Αν ανατρέξει κανείς στην αρθρογραφία της τελευταίας πενταετίας, θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες εκτιμήσεις σχετικά με τις επενδύσεις που χρειαζόμαστε για «να αλλάξει πίστα» η οικονομία μας, συγκλίνουν σε ένα νούμερο: 100 δισ. Ένα ποσό εξωπραγματικό. Γι’ αυτό άλλωστε τα «μνημόσυνα» για την οικονομία μας «έδιναν και έπαιρναν».
Και να που το θαύμα έγινε. Να που η Ευρωπαϊκή Ένωση δρομολόγησε πάνω από 70 δισ. για τη Χώρα μας, τα οποία θα γίνουν τουλάχιστον 100 δισ. μαζί με την τραπεζική χρηματοδότηση και τη συμμετοχή των επενδυτών. Τα χρήματα αυτά έρχονται την κατάλληλη στιγμή. Μετά την οικονομική κρίση και την υπερχρέωση, το μέλλον της εξουθενωμένης οικονομίας μας φαινόταν ζοφερό: Ταξινομημένη επίσημα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, με χαμηλή ανταγωνιστικότητα και σηκώνοντας τεράστια βάρη όπως το υπέρογκο κρατικό χρέος, τα κόκκινα δάνεια, τα ασφαλιστικά ελλείμματα κλπ, ήταν βέβαιο ότι δεν θα μπορούσε να προσελκύσει κεφάλαια για νέες επενδύσεις.
Τώρα, η νέα και απρόσμενη πραγματικότητα, τα αλλάζει όλα. Τα 100 δισ. ευρώ μπορούν να αναδιαρθρώσουν την οικονομία μας, κατευθύνοντας τη προς δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και συμβατές με τις επερχόμενες τεχνολογικές εξελίξεις. Να την κάνουν σύγχρονη και ανταγωνιστική και να της δώσουν μακροπρόθεσμη προοπτική.
Μπορούμε δηλαδή να ονειρευόμαστε; Μπορούμε να πούμε ότι τα δύσκολα πέρασαν; Ότι η ανάπτυξη αποτελεί πλέον μονόδρομο;
Όχι ακριβώς.
Γιατί, υπάρχουν δομικές αδυναμίες, που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την αξιοποίηση των πιο πάνω κεφαλαίων και να μην αφήσουν την οικονομία μας «να πετάξει».
Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι το κεφάλαιο είναι μεν η κινητήριος δύναμη της ανάπτυξης, αλλά δεν είναι η μόνη παράμετρος που την καθορίζει. Χρειάζεται να υπάρχει ποιοτική και ποσοτική επάρκεια των άλλων δύο συντελεστών παραγωγής, δηλαδή των φυσικών πόρων και της εργασίας.
Ας αφήσουμε για σήμερα τη λεηλατημένη Φύση, γιατί δεν μπορούν να εξαντληθούν τα θέματα που συνδέονται με το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή σε λίγες γραμμές. Να καταπιαστούμε όμως με την εργασία βάζοντας στον εαυτό μας το ερώτημα:
«Υπάρχει στην Ελλάδα επαρκής προσφορά εργασίας για να στηρίξει επενδύσεις 100 δισ. ευρώ κατά την επόμενη δεκαετία»;
Δυστυχώς, η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο «όχι». Μπορεί να έχουμε 17% ανεργία στο σύνολο και πάνω από 40% στους νέους (ΕΛΣΤΑΤ, Απρίλιος 2021), αλλά αυτοί που μπορούν να στηρίξουν μια γνήσια αναπτυξιακή πορεία είναι λίγοι. Γιατί, ένα μεγάλο ποσοστό των ανέργων δεν διαθέτουν την απαιτούμενη εκπαίδευση. Βλέπετε, η παθολογία του εκπαιδευτικού μας συστήματος έχει εμποδίσει την αποτελεσματική αξιοποίηση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού της Χώρας μας. Ακόμη χειρότερα μάλιστα, έχει λειτουργήσει καταστροφικά στον τομέα αυτό.
Ας δούμε γιατί. Τα προβλήματα της Παιδείας μας έχουν ως αφετηρία το «πελατειακό κράτος». Η σφοδρή επιθυμία της ελληνικής οικογένειας να στείλει τα παιδιά της στο πανεπιστήμιο αξιοποιήθηκε από τους εκάστοτε κυβερνώντες, που υποχρέωναν τα ΑΕΙ/ΤΕΙ να παίρνουν κάθε χρόνο πολλαπλάσιους σπουδαστές από αυτούς που μπορούσαν να εκπαιδεύσουν. Μάλιστα, για να μπαίνουν ακόμη περισσότεροι, ιδρύονταν συνεχώς νέα ΑΕΙ/ΤΕΙ, τα οποία διασκορπίζονταν γεωγραφικά, με στόχο την προσέλκυση κι άλλων ψηφοφόρων, αυτή τη φορά από τις τοπικές κοινωνίες. Η ανεύθυνη αντιμετώπιση της Παιδείας, που κορυφώθηκε το 2018, όταν η τότε κυβέρνηση μετέτρεψε ΤΕΙ σε ΑΕΙ, αλλάζοντας απλώς το όνομα τους, άρχισε να προκαλεί σημαντικές παρενέργειες.
