Η αδύναμη κερδοφορία, η αυξημένη εξάρτηση από το κράτος και οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή του πτωχευτικού νόμου και την εκκαθάριση των παλιών υποθέσεων του νόμου Κατσέλη αποτελούν τις κυριότερες πηγές ανησυχίας των ευρωπαϊκών Θεσμών στο τελευταίο «τσεκάπ» που έκαναν στις τράπεζες, ενώ διατυπώνουν αισιόδοξες εκτιμήσεις για την εξυγίανση των ισολογισμών και για τα νέα «κόκκινα» δάνεια που θα δημιουργήσει η κρίση της πανδημίας.
Όπως προκύπτει από την 11η έκθεση αξιολόγησης της οικονομίας, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας από την Κομισιόν και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι Θεσμοί βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο για την πορεία των εξελίξεων στο τραπεζικό σύστημα. Όπως σημειώνουν, η επίδραση της πανδημίας στον τραπεζικό τομέα ήταν περιορισμένη ως τώρα, χάρη στα μέτρα που έλαβαν οι ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές, ενώ η εφαρμογή των συμφωνημένων μέτρων πολιτικής συνεχίζεται, αλλά είναι βραδύτερη από το αναμενόμενο.
Όπως σημειώνεται στα γενικά συμπεράσματα της έκθεσης για το τραπεζικό σύστημα, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν μειώθηκε το πρώτο τρίμηνο (διατηρήθηκε στο 30%), αλλά αυτό θα γίνει όταν προχωρήσουν οι επόμενες τιτλοποιήσεις που θα ενταχθούν στο σχέδιο «Ηρακλής». Σε αυτό το πλαίσιο, έχει θετική υποδοχή από τους Θεσμούς η αλλαγή στο πλαίσιο για τον αναβαλλόμενο φόρο, που θα επιτρέψει την απόσβεση των αναβαλλόμενων πιστώσεων σε βάθος 20ετίας, ώστε να διευκολυνθεί και η απορρόφηση των ζημιών από τις τιτλοποιήσεις. Σημαντικές καθυστερήσεις καταγράφονται στην εφαρμογή του νέου πτωχευτικού νόμου και στην εκκαθάριση των παλιών υποθέσεων του νόμου Κατσέλη.
Στις επιμέρους παρατηρήσεις των Θεσμών σημειώνονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
- Σχετικά με την κερδοφορία, τονίζεται ότι προκαλούνται πιέσεις από τον σχηματισμό προβλέψεων για τις τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων. Έτσι, το πρώτο τρίμηνο του 2021 οι τράπεζες παρέμειναν ζημιογόνες. Θετικό στοιχείο είναι ότι τα καθαρά τους έσοδα αυξήθηκαν, αν και αυτό ήταν αποτέλεσμα κυρίως των εφάπαξ εσόδων από συναλλαγές που συνδέονται με το χαρτοφυλάκιο κρατικών ομολόγων. Επίσης, τα καθαρά έσοδα από τόκους ενισχύθηκαν από τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης, που με τη σειρά της ήταν αποτέλεσμα της αύξησης των καταθέσεων και της άφθονης χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα. Όπως τονίζουν οι Θεσμοί, τα καθαρά περιθώρια επιτοκίου αναμένεται να παραμείνουν υπό πίεση λόγω των χαμηλών επιτοκίων και της αναμενόμενης εξυγίανσης των ισολογισμών (σ.σ.: η οποία θα μειώσει τα έσοδα τόκων από προβληματικά δάνεια που θα φεύγουν από τους ισολογισμούς των τραπεζών). Οι προοπτικές κερδοφορίας για το δεύτερο εξάμηνο του 2021, τονίζεται, θα επηρεαστούν από την ικανότητα των τραπεζών να μειώσουν περαιτέρω τις ανάγκες για σχηματισμό προβλέψεων, από την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα επηρεάσει τη ζήτηση για νέα δάνεια και από την ικανότητα των τραπεζών να βρουν εναλλακτικές πηγές εισοδήματος. Η περαιτέρω μείωση του κόστους και η αξιοποίηση της ψηφιακής μετάβασης θα αποτελέσουν άλλες βασικές προκλήσεις στο εγγύς μέλλον, υπογραμμίζουν οι Θεσμοί.
