Σαν επτασφράγιστο μυστικό κρατά την τοποθεσία που έχει επιλέξει η ΦΑΓΕ στη δυτική Ευρώπη προκειμένου να κατασκευάσει το νέο εργοστάσιο γιαουρτιού. Παρά το γεγονός ότι έχει περάσει περισσότερο από ένας χρόνος από το «ναυάγιο» στο Λουξεμβούργο, γεγονός που ανάγκασε τη γαλακτοβιομηχανία να αναθεωρήσει πλήρως τον στρατηγικό της σχεδιασμό σε σχέση με τη συγκεκριμένη επένδυση, ωστόσο η διοίκηση μέχρι στιγμής τηρεί σιγή ιχθύος, μη θέλοντας να αποκαλύψει περαιτέρω λεπτομέρειες.
Και όλα αυτά ενώ ήδη έχει υπογράψει συμφωνίες με προμηθευτές και κατασκευαστές, από τις οποίες απέρρεαν υποχρεώσεις 27,1 εκατ. ευρώ στο τέλος του περασμένου Μαρτίου και οι οποίες καθίστανται πληρωτέες σε βάθος πενταετίας. Επιπλέον, από το σύνολο των κεφαλαιουχικών δαπανών της τάξεως των 10,8 εκατ. δολαρίων κατά τους πρώτους εννιά μήνες του 2021, τα 2 εκατ. δολάρια κατευθύνθηκαν για το καινούργιο εργοστάσιο.
Αν και σε επίπεδο φημολογίας όλο αυτό το διάστημα έχουν ακουστεί διάφορες χώρες, οι οποίες ενδέχεται να φιλοξενήσουν την παραγωγική μονάδα της ΦΑΓΕ -μεταξύ των οποίων η Ολλανδία και το Βέλγιο- ωστόσο από την πλευρά της η γαλακτοβιομηχανία επιμένει στη στάση της σιωπής. Στο μόνο που αρκέστηκε πριν μερικές μέρες είναι να αναφέρει, στη διάρκεια της ενημέρωσης των οικονομικών αναλυτών για τα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου, ότι στο τέλος της φετινής χρήσης θα δώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την τοποθεσία της υπό σχεδιασμό επένδυσης.
Συγκεκριμένα, ο διευθύνων σύμβουλος της ΦΑΓΕ, Θανάσης Φιλίππου, σημείωσε ότι «θέλει να απαντήσει με διαφάνεια σε όλες τις ερωτήσεις» και ότι δε θα το κάνει «μέχρι να εξασφαλιστούν ορισμένες κινήσεις», προσθέτοντας, παράλληλα, ότι αυτή τη φορά η επένδυση προχωρά «προς τη σωστή κατεύθυνση και με τους σωστούς συνεργάτες». Το μόνο σίγουρο είναι ότι η επίσημη ανακοίνωση του σημείου θα αποτελέσει την τελευταία πράξη του δράματος, το οποίο κρατά περίπου εδώ και 5 χρόνια.
Το σχέδιο που ναυάγησε στο Λουξεμβούργο
Θυμίζουμε ότι η νέα παραγωγική μονάδα γιαουρτιού, η οποία έχει στόχο να καλύψει την αυξημένη ζήτηση στην ευρωπαϊκή αγορά, ήταν αρχικά να κατασκευαστεί στο Λουξεμβούργο, σχέδιο το οποίο ναυάγησε οριστικά το φθινόπωρο του 2020, υπό το βάρος έντονων αντιδράσεων από τοπικές αρχές, περιβαλλοντικές οργανώσεις και κατοίκους. Μάλιστα, ήταν τέτοιο το μέγεθος του αρνητικού αντίκτυπου που είχε το συγκεκριμένο εγχείρημα στο Λουξεμβούργο, που η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να κάνει αυστηρότερο το πλαίσιο το οποίο αφορούσε στην αγοραπωλησία κρατικής γης σε βιομηχανικές ζώνες της χώρας.
Ειδικότερα, η ΦΑΓΕ είχε αγοράσει από το κράτος ένα οικόπεδο 15 στρεμμάτων, καταβάλλοντας το ποσό των 30 εκατ. ευρώ στη βιομηχανική ζώνη Wolser στο Bettembourg, στο οποίο σχεδίαζε να κατασκευάσει τη νέα παραγωγική μονάδα. Το συγκεκριμένο, ωστόσο, τίμημα θεωρήθηκε κατά 25% μικρότερο σε σχέση με αντίστοιχα οικόπεδα που είχαν πωληθεί στη συγκεκριμένη περιοχή στο παρελθόν. Και σε αυτό το σκηνικό προστέθηκαν και οι έντονες αντιδράσεις από τους κατοίκους της περιοχής αλλά και από περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οποίες υποστήριζαν ότι το εργοστάσιο θα χρησιμοποιούσε τεράστιες ποσότητες υδάτινων πόρων, υποβαθμίζοντας το φυσικό περιβάλλον.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε αναφορικά με την απόκτηση του οικοπέδου από τη γαλακτοβιομηχανία, βρέθηκε στο στόχαστρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Λουξεμβούργου, ενώ παράλληλα, συστάθηκε και ειδική εξεταστική επιτροπή στη Βουλή ενώπιον της οποίας κατέθεσαν οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην υπόθεση υπουργοί και κρατικοί αξιωματούχοι. Βασικός πρωταγωνιστής της υπόθεσης ήταν ο τότε υπουργός οικονομίας Étienne Schneider, ο οποίος το 2016 είχε παρουσιάσει στα μέσα μαζικής ενημέρωσης όλες τις λεπτομέρειες της τότε σχεδιαζόμενης επένδυσης. Το μικρότερο τίμημα δικαιολογήθηκε από τους εμπλεκόμενους σαν ένα απαραίτητο δέλεαρ προκειμένου η ΦΑΓΕ να επιλέξει το μεγάλο δουκάτο για την υλοποίηση της επένδυσης των 277 εκατ. ευρώ, η οποία υποσχόταν να δημιουργήσει περίπου 200 θέσεις απασχόλησης.