Σε λιγότερο από ένα μήνα αρχίζει στη Νέα Υόρκη μια δίκη που ίσως να κρίνει την πορεία της τουρκικής οικονομίας και να αποτελέσει σημείο καμπής στην πολιτική ιστορία του προέδρου Ερντογάν. Στις 3 Μαΐου δικάζεται σε ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης η κορυφαία τουρκική τράπεζα Halkbank με βαρύτατες κατηγορίες για επιχείρηση που έστησε με σκοπό την παράκαμψη των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν και με ένα κατηγορητήριο «βαρύ» σε αναφορές για εμπλοκή στην υπόθεση του γαμπρού του Ερντογάν, αλλά και του ίδιου του Τούρκου προέδρου.
Η δίκη επρόκειτο να αρχίσει την 1η Μαρτίου, ύστερα από αλλεπάλληλες προσπάθειες της τουρκικής τράπεζας και των δικηγόρων της να την αποτρέψουν, ασκώντας έφεση για την απόρριψη του κατηγορητηρίου, αλλά χωρίς επιτυχία. Ομοσπονδιακός δικαστής της Νέας Υόρκης είχε απορρίψει στις 26 Οκτωβρίου του 2020 την τελευταία έφεση της Halkbank, που είχε ζητήσει να «παγώσει» η διαδικασία στο ακροατήριο μέχρι να κριθεί η προσφυγή της εναντίον του κατηγορητηρίου.
Με την απόφασή του στις 26 Οκτωβρίου, ο Αμερικανός δικαστής έδωσε μόνο μια μικρή αναβολή στην έναρξη της δίκης, μεταφέροντας τη δικάσιμο από την 1η Μαρτίου στις 3 Μαΐου, ενώ στις 29 Απριλίου θα αρχίσει η διαδικασία επιλογής ενόρκων. Χωρίς να είναι βέβαιο ότι η εξέλιξη αυτή συνδέεται με τον ορισμό της δικασίμου για την υπόθεση της Halkbank, γεγονός είναι ότι λίγες ημέρες μετά την απόφαση του δικαστή, στις αρχές Νοεμβρίου, ο γαμπρός του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, μυστηριωδώς παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού Οικονομικών, επικαλούμενος λόγους υγείας.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν είχε προσπαθήσει ακόμη και με πολιτικές παρεμβάσεις να σταματήσει τη δικαστική έρευνα στις ΗΠΑ για τη Halkbank. Όπως έχει επιβεβαιώσει στο πολύκροτο βιβλίο του ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Τραμπ, Τζον Μπόλτον, ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ είχε υποσχεθεί στον Ερντογάν ότι θα σταματούσε, μέσω του υπουργείου Δικαιοσύνης, τις διαδικασίες κατά της Halkbank, αλλά δεν το πέτυχε, παρά τις προσπάθειες που έκανε.
Η μεγάλη τουρκική, κρατική τράπεζα κατηγορείται ότι βοήθησε να διακινηθούν κρυφά τα έσοδα Ιράν από πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου από λογαριασμούς στη Halkbank για να διοχετευθούν στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τον Οκτώβριο του 2019, η Halkbank κατηγορήθηκε για τραπεζική απάτη, ξέπλυμα χρήματος, συνωμοσία για εξαπάτηση των ΗΠΑ, συνωμοσία για παραβίαση του Διεθνούς Νόμου Περί Οικονομικών Εξουσιών Έκτακτης Ανάγκης, συνωμοσία για διάπραξη τραπεζικής απάτης και συνωμοσία για διάπραξη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η τουρκική τράπεζα είχε υποστηρίξει έναντι του ομοσπονδιακού δικαστηρίου της Νέας Υόρκης ότι δεν έπρεπε να δικασθεί επειδή, ως δημόσια οντότητα, έχει ασυλία από ποινικές διώξεις στις ΗΠΑ. Η Halkbank είχε υποστηρίξει ότι ο νόμος περί ασυλίας για αλλοδαπούς κρατικούς αξιωματούχους δεν επιτρέπει την ποινική της δίωξη, αλλά ο δικαστής Μπέρμαν της Ν. Υόρκης έκρινε ότι ο σχετικός νόμος δεν ισχύει για ποινικές υποθέσεις και, ακόμη και αν ίσχυε, δεν θα κάλυπτε εμπορικές δραστηριότητες, όπως αυτές για τις οποίες κατηγορείται η τουρκική τράπεζα.
Η Halkbank κατηγορείται ότι βοήθησε στο ξέπλυμα ιρανικών κεφαλαίων τουλάχιστον 1 δισ. δολ. που προέρχονταν από πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, κρύβοντας ότι επρόκειτο για κρατικά κεφάλαια και παρέχοντας ψευδείς πληροφορίες σε αξιωματούχους του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ για να αποφύγει τις κυρώσεις.