- Για την κεφαλαιακή θέση των τραπεζών, επισημαίνεται ότι στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2021 παρέμεινε σε γενικές γραμμές επαρκής, παρά τις ζημιές που καταγράφηκαν λόγω της πανδημίας και της εξυγίανσης των ισολογισμών και παρά τη μερική κατάργηση των μεταβατικών προληπτικών προσαρμογών. Ο βασικός δείκτης (CET1) μειώθηκε στο 13,6% και ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας στο 15,6% στο τέλος του πρώτου τριμήνου, έναντι 16,2% και 17,3%, αντίστοιχα, κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2020. Τονίζεται, επίσης, ότι οι πρόσφατες, επιτυχημένες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου από δύο συστημικές τράπεζες το δεύτερο τρίμηνο του 2021, σε συνδυασμό με άλλες δράσεις ενίσχυσης κεφαλαίου, επιτρέπουν στις ελληνικές συστημικές τράπεζες να προχωρήσουν με τις φιλόδοξες στρατηγικές μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ταυτόχρονα, η κεφαλαιακή θέση ορισμένων λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων ενδέχεται να απαιτήσει στενή παρακολούθηση βραχυπρόθεσμα, καθώς αντιμετωπίζουν επίσης το υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων τους.
- Για τη σχέση του κράτους με τις τράπεζες, στην οποία είχε αναφερθεί και εκτενής σχετική ανάλυση από την Τράπεζα της Ελλάδος, οι Θεσμοί τονίζουν ότι έχει ενισχυθεί τον τελευταίο χρόνο και θα απαιτήσει στενή παρακολούθηση στο μέλλον. Το ήδη υψηλό μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στα κεφάλαια των τραπεζών βρίσκεται σε ανοδική πορεία, σημειώνουν, φθάνοντας το 65% του CET1 το πρώτο τρίμηνο του 2021, καθώς οι κεφαλαιακές θέσεις των τραπεζών δέχονται πιέσεις από το κόστος των ολοκληρωμένων και επερχόμενων τιτλοποιήσεων δανείων και από την υποτονική κερδοφορία. Επιπλέον, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες αύξησαν σταδιακά την έκθεσή τους σε εγχώρια κρατικά ομόλογα, από 6,4% του συνολικού ενεργητικού τους στο τέλος του 2018 σε 10,1% στο τέλος του 2020. Επιπλέον, η έκθεση των ελληνικών τραπεζών στο Δημόσιο αυξάνεται περαιτέρω μέσω κρατικών εγγυήσεων που παρέχονται στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής» και των μέτρων κρατικής στήριξης για την πανδημία, ενώ το κράτος διατηρεί επίσης συμμετοχές στον κλάδο, ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του σε προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών.
- Για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπογραμμίζεται ότι η οριακή επιδείνωση του σχετικού δείκτη το πρώτο τρίμηνο του 2021 (αυξήθηκε στο 30,3%) αναμένεται να αντιστραφεί τα επόμενα τρίμηνα λόγω περαιτέρω τιτλοποιήσεων. Ο λόγος της μικρής επιδείνωσης ήταν η αύξηση των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων το α’ τρίμηνο του έτους, ιδίως στην κατηγορία των εταιρικών και καταναλωτικών δανείων. Μέχρι το τέλος Ιουνίου 2021 ολοκληρώθηκαν άλλες τρεις συναλλαγές στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής», φθάνοντας σε συνολικό χαρτοφυλάκιο τιτλοποιημένων μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους περίπου 17 δισ. ευρώ. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες σχεδιάζουν να διαθέσουν επιπλέον 24 δις. ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων έως το τέλος του 2021, αξιοποιώντας την πρόσφατη παράταση του σχεδίου «Ηρακλής». Στόχος τους είναι να επιτύχουν μονοψήφιους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων το αργότερο το 2022. Η επιτυχία αυτών των φιλόδοξων σχεδίων μείωσης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, τονίζουν οι Θεσμοί, όπως η κλίμακα των νέων εισροών μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μελλοντική οικονομική ανάπτυξη και οι συνολικές συνθήκες της αγοράς.