- Όπως π.χ. την εισαγωγή πολλών χιλιάδων σπουδαστών με επιδόσεις που δεν ξεπερνούσαν ένα μικρό κλάσμα της βάσης.
- Όπως την ουσιαστική κατάργηση της συμμετοχής στην εκπαιδευτική διαδικασία και τη μετατροπή των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε εξεταστικά κέντρα.
- Όπως την καθιέρωση των «αιώνιων» φοιτητών, πολλοί από τους οποίους, όταν έπαιρναν το πτυχίο είχαν ξεχάσει ακόμη και τις βασικές γνώσεις του επιστημονικού τους αντικειμένου.
- Όπως την επικράτηση της θεωρητικής διδασκαλίας, που εκτόπισε την επιβεβλημένη λύση της αρμονικής μίξης θεωρίας και πράξης. Ήταν μια αναγκαστική επιλογή των υπο-χρηματοδοτούμενων ΑΕΙ/ΤΕΙ, γιατί κόστιζε λιγότερο και ενοχλούσε λιγότερους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και οι φοιτητές που παρακολουθούσαν τα μαθήματα, που ήταν ικανοί και είχαν τη διάθεση να προσπαθήσουν, δεν έπαιρναν την εκπαίδευση που τους άξιζε.
Η πιο πάνω ανορθόδοξη κατάσταση, δημιούργησε σοβαρές παρενέργειες στην οικονομία και το Κράτος. Αρχικά, γιατί οι πτυχιούχοι που στελέχωναν τις επιχειρήσεις, είχαν χαμηλή παραγωγικότητα, μέχρι να συμπληρώσουν και επικαιροποιήσουν τις λειψές γνώσεις που απέκτησαν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους και να γεφυρώσουν θεωρία και πράξη. Αυτή η διαρκής απώλεια χρόνου και πόρων, έχει πληγώσει σοβαρά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων μας.
Από την άλλη πλευρά, το συνεχώς αυξανόμενο πλήθος των άνεργων πτυχιούχων, πίεζαν για την πρόσληψή τους στο Δημόσιο. Το πολιτικό σύστημα ενέδιδε σε αυτές τις πιέσεις χάριν των πελατειακών σχέσεων, αυξάνοντας ακατάπαυστα τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων.
Έτσι, δημιουργήθηκε ένας υπερτροφικός δημόσιος τομέας, ο οποίος προσπαθούσε να συντηρηθεί από μια αδύναμη οικονομία, τρώγοντας τις σάρκες του ιδιωτικού τομέα. Επίσης, για να δικαιολογήσει τον όγκο του, επινόησε πολύπλοκες διαδικασίες, δημιουργώντας μια εφιαλτική γραφειοκρατία, που στραγγάλιζε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Αλλά, υπάρχει και μια ακόμη ζημία, η οποία είναι πολύ μεγάλη και τις συνέπειες της δεν τις έχουμε δει ακόμη: Λόγω της ευχέρειας εισαγωγής στα ΑΕΙ/ΤΕΙ και του αυξημένου κύρους των πτυχιούχων, τα τεχνικά λύκεια περιθωριοποιήθηκαν και η τεχνική μετα-λυκειακή εκπαίδευση περιφρονήθηκε. Πλέον το επάγγελμα του υδραυλικού, του ψυκτικού, του ηλεκτρολόγου, καθώς και ένα πλήθος άλλων επαγγελμάτων που χρειάζονται για την κάλυψη των αναγκών της οικονομίας και της κοινωνίας, θεωρήθηκαν «παρακατιανά» και το κοινωνικό τους κύρος έπεσε χαμηλά. Αυτά τα επαγγέλματα τα ακολουθούσαν συνήθως όσοι δεν είχαν τους πόρους να σπουδάσουν ή βρίσκονταν στο τέλος της «ουράς», από πλευράς δυνατοτήτων και επιδόσεων.
Ήδη έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο έλλειμμα των πιο πάνω ειδικοτήτων, με πολύ αρνητικές συνέπειες για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, που επιβαρύνονται με αυξημένο κόστος, με καθυστερήσεις και κακοτεχνίες.
Το χειρότερο όμως είναι ότι τώρα, που έχουμε την ευχέρεια να κάνουμε επενδύσεις 100 δισ. ευρώ και να αλλάξουμε τη μοίρα μας, το έλλειμμα σε τεχνικό προσωπικό, θα λειτουργήσει ως ένας ισχυρός ανασχετικός μηχανισμός. Και όχι μόνο για τις νέες επενδύσεις. Με τι προϋποθέσεις π.χ. προσδοκούμε περαιτέρω ανάπτυξη του τουρισμού, όταν ήδη δυσκολευόμαστε να καλύψουμε τις ανάγκες συντήρησης των τουριστικών μονάδων;
Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει εύκολα. Ο πρόσφατος νόμος για την Παιδεία κάτι πάει να διορθώσει, αλλά θα χρειασθεί πολύς ακόμη χρόνος για να αποκτήσουμε τους τεχνικούς που χρειαζόμαστε. Όπως φαίνεται, ένα μέρος του τιμήματος που θα πληρώσουμε, θα είναι το ψαλίδισμα της ανάπτυξης.