Σημαντική πρόοδος σημειώθηκε το Σαββατοκύριακο για τον τερματισμό του μεγαλύτερου shutdown στην ιστορία των ΗΠΑ προκαλώντας θετικό κλίμα στις αγορές. Το shutdown στις ΗΠΑ, το δεύτερο επί προεδρίας Τραμπ, οδεύει προς τη λύση του, καθώς μετά από διαπραγματεύσεις, φαίνεται πως βρέθηκαν Δημοκρατικοί γερουσιαστές που θα προσφέρουν στήριξη, με προϋποθέσεις.
Μετά από μια εβδομάδα καθοδικού ράλι, οι ευρωπαϊκές αγορές ενισχύονται σημαντικά, τα αμερικανικά futures σημειώνουν ισχυρή άνοδο, ενώ κέρδη καταγράφει επίσης ο χρυσός και το αργό πετρέλαιο.
Αν τελικά η Γερουσία εγκρίνει το αναθεωρημένο νομοσχέδιο, το πακέτο θα πρέπει να εγκριθεί και από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και να σταλεί στον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για την υπογραφή του. «Φαίνεται πως πλησιάζουμε στο τέλος της διακοπής λειτουργίας», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος στους δημοσιογράφους, επιστρέφοντας στον Λευκό Οίκο.
Ο Πρόεδρος της Βουλής, Μάικ Τζόνσον, σκοπεύει να ειδοποιήσει τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων 36 ώρες νωρίτερα ώστε να επιστρέψουν στην Ουάσινγκτον. Από την πλευρά του, ο οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, Κέβιν Χάσετ, δήλωσε σε συνέντευξή του ότι η αμερικανική οικονομία θα μπορούσε να συρρικνωθεί στο τέταρτο τρίμηνο εάν η διακοπή λειτουργίας παραταθεί.
Πρόκειται για το 15ο κλείσιμο της κυβέρνησης από το 1981 και το δεύτερο υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, το οποίο εκτιμάται ότι έχει προκαλέσει απώλειες δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν.
Είναι χαρακτηριστικό πως το φετινό shutdown κοστίζει στην αμερικανική οικονομία περί τα 15 δισ. δολάρια κάθε εβδομάδα, ενώ το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) εκτιμά ότι θα μειώσει τον ετήσιο ρυθμό τριμηνιαίας αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες έως τα μέσα Νοεμβρίου.
Επίσης έχει οδηγήσει στην αναστολή των περισσότερων δημοσιονομικών και οικονομικών στοιχείων της κυβέρνησης, αφήνοντας τη Federal Reserve να λειτουργεί «στα τυφλά», την ώρα που προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό και την αύξηση της ανεργίας.
Οι ανησυχίες για τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις της διακοπής λειτουργίας είχαν οδηγήσει τη καταναλωτική εμπιστοσύνη των ΗΠΑ στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 3,5 ετών στις αρχές Νοεμβρίου.
Επίσης, καθώς πλησιάζει η περίοδος ταξιδιών για την Ημέρα των Ευχαριστιών, ο υπουργός Μεταφορών, Σον Ντάφι, διέταξε τις αεροπορικές εταιρείες να ακυρώσουν πτήσεις, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στους ταξιδιώτες. Την Κυριακή, δήλωσε ότι «τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα» κατά την περίοδο των εορτών.
Πάντως η Γερουσία θα χρειαστεί τη συναίνεση όλων των μελών για να τερματιστεί άμεσα η αναστολή λειτουργίας της κυβέρνησης· οποιοσδήποτε γερουσιαστής μπορεί να επιβάλει ημέρες διαδικαστικών καθυστερήσεων.
Θετική η αντίδραση των αγορών
Αυτή την ώρα (15:00) τα συμβόλαια του S&P 500 καταγράφουν άνοδο 0,90%, ενώ τα συμβόλαια του Nasdaq 100 ενισχύονται κατά 1,44%, και τα συμβόλαια του Dow Jones ακερδίζουν 0,39%, καθώς οι προοπτικές για συμφωνία ενίσχυσαν τη διάθεση για ανάληψη ρίσκου.
Οι ασιατικές μετοχές σημείωσαν επίσης άνοδο, ενώ τα ομόλογα υποχώρησαν σε όλη την καμπύλη αποδόσεων, με την απόδοση των 10ετών αμερικανικών ομολόγων να αυξάνεται στο 4,13%. Το γεν, ένα παραδοσιακό νόμισμα ασφαλούς καταφυγίου, υποχώρησε κατά 0,3% έναντι του δολαρίου.