- Για τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που θα αφήσει πίσω της η πανδημία, οι Θεσμοί τονίζουν ότι, μετά τη λήξη των αναστολών που είχαν δοθεί στους δανειολήπτες, μια αρχική αξιολόγηση δείχνει μέτριο αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα των χαρτοφυλακίων, σύμφωνα με τις προσδοκίες των τραπεζών. Υπογραμμίζουν, όμως, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν καθοδικοί κίνδυνοι. Ειδικότερα, η συντριπτική πλειονότητα των αναστολών εξυπηρέτησης δανείων έληξε στο τέλος του 2020, με ορισμένες περιορισμένες εξαιρέσεις, ιδιαίτερα συνδεδεμένες με τον τομέα του τουρισμού. Με βάση τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμάται ότι ο αριθμός των πιθανών αθετήσεων πληρωμών είναι απίθανο να υπερβεί την αρχική εκτίμηση που ενσωματώθηκε στα επιχειρηματικά σχέδια των τραπεζών για το 2021 (σ.σ.: 3 – 5 δισ. ευρώ). Επί του παρόντος, περίπου οι μισοί από τους δανειολήπτες που εξέρχονται από το μορατόριουμ έχουν επανέλθει σε κανονικό καθεστώς πληρωμών, ενώ η ομαλή μετάβαση των υπόλοιπων δανειοληπτών σε κανονικό τρόπο πληρωμής υποστηρίζεται από: α) μια σειρά διευκολύνσεων που προσφέρουν οι τράπεζες σε βιώσιμους πελάτες που αντιμετωπίζουν προσωρινές δυσκολίες και β) τα δύο προσωρινά καθεστώτα επιδότησης δόσεων που έχουν θεσπιστεί από τις αρχές για τη διευκόλυνση οφειλετών που πλήττονται από την πανδημία («Γέφυρα» I και II). Στο τέλος Μαΐου είχαν υποβληθεί συνολικά 40.314 αιτήσεις για το πρόγραμμα «Γέφυρα» για επιχειρηματικά δάνεια και έως το τέλος Ιουλίου είχαν διεκπεραιωθεί 18.077 αιτήσεις, που αντιστοιχούν σε δάνεια ύψους 6,5 δισ. ευρώ. Για το πρόγραμμα που αφορά δάνεια πρώτης κατοικίας, οι αρχές ανακοίνωσαν τρίμηνη παράταση. Πάντως, τονίζουν οι Θεσμοί, εξακολουθούν να υπάρχουν καθοδικοί κίνδυνοι όσον αφορά τα επίπεδα προβλέψεων των τραπεζών, καθώς ο πλήρης αντίκτυπος της πανδημίας στις εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων ενδέχεται να καταστεί εμφανής με καθυστέρηση το 2022, όταν θα έχουν λήξει τα προγράμματα στήριξης. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να υπάρξει κατάλληλη και ομοιογενής ταξινόμηση και σχηματισμός προβλέψεων για τα δάνεια που βρίσκονται σε προγράμματα στήριξης, καθώς και περαιτέρω βελτιώσεις στην εσωτερική ικανότητα των τραπεζών να παρέχουν βιώσιμες μακροπρόθεσμες αναδιαρθρώσεις δανείων, προκειμένου να διαχειρίζονται προληπτικά τους κινδύνους αυτούς και να διασφαλίζουν την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- Σχετικά με τα νέα δάνεια, τονίζεται ότι τα κρατικά προγράμματα στήριξης συνέχισαν να ενισχύουν τη ροή πιστώσεων προς την οικονομία. Κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2021, το 28% των νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις υποστηρίχθηκε από μέσα που προσέφερε η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα και το 48% στην περίπτωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το ταμείο εγγυήσεων για την πανδημία έχει βοηθήσει στην παροχή δανείων ύψους 5,7 δισ. ευρώ από την αρχή της πανδημίας μέχρι τα τέλη Ιουνίου. Το ταμείο θα παραμείνει διαθέσιμο μέχρι το τέλος του 2021 και αναμένεται να διοχετεύσει πρόσθετα δάνεια ύψους 0,8 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο του «ΤΕΠΙΧ II» έχουν εκταμιευθεί δάνεια ύψους 2,1 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος Ιουνίου. Οι πιστώσεις σε μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες συνέχισαν να αυξάνονται, αλλά με βραδύτερο ρυθμό. Τον Ιούλιο του 2021, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των καθαρών πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες μειώθηκε σε 4,1% από 6,7% τον Απρίλιο και 10,0% τον Δεκέμβριο του 2020. Το κόστος των δανείων σε μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες παρέμεινε ιστορικά χαμηλό κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021, σε αντίθεση με το κόστος πίστωσης για τις μικρές επιχειρήσεις, το οποίο είναι σημαντικά υψηλότερο.
