Ανησυχίες δημιουργεί η εμπορική συμφωνία της EE με τις χώρες Mercosur (Αργεντινή, Βραζιλία, Παραγουάη και Ουρουγουάη) για τη φέτα, ένα ΠΟΠ προϊόν, καθώς πλέον θα επιτρέπεται η χρήση της συγκεκριμένης ονομασίας από παραγωγούς της Λατινικής Αμερικής για έως και 7 χρόνια υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ουσιαστικά για 7 χρόνια η Ελλάδα χάνει την αποκλειστικότητα του ονόματος «φέτα», γεγονός που έχει οδηγήσει παράγοντες της αγοράς όχι να είναι μόνο επιφυλακτικοί, αλλά να κάνουν λόγο για καίριο πλήγμα στην εθνική οικονομία.
Η συμφωνία προβλέπει πως: «Η προστασία της γεωγραφικής ένδειξης “Φέτα (Φέτα)” δεν εμποδίζει τη συνεχιζόμενη και παρόμοια χρήση του όρου “φέτα” από οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένου του διαδόχου ή του εκδοχέα αυτού για μέγιστο διάστημα 7 ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας έχουν χρησιμοποιήσει αυτή η γεωγραφική ένδειξη με συνεχή τρόπο όσον αφορά τα ίδια ή παρόμοια αγαθά στο εδάφη της Αργεντινής, της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης. Εκείνα τα χρόνια πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος “φέτα” και, να συνοδεύεται από ευανάγνωστη και ορατή ένδειξη της γεωγραφικής προέλευσης του υπό εξέταση προϊόντος».
Δηλαδή, μόνο οι παραγωγοί που ήδη χρησιμοποιούν τη λέξη «φέτα» θα μπορούν να συνεχίσουν τη χρήση της, εφόσον αναγράφουν την χώρα προέλευσης. Αυτό αποκλείει την είσοδο νέων παραγωγών από τις χώρες της Λ. Αμερικής, ωστόσο στην πράξη δεν είναι σαφές πόσο αποτελεσματικά θα μπορέσουν να εφαρμοστούν αυτοί οι περιορισμοί.
Όπως δήλωσε στο BD ο Παύλος Σατολιάς, πρόεδρος της ΕΘΕΑΣ και πρόεδρος του Αγροτικού Γαλακτοκομικού Συνεταιρισμού Καλαβρύτων: «Αυτό έχει δύο αρνητικά, το ένα είναι ότι θα πλήξει την επόμενη επταετία την ανταγωνιστικότητα της φέτας που ήδη έχει προβλήματα με άλλες ζώνες που είμαστε στα δικαστήρια και δεύτερον θα συνηθίσει ο καταναλωτής σε ένα προϊόν τέτοιο που θα είναι δύσκολο μετά να αποκοπεί. Μπορεί να το λένε "φέτα", μπορεί να το λένε κάπως αλλιώς μετά από επτά χρόνια, αλλά είναι μία κακή εξέλιξη».
Όσον αφορά την επταετή περίοδος προσαρμογής, ο πρόεδρος της ΕΘΕΑΣ τόνισε: «Αν υπάρχει αυτό θα έπρεπε να υπάρχει μία περίοδος προσαρμογής που να μην υπερβαίνει το ένα με δύο έτη, ώστε να μην μπορεί να εξαπλωθεί. Όλα αυτά μας κάνουν να έχουμε σκεπτικισμό απέναντι σε αυτή τη συμφωνία. Να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει. Δεν έχει γίνει διαβούλευση με κανέναν από τους φορείς. Υπογράφηκε από την Κομισιόν θα περάσει από τα κοινοβούλια των ευρωπαϊκών χωρών και από τις κυβερνήσεις αλλά θα πρέπει να δούμε τι σημαίνει η συμφωνία. Οι επιπτώσεις στην Ευρώπη. Τι ζημιά μπορεί να γίνει οικονομική. Πόσο θα πλήξει τους αγρότες. Οι αγορές πρέπει να είναι ανοιχτές, αλλά με πλαίσια».
Υπενθυμίζεται ότι περίπου το 65% της ετήσιας παραγόμενης φέτας στη χώρα προορίζεται πλέον σε εξαγωγές. Στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών στον αγροδιατροφικό τομέα, η φέτα συνεισέφερε στη χώρα μας 1 δισεκατομμύριο ευρώ, με βάση στοιχεία του 2023. Μιλάμε για ένα δυναμικό προϊόν που συνεχώς αναπτύσσεται, δίνοντας προοπτική και στον παραγωγό αλλά και στη μεταποίηση στη χώρα μας.
«Η φέτα αναπτύσσεται ραγδαία και έχει μια τρομερή αποδοχή. Η φέτα ακόμα κρατιέται και τελικά εν μέρει προστατεύεται. Τι θα γίνει αν μπουν τέτοιες τεράστιες χώρες, Βραζιλία, Αργεντινή στην αγορά; Τη φέτα πρέπει να την προστατεύουμε εμείς και η Ευρώπη γιατί είναι ελληνικό προϊόν και ευρωπαϊκό όπως το ροκφόρ, η παρμεζάνα. Ταξιδεύει σε 78 χώρες, έχει τρομερές εξαγωγικές προοπτικές και κινδυνεύει από όλα αυτά», επισήμανε ο κ. Π. Σατολιάς.
Όσον αφορά τον κίνδυνο για το προϊόν, ο πρόεδρος της ΕΘΕΑΣ τόνισε ότι εννοούμε αυτό που είναι πίσω του, τη μεταποίηση και ιδιαίτερα την πρωτογενή παραγωγή, τους κτηνοτρόφους, καθώς άμα χαθούν αυτοί τότε δεν μπορούν να ξαναβρεθούν εύκολα.
Όπως σημείωσε ο κ. Σατολιάς, «η ελληνική γεωργία κοστολογικά δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη γεωργία αυτών των χωρών, στην Ελλάδα έχουμε ανά μέσο κλήρο 10 – 15 στρέμματα ο κάθε αγρότης, και αυτοί έχουν 1.500 στρέμματα. Εμείς έχουμε μεγάλο κόστος παραγωγής, φυτοφαρμάκων, ενεργειακό κόστος τεράστιο, θα μπορέσουμε να στείλουμε προϊόντα ανταγωνιστικά σε αυτές τις χώρες; Μόνο με τη μοναδικότητα των προϊόντων μπορούμε να πάμε εμείς. Φέτα που δεν έχουν κάπου αλλού. Αυτό θα αγοραστεί από τον καταναλωτή. Η μοναδικότητα του προϊόντος».