Τα θετικά νέα ανεβάζουν και τις ευρωπαϊκές αγορές που αυτή την ώρα (14:50) ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 ενισχύεται κατά 1,45% στις 572,96 μονάδες, ενώ ο έτερος πανευρωπαϊκός δείκτης Eurostoxx 50 σημειώνει άνοδο 1,69% στις 5.660 μονάδες.
Στις επί μέρους ευρωπαϊκές αγορές, ο DAX στη Φρανκφούρτη καταγράφει κέρδη 1,89% στις 23.996 μονάδες, ενώ ο CAC 40 στο Παρίσι σημειώνει άνοδο 1,31% στις 8.054 μονάδες. Κέρδη 0,94% για τον FTSE 100 στο Λονδίνο στις 9.773 μονάδες.
Στον ευρωπαϊκό Νότο, ο ΙΒΕΧ στη Μαδρίτη ενισχύεται κατά 1,47% στις 16.117 μονάδες, ενώ ο ΜΙΒ στο Μιλάνο σημειώνει άνοδο στις 43.825 μονάδες.
Πως φτάνουν οι ΗΠΑ στο τέλος του shutdown
Την Τετάρτη, το φετινό shutdown έγραψε ιστορία καθώς έγινε το μακροβιότερο που έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία των ΗΠΑ, ξεπερνώντας τη 35ήμερη αναστολή του 2018 και 2019, κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ.
Το Σαββατοκύριακο, η Γερουσία ψήφισε με 60 υπέρ και 40 κατά σε μια δοκιμαστική ψηφοφορία για να προχωρήσει στην έγκριση νομοθεσίας που θα χρηματοδοτήσει την κυβέρνηση τουλάχιστον έως τις 30 Ιανουαρίου 2026, με οκτώ Δημοκρατικούς γερουσιαστές να προσφέρουν τη στήριξή τους σε μια Ρεπουμπλικανική πρόταση να διεξαχθεί αργότερα ψηφοφορία για την επέκταση ορισμένων επιδοτήσεων υγείας, καθώς και διαβεβαιώσεις ότι οι ομοσπονδιακοί υπάλληλοι που απολύθηκαν κατά τη διάρκεια της διακοπής λειτουργίας θα επαναπροσληφθούν.
Σύμφωνα με τη συμφωνία, το Κογκρέσο θα εγκρίνει ετήσια χρηματοδότηση για τα υπουργεία Γεωργίας, Υποθέσεων Βετεράνων και για το ίδιο το Κογκρέσο, ενώ θα συνεχίσει τη χρηματοδότηση των υπόλοιπων ομοσπονδιακών υπηρεσιών έως τις 30 Ιανουαρίου.
Το νομοσχέδιο θα προβλέπει πληρωμή των δημοσίων υπαλλήλων που βρίσκονται σε αναγκαστική άδεια, επαναφορά των κρατικών πληρωμών προς τις πολιτείες και τους δήμους που είχαν ανασταλεί, καθώς και επανένταξη των εργαζομένων των ομοσπονδιακών υπηρεσιών που είχαν απολυθεί κατά τη διάρκεια της διακοπής λειτουργίας.
Πάντως η έγκριση του νομοσχεδίου από τη Βουλή των Αντιπροσώπων δεν είναι εξασφαλισμένη. Οι Δημοκρατικοί ηγέτες έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε συμφωνία που δεν περιλαμβάνει την επέκταση των επιδοτήσεων του Obamacare, κάτι που το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν κάνει. Από την άλλη πλευρά, συντηρητικοί Ρεπουμπλικανοί βουλευτές ζητούν ένα νομοσχέδιο που θα χρηματοδοτεί το σύνολο της κυβέρνησης έως τις 30 Σεπτεμβρίου.
Οι Ρεπουμπλικανοί στη Γερουσία έχουν δηλώσει ότι οποιαδήποτε παράταση θα πρέπει να συνοδεύεται από σημαντικές αλλαγές, όπως την επιβολή ορίων εισοδήματος για όσους δικαιούνται επιδοτήσεις και την υποχρέωση των δικαιούχων να καταβάλλουν τουλάχιστον ένα μέρος του ασφαλίστρου. Ωστόσο, ορισμένοι ζητούν μια ολική αναθεώρηση του νόμου Affordable Care Act πριν συμφωνήσουν σε οποιαδήποτε λύση.
Η Γερουσία θα χρειαστεί ακόμη να πραγματοποιήσει τελική ψηφοφορία για το νομοσχέδιο δαπανών, το οποίο στη συνέχεια θα πρέπει να εξεταστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων πριν υπογραφεί σε νόμο από τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.