«Έσωσαν την παρτίδα» οι κεντρικές τράπεζες, αποτρέποντας τη μετεξέλιξη της κρίσης του κορονοϊού σε μια σοβαρή χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιεί για δύο σοβαρούς κινδύνους: στις αγορές μετοχών διαμορφώνονται συνθήκες «φούσκας», με τις αποτιμήσεις να βρίσκονται πιο μακριά από τα θεμελιώδη μεγέθη από κάθε άλλη φορά, ενώ το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα απειλείται από πιθανές πτωχεύσεις υπερχρεωμένων εταιρειών.
Στην αναθεώρηση της έκθεσής του για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, το Ταμείο διαπιστώνει ότι από τον Απρίλιο έχουν αλλάξει πολλά στις αγορές, καθώς οι μεγάλες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών με τεράστια ποσά ρευστότητας έχουν συγκρατήσει σε χαμηλά επίπεδα τα κόστη δανεισμού και έχουν επιτρέψει στα χρηματιστήρια να ανακάμψουν.
Σε οικονομίες με συστημικά σημαντικές τράπεζες, σημειώνει το Ταμείο, η ανάκαμψη που έχει σημειωθεί από τα χαμηλά του Μαρτίου έχει φέρει τις μετοχές στο 85% της αξίας που είχαν τον Ιανουάριο, πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Ορισμένες αγορές έχουν ανακτήσει πλήρως τις απώλειες, ενώ σε άλλες οι απώλειες οι μετοχές διαπραγματεύονται με απόκλιση έως 25% από τα υψηλά που είχαν καταγραφεί πριν την κρίση.
Αυτή η ανάκαμψη οφείλεται κατά κύριο λόγο στις παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών. Αναφέρεται χαρακτηριστικά το παράδειγμα της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς, όπου η ανάκαμψη των μετοχών άρχισε μετά τις 23 Μαρτίου, όταν η Fed ανακοίνωσε το πρόγραμμα παροχής ρευστότητας ύψους 2,3 τρισ. δολ.
Στις αγορές χρέους, τα spread δανεισμού έχουν μειωθεί αισθητά, σε σχέση με την κλιμάκωση που παρατηρήθηκε τον Μάρτιο. Κατά μέσο όρο, το Ταμείο διαπιστώνει ότι υπήρξε ένα κλείσιμο των spread περίπου κατά 70% από τα υψηλά του Μαρτίου.
Κίνδυνοι ενόψει...
Όμως, το ΔΝΤ προειδοποιεί τους επενδυτές σε μετοχές και ομόλογα ότι ίσως έχουν πάρει... υπερβολική φόρα, υποτιμώντας τους κινδύνους που δημιουργεί η κρίση του κορονοϊού και υπερτιμώντας τη σημασία των παρεμβάσεων από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά και υποθέτοντας ότι τα μέτρα στήριξης από τις κεντρικές τράπεζες, με μεγάλα ποσά ρευστότητας και πολύ χαμηλά επιτόκια, θα παραταθούν στο διηνεκές.
«Έχει προκύψει μια αποσύνδεση μεταξύ της αισιοδοξίας των χρηματοπιστωτικών αγορών και της εξέλιξης της παγκόσμιας οικονομίας», επισημάνει το Ταμείο στην... κομψή τεχνοκρατική γλώσσα του, που περιγράφει ένα φαινόμενο «φούσκας» στις αγορές. Και προσθέτει ότι
- Αυτή η αποσύνδεση εγείρει ερωτήματα σχετικά με την πιθανή βιωσιμότητα του τρέχοντος ράλι στα χρηματιστήρια και αυξάνει τον κίνδυνο νέας διόρθωσης των τιμών των μετοχών, σε περίπτωση που εξασθενίσει η διάθεση των επενδυτών για ανάληψη κινδύνου, κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική ανάκαμψη.
