Η σημερινή εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας μοιάζει με τοπίο στην ομίχλη. Τα προβλήματα που ορθώνονται μπροστά μας δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με έτοιμες λύσεις από την οικονομική θεωρία ή την εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών. Γιατί, τα απανωτά χτυπήματα της χρηματοοικονομικής ύφεσης του 2008, της πανδημίας του 2019 και των γεωπολιτικών αναταράξεων του 2022, σε συνδυασμό με τον τρόπο αντιμετώπισης τους, έχουν δημιουργήσει πολυπλοκότητες, ασυμβατότητες και στρεβλώσεις.
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα είναι η εκτόξευση του πληθωρισμού σε υψηλά 40ετίας, που οφείλεται ξεκάθαρα σε έλλειμμα προσφοράς. Με άλλα λόγια, η παγκόσμια οικονομία διαθέτει λιγότερα καταναλωτικά αγαθά, πρώτες ύλες, ενέργεια κ.α. από αυτά που ζητούν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι αλλεπάλληλες καραντίνες και λοιποί περιορισμοί, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, περιόρισαν την παραγωγή. Το πρόβλημα δεν φαινόταν το πρώτο διάστημα, γιατί είχε περιορισθεί και η ζήτηση αντίστοιχα. Όταν όμως άρχισε να επανέρχεται δειλά-δειλά η κανονικότητα (μετά το φθινόπωρο 2021), διαπιστώθηκε ότι ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα να ξοδέψει απ' ό,τι συνήθως. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν σε σημαντικό βαθμό από δύο έκτακτες πηγές: (α) Τις πρόσθετες αποταμιεύσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των lock down και (β) Τη συσσωρευμένη έκτακτη ρευστότητα που δημιούργησαν οι κρατικές ενισχύσεις 2020-2021 (πάνω από 15 τρισ. $) και η έκτακτη ρευστότητα που διοχέτευσαν στην αγορά οι κεντρικές τράπεζες κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε (πάνω από 20 τρισ. $).
Προσέξτε το σκηνικό των τελευταίων μηνών του 2021: Μια εκρηκτική ζήτηση (για τους πιο πάνω λόγους) βρίσκει απέναντι της μειωμένα αποθέματα και μια παραγωγή που δεν έχει ακόμη επανέλθει σε κανονικούς ρυθμούς. Έτσι, οι τιμές των αγαθών αυξάνονται απότομα και οι παραγωγικές μονάδες εντατικοποιούν τη λειτουργία τους, βάζοντας «φωτιά» στις τιμές πρώτων υλών, ενέργειας, μεταφορικών κλπ. Κάπως έτσι απογειώθηκε ο πληθωρισμός, με τις τιμές ενέργειας και μεταφορικών να ανεβαίνουν σε πρωτοφανή ύψη.
Με αυτά τα δεδομένα, ζητούμενο ήταν η αύξηση της παραγωγής, για να εκτονωθεί η κατάσταση και να γυρίσουμε σε κανονικούς ρυθμούς. Προς τα εκεί πήγαιναν τα πράγματα και γι' αυτό η ΕΚΤ, η FED και άλλοι επίσημοι φορείς μιλούσαν για προσωρινό πληθωρισμό. Και εκεί, ήλθε η καθολική ανατροπή, που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Δύση αντέδρασε με σκληρές οικονομικές κυρώσεις. Η Ε.Ε. πρόσθεσε και τη διαδικασία σταδιακής απεξάρτησης της από το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο. Οι αντιδράσεις αυτές, απόλυτα δικαιολογημένες σε όρους ηθικής, διεθνούς δικαίου και ανθρωπισμού, έβαλαν νέα φωτιά στις τιμές και ώθησαν ακόμη πιο πάνω τον πληθωρισμό.
Προστέθηκε μάλιστα ένα ακόμη πρόβλημα: Ουκρανία και Ρωσία παράγουν το 30% των σιτηρών, το 70% του ηλιελαίου κλπ σε παγκόσμιο επίπεδο. Πλέον, η εισβολή περιορίζει σημαντικά την προσφορά από αυτές τις χώρες και σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό κάνει λιγότερο προσιτά τα βασικά τρόφιμα για τον αναπτυσσόμενο κόσμο, φέρνοντας μια διατροφική κρίση πιο κοντά από κάθε άλλη φορά και απειλώντας με πείνα πάνω από 1.600 εκατομμύρια ανθρώπους.
