«Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά» (Οδυσσέας Ελύτης,“Μικρά Έψιλον”, 1992).
Η μετριότητα
Ζούμε σε μια εποχή που τα πράγματα εξελίσσονται με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα σε πολλούς τομείς της ζωής μας και ιδιαίτερα στην τεχνολογία, που ήδη μπήκε στη φάση της τεχνητής νοημοσύνης. Παρ όλα αυτά, η ανθρώπινη κοινωνία εξακολουθεί να είναι αντιμέτωπη με απλά χρόνια προβλήματα, για τα οποία οι λύσεις δεν είναι εύκολες ούτε επιζητούνται πάντοτε με την ένταση που επιβάλλουν οι περιστάσεις.
Ένα από αυτά, είναι η διαρκής και σχεδόν απαρατήρητη διείσδυση της μετριότητας σε όλες τις κοινωνικές και παραγωγικές δομές, με αποτέλεσμα να εμποδίζονται οι μηχανισμοί της κοινωνίας να λειτουργήσουν αποτελεσματικά.
Η μετριότητα πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Δεν είναι τρομερό αυτό. Το πρόβλημα αρχίζει όταν υπερεκτιμάται, ανταμοίβεται και γίνεται «σημείο αναφοράς», δημιουργώντας σιγά-σιγά μια «κουλτούρα μετριότητας». Γιατί, όσο η μετριότητα εξαπλώνεται και καθιερώνεται, η κοινωνία βολεύεται με μικρές επιτυχίες, συμβιβάζεται με λιγότερα και αποδέχεται τη μιζέρια ως κανονικότητα. Όπως έγραψε και ο Καναδός συγγραφέας Alain Deneault, «η μετριότητα εξαπλώνεται σαν κηλίδα λαδιού σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και μας κάνει να δεχόμαστε χειρότερη ζωή από αυτή που μας αξίζει».
Από τη μετριότητα στη βλακεία
Παρά το γεγονός ότι οι μέτριοι βολεύονται με την κοινωνική αποδοχή, ξέρουν καλά ότι είναι “λίγοι” και γι´ αυτό αισθάνονται κατώτεροι, παρά τη φαινομενική αυτοπεποίθηση τους. Για να κρύψουν την ανεπάρκεια τους, ρίχνουν την ευθύνη των αποτυχιών τους σε άλλους, αναμασούν θεωρίες συνομωσίας, επικαλούνται έλλειψη ευκαιριών κ.λπ.
Πολλοί από αυτούς γίνονται «τοξικοί» και αναπτύσσουν φθόνο για τους ικανούς, τους οποίους βλέπουν ως εμπόδια στην προσπάθεια τους να υλοποιήσουν τα σχέδια τους, να καταλάβουν θέσεις και αξιώματα, για τα οποία βέβαια δεν έχουν τα προσόντα. Στη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία, ο «τοξικός μέτριος» αποδίδεται με τον όρο «βλάκας».
Για να μην μπερδευόμαστε, η βλακεία είναι κάτι διαφορετικό (και χειρότερο) από την πνευματική καθυστέρηση. Οι πνευματικά καθυστερημένοι καταπιάνονται με απλές εργασίες και τις εκτελούν πρόθυμα, χωρίς να αναπτύσσουν φιλοδοξίες που υπερβαίνουν τις δυνατότητες τους, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στην κοινωνία.
Η σκοτεινή πλευρά της βλακείας
Σύμφωνα με μελέτες μεγάλων αμερικανικών πανεπιστημίων οι «τοξικοί μέτριοι», οι «βλάκες» δηλαδή, αποτελούν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού και υπήρχαν πάντα, σε όλες τις χώρες και όλες τις επαγγελματικές και κοινωνικές τάξεις.
Στο ίδιο συμπέρασμα είχε καταλήξει πριν πολλές δεκαετίες (1941) και ο Ευάγγελος Λεμπέσης, στο σημαντικό έργο του «Ἡ Τεράστια Κοινωνικὴ Σημασία τῶν Βλακῶν ἐν τῷ Συγχρόνῳ Βίῳ», ο δε Αϊνστάιν είχε πει ότι «δύο πράγματα είναι ατελείωτα, το σύμπαν και η βλακεία». Το πράγμα γίνεται ακόμη χειρότερο από το γεγονός ότι η συμπεριφορά των βλακών δεν μπορεί να εξηγηθεί με την απλή λογική και έτσι είναι αδύνατο να εντοπισθούν τα κίνητρα και οι στόχοι τους, με συνέπεια να μην ξέρεις πώς να τους αντιμετωπίσεις.