Το Ταμείο προειδοποιεί, μάλιστα, ότι η υπερβολή στα χρηματιστήρια τείνει να ξεπεράσει κάθε ιστορικό προηγούμενο. Όπως σημειώνει, σύμφωνα με τα μοντέλα που χρησιμοποιεί το προσωπικό του Ταμείου, η διαφορά μεταξύ των τιμών στις αγορές και των θεμελιωδών αποτιμήσεων είναι κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα στις περισσότερες μεγάλες αγορές μετοχών και ομολόγων των ανεπτυγμένων οικονομιών, αν και σε ορισμένες αναδυόμενες αγορές η τιμές είναι χαμηλότερες από τα μοντέλα αποτίμησης με βάση τα θεμελιώδη στοιχεία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποσύνδεσης της αγοράς από τα θεμελιώδη είναι αυτό που καταγράφει το Ταμείο για τις ΗΠΑ: ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη το ράλι των μετοχών, ταυτόχρονα καταγραφόταν απότομη μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Τι μπορεί να φέρει τη διόρθωση
Μια σειρά από εναύσματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διόρθωση των τιμών στις αγορές, τονίζει το Ταμείο, εξέλιξη που θα μπορούσε να προσθέσει χρηματοοικονομική πίεση πέρα από μια ήδη άνευ προηγουμένου οικονομική ύφεση:
- Τέτοιες αφορμές για πτώση θα μπορούσαν να δοθούν εάν η ύφεση αποδειχθεί βαθύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας από ό,τι αναμένεται σήμερα από τους επενδυτές, ή αν υπάρξει ένα δεύτερο κύμα του ιού και επιβολής περιοριστικών μέτρων.
- Επίσης, οι προσδοκίες της αγοράς σχετικά με την έκταση και τη διάρκεια της στήριξης των κεντρικών τραπεζών στις χρηματοπιστωτικές αγορές ενδέχεται να αποδειχθούν υπερβολικά αισιόδοξες, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να επανεκτιμήσουν την τιμολόγηση του κινδύνου.
- Επιπλέον, μια αναζωπύρωση των εμπορικών εντάσεων θα μπορούσε να χαλάσει το κλίμα στις αγορές. Εξάλλου, η διεύρυνση της κοινωνικής αναταραχής σε όλο τον κόσμο ως απάντηση στην αυξανόμενη οικονομική ανισότητα θα μπορούσε να μεταβάλει τις διαθέσεις των επενδυτών.
Ο κίνδυνος πτωχεύσεων
Ένας μεγάλος κίνδυνος που δημιουργείται από την πανδημία είναι να αναδειχθούν τρωτά σημεία του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, με κυριότερο -το οποίο έχει επισημανθεί κατ' επανάληψη από το Ταμείο- τον υπερβολικό δανεισμό του επιχειρηματικού τομέα, αλλά και των νοικοκυριών, που μπορεί να οδηγήσει σε πτωχεύσεις, οι οποίες θα κλονίσουν τις τράπεζες.
Τόσο στις προηγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες, τα βάρη του χρέους εταιρειών και νοικοκυριών θα μπορούσαν να καταστούν μη διαχειρίσιμα για ορισμένους δανειολήπτες σε μια σοβαρή οικονομική συρρίκνωση, προειδοποιεί το Ταμείο.
Το συνολικό εταιρικό χρέος αυξάνεται εδώ και αρκετά χρόνια και βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα σε σχέση με το ΑΕΠ. Το χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε επίσης, ιδίως σε χώρες που κατάφεραν να ξεφύγουν από τις χειρότερες επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-8. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν τώρα πολλές οικονομίες με υψηλά επίπεδα χρέους που αναμένεται να αντιμετωπίσουν μια εξαιρετικά απότομη οικονομική επιβράδυνση.
Αυτή η επιδείνωση των βασικών οικονομικών μεγεθών έχει ήδη οδηγήσει στον υψηλότερο ρυθμό αθέτησης υποχρεώσεων στα εταιρικά ομόλογα από τις ημέρες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, και υπάρχει κίνδυνος ευρύτερου αντίκτυπου στη φερεγγυότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Οι πτωχεύσεις θα δοκιμάσουν την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα. Οι τράπεζες έχουν εισέλθει στην κρίση με μεγαλύτερη ρευστότητα και κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων μετά την προηγούμενη κρίση και μπορούν να αντλήσουν αυτά τα αποθέματα ασφαλείας για να στηρίξουν το δανεισμό και να απορροφήσουν τις ζημίες.
Ορισμένες τράπεζες έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνουν μεγαλύτερες προβλέψεις για πιστωτικές ζημιές που προβλέπονται στο μέλλον, όπως αποδεικνύεται από τις οικονομικές καταστάσεις πρώτου τριμήνου. Αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί, καθώς οι τράπεζες αξιολογούν την ικανότητα των δανειοληπτών να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, ενώ παράλληλα λαμβάνουν υπόψη τη στήριξη που έχουν παράσχει οι κυβερνήσεις στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Οι προβλέψεις για περαιτέρω πίεση στις τράπεζες, σε συνδυασμό με το χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων, αντικατοπτρίζονται στις εκτιμήσεις των αναλυτών για χαμηλότερη κερδοφορία των τραπεζών.