Δυστυχώς, οι συνέπειες της εισβολής δεν περιορίσθηκαν στις πιο πάνω ανατροπές. Ήταν πολύ περισσότερες. Ας δούμε τις δύο σημαντικότερες:
(α) Απομάκρυνε την προοπτική αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και γι' αυτό έβαλε σε λειτουργία το μηχανισμό αύξησης των επιτοκίων. Όσο τα επιτόκια θα αυξάνονται, θα ανεβάζουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, που φτάνει τα 300 τρισ. $ σε παγκόσμια κλίμακα (ΗΠΑ 30 τρισ. $, Ιαπωνία 12 τρισ. $, Ελλάδα 400 δισ. €, Ιταλία 3 τρισ. € κλπ). Για να πάρουμε μια ιδέα των εξελίξεων στον τομέα αυτό, αναφέρω ότι το κόστος των δικών μας δεκαετών ομολόγων που εκδόθηκαν προ ημερών, ανέβηκε στο 3,6%, από 0,9% που ήταν πριν από 1,5 χρόνο. Να σημειώσουμε ακόμη ότι τα αυξημένα επιτόκια οδηγούν πολλές επιχειρήσεις σε χρεοκοπία και κάνουν ακριβότερες τις νέες επενδύσεις, γι' αυτό περιορίζουν την ανάπτυξη και την παραγωγή, μειώνοντας την προσφορά και τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό. Φαύλος κύκλος δηλαδή.
(β) Προκάλεσε γεωπολιτικές ανασφάλειες και εντάσεις, οι οποίες σιγά-σιγά θα περιορίσουν την παγκοσμιοποίηση, αφού όλο και περισσότερες χώρες θα αναδιατάσσουν τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες με κριτήριο τη συμβατότητα τους με τις γεωπολιτικές συμμαχίες και ισορροπίες και όχι αποκλειστικά στη βάση του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Αυτή η κατάσταση θα έχει ως μακροπρόθεσμη συνέπεια την αύξηση του κόστους παραγωγής γιατί η παγκοσμιοποίηση, παρά τα κουσούρια της, ευνοεί την αποτελεσματική χρήση των παραγωγικών συντελεστών.
Στο σημείο αυτό μπαίνει το καίριο ερώτημα: Μπορούμε να βγούμε από αυτή τη ζοφερή κατάσταση; Υπάρχουν λύσεις; Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε μια απάντηση, ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι για να πέσουν οι τιμές και να πάμε από το αρνητικό σπιράλ στο θετικό, πρέπει να αυξηθεί η προσφορά σε όλα τα μέτωπα: Ενέργεια, πρώτες ύλες, καταναλωτικά αγαθά κλπ. Είναι, όμως, εφικτό κάτι τέτοιο;
Η απάντηση σίγουρα δεν είναι αυτή που θέλουμε. Παρ' όλα αυτά, εμπεριέχει κάποια «παράθυρα» αισιοδοξίας: Ναι, μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα, αλλά θα χρειαστεί αρκετός χρόνος. Μπορεί και 5 χρόνια. Μέχρι τότε θα αντιμετωπίσουμε σημαντικές δυσκολίες και από τότε και μετά θα πρέπει να αποδεχθούμε κάποιο κάποιο ψαλίδισμα της ευημερίας μας, ιδιαίτερα αν τα πράγματα χειροτερέψουν στο πολεμικό μέτωπο.
Ας δούμε αναλυτικότερα τι θα συναντήσουμε στην πορεία μας για την ανάκτηση της ισορροπίας της παγκόσμιας οικονομίας:
- Αρχικά, θα χρειαστεί να καλυφθεί το έλλειμμα προσφοράς που οφείλεται σε αντίστοιχο «παραγωγικό κενό». Όμως, το ακριβότερο χρήμα, ο επίμονος πληθωρισμός, η δραστική μείωση της πρόσθετης ρευστότητας που μέχρι σήμερα παρέχουν πολλές κεντρικές τράπεζες, απομακρύνουν αυτή την προοπτική. Ίσως να έχουμε καλά νέα από το μέτωπο αυτό προς το τέλος του 2023.
- Άλλο σημαντικό εμπόδιο είναι η μεγάλη ανατροπή στην αγορά ενέργειας, που θα κρατήσει ακόμη περισσότερο, λόγω της δικαιολογημένης προσπάθειας της Ε.Ε. για την απεξάρτηση της από τη Ρωσία και της σταδιακής εγκατάλειψης της ρυπογόνας ενέργειας στο πλαίσιο της «πράσινης μετάβασης». Στο μέτωπο αυτό φαίνεται ότι η αναστάτωση θα συνεχισθεί για πολύ, ίσως και πέρα από το 2027, κρατώντας τις τιμές ψηλά και τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό, γιατί το κόστος ενέργειας συμμετέχει σε όλο το φάσμα, από την παραγωγή μέχρι τη διάθεση των αγαθών.
Τέλος, κατά την πιο πάνω δύσκολη πορεία, θα δημιουργηθούν σημαντικοί πολιτικοί κίνδυνοι, δεδομένου ότι το αναπόφευκτο ψαλίδισμα της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, θα ευνοήσει την άνοδο του λαϊκισμού και ενδεχόμενα να προκύψουν ηγεσίες που θα προκαλέσουν πλήγματα όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στη δημοκρατία.
*Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.