτουν πλούσια ρευστότητα, χάρη στο δανεισμό από την ΕΚΤ με ευνοϊκούς όρους και την αύξηση των καταθέσεων και, από την άλλη, τις πιέσεις που δέχονται ή αναμένεται να δεχθούν το επόμενο διάστημα η κερδοφορία και η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών.
Σχετικά με τη ρευστότητα, στην έκθεση σημειώνεται ότι «οι διευκολυντικές συνθήκες νομισματικής πολιτικής επέτρεψαν στις ελληνικές τράπεζες να επωφεληθούν από παροχές ρευστότητας με χαμηλό κόστος». Τα μέτρα της ΕΚΤ, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κρίσης του κορονοϊού, «οδήγησαν σε απότομη αύξηση της χρήσης της χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος από τις τράπεζες, η οποία αυξήθηκε από 7,6 δισ. ευρώ στα τέλη Φεβρουαρίου σε 39 δισ. ευρώ στα τέλη Σεπτεμβρίου 2020».
Παράλληλα, «οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν ανοδική τάση από τον Μάρτιο, παρά τη γενική μείωση των επιτοκίων καταθέσεων. Η τάση ενισχύθηκε κυρίως από καταθέσεις από τον ιδιωτικό τομέα, κυρίως από τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν να συσσωρεύσουν ρευστότητα εν μέσω της πανδημίας. Από κοινού, η χρηματοδότηση του Ευρωσυστήματος και οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα επέτρεψαν να παραμείνουν ευνοϊκές οι συνθήκες ρευστότητας. Ως αποτέλεσμα, τα τέσσερα ελληνικά συστημικά ιδρύματα έχουν επιτύχει δείκτη κάλυψης ρευστότητας άνω του 100%».
Την ίδια στιγμή, όμως, «οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας αναμένεται να συνεχίσουν να ασκούν πίεση στην ήδη χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών, μέσω χαμηλότερων καθαρών εσόδων από τόκους και προβλέψεων για υψηλές ζημίες από δάνεια, ιδίως εάν η ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια αποδυναμωθεί το επόμενο έτος. Το πρώτο εξάμηνο του 2020, τα κέρδη από επαναλαμβανόμενα έσοδα συνέχισαν να παράγουν μία από τις χαμηλότερες αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων στη ζώνη του ευρώ, καθώς η κερδοφορία επηρεάσθηκε από τις αυξανόμενες προβλέψεις λόγω της επιδείνωσης του μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Επιπλέον, οι τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι οποίες απαιτούν υψηλές προβλέψεις για πιστωτικές ζημιές, αναμένεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κερδοφορία των τραπεζών».
Σχετικά με τις τιτλοποιήσεις, οι θεσμοί σημειώνουν ότι, «παρά τις θετικές επιδράσεις στο κόστος κινδύνου των τραπεζών, δεν θα οδηγήσουν μόνο σε αρχική, εφάπαξ κεφαλαιακή ζημία, αλλά και σε επαναλαμβανόμενη ζημία επί των καθαρών εσόδων από τόκους, σε περίπτωση διαγραφής δανείων. Στο μέλλον, είναι αμφίβολο ότι το μειωμένο κόστος χρηματοδότησης και τα αναμενόμενα κέρδη από νέα δάνεια μπορεί να αντισταθμίσουν πλήρως αυτό το αποτέλεσμα βραχυπρόθεσμα, ιδίως εάν οι νέοι όγκοι εταιρικών δανείων υπολείπονται των προσδοκιών το επόμενο έτος».
«Η χαμηλή κερδοφορία, σε συνδυασμό με το κόστος των επερχόμενων τιτλοποιήσεων και τη σταδιακή κατάργηση των μεταβατικών ρυθμίσεων προληπτικής εποπτείας, ενδέχεται να δημιουργήσουν προκλήσεις για την κεφαλαιακή θέση των τραπεζών», τονίζουν οι θεσμοί, «ενώ η εξάρτηση από περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με το κράτος αναμένεται να αυξηθεί».
Ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ανήλθε στο 14,7% στο τέλος Ιουνίου 2020, ξεπερνώντας τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Όμως, όπως τονίζουν οι θεσμοί, «η κεφαλαιακή θέση των τραπεζών επηρεάζεται βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα από i) το κόστος κεφαλαίου των επικείμενων τιτλοποιήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων, ii) τους νέους κανόνες για τη μεταχείριση των ιδίων κεφαλαίων που κατέχονται στο πλαίσιο του πυλώνα ΙΙ και iii) την αναμενόμενη σταδιακή κατάργηση των μεταβατικών ρυθμίσεων προληπτικής εποπτείας. Επιπλέον, αυτές οι αρνητικές επιδράσεις στα κεφάλαια θα αυξήσουν το ήδη υψηλό μερίδιο των αναβαλλόμενων πιστώσεων φόρου στο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 (€15,4 δισ. ή 60,4% τον Ιούνιο του 2020). Ταυτόχρονα, οι τράπεζες αύξησαν τις συνολικές θέσεις τους σε κρατικά ομόλογα το πρώτο εξάμηνο του 2020, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν κέρδη τους. Μαζί με τα διατηρούμενα senior notes των τιτλοποιήσεων που καλύπτονται από την εγγύηση στο πλαίσιο του συστήματος προστασίας ενεργητικού "Ηρακλής", αυτό συνεπάγεται στενότερη σύνδεση δημόσιου και τραπεζικού τομέα».
Για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σημειώνεται στην έκθεση ότι μειώθηκαν στο 36,7% στα τέλη Ιουνίου, αλλά το ποσοστό αυτό παραμένει το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ. Τα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών, μέσω αναστολών στις πληρωμές, έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο μέχρι στιγμής στην προστασία του ισολογισμού των τραπεζών από τον αντίκτυπο της πανδημίας στον πιστωτικό κίνδυνο των χαρτοφυλακίων, τονίζουν οι θεσμοί.
«Ωστόσο», προσθέτουν, «οι τράπεζες πρέπει να προετοιμασθούν για ένα πιθανό "φαινόμενο γκρεμού" όταν λήξουν τα μέτρα αυτά», δηλαδή να προετοιμασθούν για τον κίνδυνο απότομης αύξησης των «κόκκινων» δανείων. Στις 30 Σεπτεμβρίου, τα δάνεια σε αναστολή ανέρχονταν σε 20,2 δισ. ευρώ. «Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 12% του χαρτοφυλακίου εγχώριων δανείων των τραπεζών», σημειώνουν οι θεσμοί και προσθέτουν ότι το μεγάλο μερίδιο δανείων που βρίσκονται σε αναστολή υποδηλώνει «σημαντικό κίνδυνο μελλοντικών αναταξινομήσεων δανείων σε κατάσταση μη εξυπηρετούμενων». Τονίζεται επίσης ότι οι τράπεζες έχουν σχηματίσει ως τώρα προβλέψεις που καλύπτουν μόνο μερικώς τις πιθανές απώλειες.
Τέλος, στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για τις πτωχεύσεις, το οποίο σχολιάζεται θετικά από τους θεσμούς, επισημαίνεται με έμφαση ότι ακόμη το πλαίσιο δεν έχει πλήρως οριστικοποιηθεί, αφού παραμένουν σε εκκρεμότητα 53 συνολικά υπουργικές αποφάσεις και άλλα στοιχεία δευτερογενούς νομοθεσίας. Για το πρόγραμμα «Γέφυρα», τονίζεται ότι είχε πολύ μικρότερη συμμετοχή από τις αρχικές προβλέψεις του υπ. Οικονομκών, καθώς οι αιτήσεις ήταν τελικά 160.647, ενώ το υπουργείο προέβλεπε ότι θα υποβάλλονταν 300.000 αιτήσεις.