Ο Ρέζα Ζάραμπ, πολίτης με διπλή υπηκοότητα της Τουρκίας και του Ιράν και ένας από τους φερόμενους συνωμότες της Halkbank, δήλωσε ένοχος στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης για τη συμμετοχή του στο σχέδιο αποφυγής των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν και έγινε μάρτυρας κατηγορίας, καταθέτοντας ενόρκως εναντίον κορυφαίου στελέχου της Halkbank, του Μεχμέτ Χακάν Ατίλα, ο οποίος καταδικάστηκε τον Ιανουάριο του 2018 για τραπεζική απάτη, συνωμοσία για διάπραξη τραπεζικής απάτης, συνωμοσία για διάπραξη ξεπλύματος χρημάτων, συνωμοσία για εξαπάτηση των ΗΠΑ και συνωμοσία για παραβίαση του Διεθνούς Νόμου Περί Οικονομικών Εξουσιών Έκτακτης Ανάγκης, καθώς και των κανονισμών για την επιβολή κυρώσεων στο Ιράν.
Κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας;
Όπως έχει γράψει το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, η δίκη αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας. «Εάν καταδικαστεί, η Halkbank απειλείται στη χειρότερη περίπτωση με πρόστιμο ύψους έως 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων ή με αποκλεισμό από το διεθνές διατραπεζικό σύστημα Swift. Μία από τις μεγαλύτερες τουρκικές τράπεζες δεν θα μπορούσε πλέον να συμμετέχει στις διεθνείς συναλλαγές. Αυτό θα ήταν το τέλος της».
Με τίτλο «Η Bad Bank του Ερντογάν», το Spiegel αναφέρεται στην τουρκική τράπεζα Halkbank. Όπως επισημαίνει, «μία δίκη στη Νέα Υόρκη καλείται να διαλευκάνει ένα διεθνές πολιτικό και οικονομικό θρίλερ: Συμμετείχε η τουρκική τράπεζα Halkbank στην παράκαμψη κυρώσεων κατά του Ιράν; Στην υπόθεση φαίνεται να έχουν εμπλακεί βαθιά ο πρόεδρος Ερντογάν και ο Ντόναλντ Τραμπ».
Αλλά η υπόθεση δεν τελειώνει εκεί, καθώς όπως αναφέρει το Spiegel, «ήδη σήμερα η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε κρίση. Μία χρεοκοπία της Halkbnak θα μπορούσε να είναι η οριστική ταφόπλακα. Εκατοντάδες χιλιάδες αποταμιευτές στην Τουρκία θα έχαναν τις οικονομίες τους. Η λίρα θα συνέχιζε να διολισθαίνει. Οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι για τo τουρκικό χρηματοπιστωτικό σύστημα αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη κατάρρευση από το 2001, όταν μέσα σε μία νύχτα εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά είχαν οδηγηθεί στην πτώχευση».
Αναφορές στον Ερντογάν
Όπως έχει γράψει το BusinessDaily, η υπόθεση Halkbank «αγγίζει» τον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο, καθώς στο κατηγορητήριο υπάρχουν με αιχμηρές αναφορές στον Ερντογάν, ο οποίος έχει χαρακτηρίσει την υπόθεση ως «διεθνή απόπειρα πραξικοπήματος».
Την περίοδο 2012 - 2016, η τράπεζα κατηγορείται ότι διακίνησε κεφάλαια από λογαριασμούς της ιρανικής εταιρείας πετρελαίου και της ιρανικής κεντρικής τράπεζας στο Ντουμπάι, όπου έγιναν αγορές χρυσού και τα έσοδα από την πώληση του χρυσού διακινήθηκαν σε αμερικανικές τράπεζες, για να εξοφληθούν υποχρεώσεις του Ιράν.
Μάλιστα, το κατηγορητήριο εμπλέκει ευθέως τον ίδιο τον πρόεδρο Ερντογάν και τον γαμπρό του, Μπεράτ Αλμπαϊράκ στις παραβιάσεις της αμερικανικής νομοθεσίας από την Halkbank. Όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, ενώ υπήρχαν δισταγμοί στη διοίκηση της τράπεζας για τη συνέχιση του ξεπλύματος ιρανικού χρήματος, μετά τις έρευνες που έγιναν από τις αμερικανικές αρχές και τη σύλληψη ενός στελέχους, που συνεργάσθηκε με τη Δικαιοσύνη στις ΗΠΑ, ο τότε πρωθυπουργός Ερντογάν και ο γαμπρός του έδωσαν εντολή στην τράπεζα να συνεχίσει τις ίδιες πρακτικές, κάτι που τελικά έγινε.
Η υπόθεση της Halkbank φαίνεται ότι αγγίζει και στενό συνεργάτη του Τραμπ, τον νομικό του σύμβουλο, Ρούντι Τζουλιάνι, ο οποίος ανέλαβε μετά την καταδίκη του Μεχμέτ Ατίλα να μεσολαβήσει στην αμερικανική κυβέρνηση, λίγο μετά την εκλογή του Τραμπ, ώστε να απελευθερωθεί ο Τούρκος τραπεζίτης με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του Αμερικανού πάστορα Μπράνσον, ο οποίος απελευθερώθηκε τελικά χωρίς ανταλλάγματα.