- Για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, σημειώνεται η συμμετοχή του σε δύο αυξήσεις κεφαλαίου συστημικών τραπεζών. Ταυτόχρονα, οι Θεσμοί επισημαίνουν την καθυστέρηση στη διαδικασία διορισμού νέου Αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου και σημειώνουν με νόημα ότι η διατήρηση της ανεξαρτησίας του Ταμείου και ο σεβασμός της διαδικασίας επιλογής, όπως ορίζεται στο νόμο, παραμένει ουσιώδους σημασίας.
Οι καθυστερήσεις στον πτωχευτικό νόμο
Για το νέο πλαίσιο αφερεγγυότητας, οι Θεσμοί σημειώνουν ότι τα αρχικά σημάδια είναι ενθαρρυντικά, αλλά είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα της νέας διαδικασίας, καθώς ο νέος πτωχευτικός νόμος έχει τεθεί πλήρως σε ισχύ από την 1η Ιουνίου 2021, ενώ μέχρι και τα τέλη Αυγούστου παρέμεναν σε εκκρεμότητα οκτώ υπουργικές αποφάσεις και τον Ιούλιο έγιναν βελτιώσεις στον νόμο. Η νέα εξωδικαστική διαδικασία διευθέτησης οφειλών, όπως σημειώνουν οι Θεσμοί, προσέλκυσε έντονο ενδιαφέρον, με 23.996 ενεργές αιτήσεις ως τα τέλη Αυγούστου. Όσον αφορά τη δημιουργία του ταμείου που θα αγοράζει τις κύριες κατοικίες δανειοληπτών από πλειστηριασμούς και τις εκμισθώνει στους οφειλέτες για να αποφεύγουν την έξωση, οι Θεσμοί επισημαίνουν ότι η σχετική διαδικασία έχει καθυστερήσει περαιτέρω, ως το τέλος Σεπτεμβρίου 2022.
Για την εκκαθάριση παλιών υποθέσεων του νόμου Κατσέλη, οι Θεσμοί σημειώνουν ότι παρατηρούνται σοβαρές καθυστερήσεις και μέχρι τα τέλη Αυγούστου, είχαν ορισθεί νέες δικάσιμοι για μόλις 7,5% των περίπου 50.000 αιτήσεων που υποβλήθηκαν. Αυτή η μη ικανοποιητική κατάσταση οφείλεται εν μέρει σε λόγους που συνδέονται με την πανδημία, αλλά σχετίζεται επίσης με την περιορισμένη ικανότητα διεκπεραίωσης υποθέσεων στα δικαστήρια, επισημαίνουν οι Θεσμοί. Έτσι, ενώ τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ενθάρρυναν την ολοκλήρωση της δέσμευσης για την εκκαθάριση των παλιών υποθέσεων έως τον Απρίλιο του 2022, αυτό δεν είναι βέβαιο. Όπως αναφέρουν οι Θεσμοί, η καταληκτική ημερομηνία μπορεί να καθορισθεί μόνο στην επόμενη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, με βάση τα στοιχεία για τον αριθμό των εκκρεμών υποθέσεων που πρέπει να παρασχεθούν από τις αρχές.