Όπως αναφέρει ο Carlo Cipolla στο βιβλίο του «Οι βασικοί νόμοι της ανθρώπινης βλακείας», «η εμπειρία χιλιετιών δείχνει ότι είναι αμέτρητες οι περιπτώσεις μεγάλων καταστροφών που προκλήθηκαν από την αδυναμία κατανόησης της βλακείας». Γι' αυτό άλλωστε ο Σίλερ έγραψε ότι «ενάντια στη βλακεία, οι ίδιοι οι Θεοί μάχονται μάταια».
Τα προβλήματα ξεκινούν από το γεγονός ότι οι βλάκες έχουν υψηλές φιλοδοξίες, παρά την ανικανότητα τους. Για να τα καταφέρουν, κρύβουν την ανεπάρκεια τους με απατηλά μέσα και συνασπίζονται σε κλίκες, που ευνοούν την προώθηση των ιδίων και τον αποκλεισμό των ικανών (“η ραδιουργία είναι η δύναμη των ανίκανων”, έχει πεί ο Σαίξπηρ).
Επίσης, δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν ποταπά μέσα, όπως π.χ. απάτη, ψέμμα, κολακεία, συκοφαντία κ.λπ., ενισχύοντας τη διαφθορά και την ανηθικότητα. Όσο δε ανεβαίνουν, επιζητούν την ένταξη τους σε όλο και περισσότερες ομάδες, ώστε να χρησιμοποιήσουν το εκτόπισμα και τη δύναμη κάθε ομάδας για την επίτευξη του στόχου τους, αλλά και για να κρύψουν την ατομική τους ανεπάρκεια πίσω από τη συλλογική ισχύ. Στη συνέχεια, προσπαθούν να εδραιωθούν στις θέσεις που κατέλαβαν χωρίς να τις αξίζουν και να εξουδετερώσουν τους ικανούς με κάθε τρόπο. Με τη δύναμη που αποκτούν, προωθούν όσους διαθέτουν ακόμη λιγότερα προσόντα από τα δικά τους, ώστε η σύγκριση τους να γίνεται με αυτά τα άτομα και όχι με τους πραγματικά ικανούς.
Με δεδομένο ότι οι «τοξικοί μέτριοι» ή βλάκες αποτελούν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, θεωρείται βέβαιο ότι έχουν εισχωρήσει σε όλο το φάσμα της εξουσίας. Αυτή η διείσδυση διευκολύνεται μάλιστα απο την ικανότητα τους να ακολουθούν «διαδρομές» που παρακάμπτουν τις αξιοκρατικές διαδικασίες. Μήπως δεν είναι κοινό μυστικό ότι από την απαράδεκτη διανομή θέσεων, αξιωμάτων κλπ, κάθε φορά που αλλάζουν οι κυβερνήσεις, οφελούνται κατά κύριο λόγο οι παρατρεχάμενοι, οι κόλακες, τα κομματικά μέλη κλπ, που προέρχονται κυρίως από τη «δεξαμενή» αυτών των «τοξικών μετρίων»;
Επίλογος
Να μην ξεχνάμε ότι η λειτουργία της κοινωνίας διαμορφώνεται από τις επικρατούσες αντιλήψεις. Επομένως, η ακατάπαυστη προώθηση των “τοξικών μετρίων”, με τον παράλληλο αποκλεισμό σημαντικού μέρους των ικανών, οδηγεί σιγά-σιγά στην ενίσχυση των δικών τους αντιλήψεων, που χαρακτηρίζονται από αναξιοκρατικές μεθοδεύσεις. Αυτή η διαβρωτική διαδικασία υπονομεύει αργά αλλά σταθερά το μακροπρόθεσμο μέλλον της κοινωνίας. Γιατί, όπου επικρατεί η αναξιοκρατία, οι θεσμοί και η οργάνωση της κοινωνίας προσαρμόζονται ανάλογα και η κοινωνία εκφυλίζεται.
Δεν λέει κανείς ότι οι μέτριοι είναι ανεπιθύμητοι. Πρέπει οπωσδήποτε να στηριχθούν, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες που μπορούν, αλλά μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους. Παράλληλα όμως, χρειάζεται να στηρίξουμε και τους ικανούς, για να μπορούν να ξεδιπλώσουν τις ικανότητες τους χωρίς εμπόδια και να οδηγήσουν την κοινωνία σε μια μακροπρόθεσμη ισορροπία και ευημερία. Μια αποστολή δηλαδή που μόνο αυτοί μπορούν να αναλάβουν με επιτυχία (βλ. και Β. Ραφαηλίδης, “Καπιταλισμός, η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας”).
*Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.