Πατήσαμε στο φεγγάρι, υψώσαμε κτίρια εκατοντάδων μέτρων, δημιουργήσαμε τεχνητή νοημοσύνη, ανεβάσαμε πολύ ψηλά τις τέχνες και τον πολιτισμό, αλλά δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον κακό εαυτό μας. Είμαστε στο 2023 κι όμως εξακολουθούμε να κρίνουμε τους συνανθρώπους μας από την καταγωγή τους, το χρώμα τους, τις προτιμήσεις τους, τη σωματική τους διάπλαση κλπ. Θεωρούμε ανεπιθύμητους, μειονεκτικούς, «παρακατιανούς», ανήθικους εκείνους που είναι διαφορετικοί από εμάς, που δεν αντιλαμβάνονται τον κόσμο με τον συνηθισμένο τρόπο.
Το παρήγορο είναι ότι με το πέρασμα του χρόνου και με τη βοήθεια της παιδείας, της τέχνης και των φωτισμένων συνανθρώπων μας, τολμούμε σιγά-σιγά να αμφισβητούμε τα καταδυναστευτικά στερεότυπα μας και να δεχόμαστε δειλά - δειλά ότι οι αποκλίσεις από αυτά δεν είναι απαραίτητα καταδικαστέες. Έτσι, μπορούμε τουλάχιστον να ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα μπει και ο ρατσισμός στο «χρονοντούλαπο» της ιστορίας.
Στο μεταξύ, ο λογαριασμός για αυτή την πτυχή του κακού εαυτού μας είναι πολύ μεγάλος. Γιατί, πέρα από την πολιτιστική, ηθική και κοινωνική εκτροπή που προκαλεί, ο ρατσισμός επηρεάζει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα, προκαλώντας τεράστιο κόστος και περιορίζοντας την ευημερία όλων μας, θυτών και θυμάτων των διακρίσεων.
Για παράδειγμα, σε μια πρόσφατη μελέτη της Federal Reserve Bank of San Francisco, εκτιμάται ότι το κόστος του ρατσισμού για τις ΗΠΑ, ήταν 2,6 τρις $ το 2019 και πάνω από 50 τρις $ κατά τα τελευταία 30 χρόνια (κατά μέσο όρο το 13% του ΑΕΠ). Σύμφωνα με τα νούμερα αυτά, οι απώλειες λόγω του ρατσισμού για το 2022 (εκτιμώμενο ΑΕΠ 24 τρις $) είναι 3 τρις $, όσο δηλαδή το κόστος του συνόλου των παρεμβάσεων που περιλαμβάνονται στο οικονομικό πρόγραμμα 2023-2030 του προέδρου Μπάιντεν για την κλιματική αλλαγή και τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία! Είναι επίσης τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τις προβλεπόμενες (στο πιο πάνω πρόγραμμα) δαπάνες για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού (δίκτυα 5G, πρωτοποριακά υλικά, τεχνητή νοημοσύνη κλπ) των αμερικανικών επιχειρήσεων.
Μια ακόμη μελέτη (της Citibank) εκτιμά ότι ο ρατσισμός ευθύνεται για την απώλεια 6.000.000 θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ, ενώ το Alfred Deakin Institute (ADI) αποτιμά σε 50 δις $ περίπου, την ετήσια απώλεια εισοδημάτων στην Αυστραλία από την ίδια αιτία (περίπου 3% του ΑΕΠ).
Για να καταλάβουμε το γιατί ο ρατσισμός έχει αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, ας θυμηθούμε ότι η εργασία αποτελεί τον βασικότερο παραγωγικό συντελεστή. Επομένως, οι διαταραχές στους όρους προσφοράς της που προκαλεί ο ρατσισμός, όπως π.χ. ο αποκλεισμός από την εργασία, η άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας σε εργαζόμενους, η παρεμπόδιση απόκτησης γνώσεων, δεξιοτήτων κλπ, περιορίζει την ποσότητα και την ποιότητα της παρεχόμενης εργασίας, μειώνοντας το παραγωγικό αποτέλεσμα και αυξάνοντας το κόστος και τις τιμές των αγαθών. Π.χ., όπως διαπιστώνεται σε μια πρόσφατη μελέτη (ΗΠΑ), πολλοί Αφροαμερικανοί με υψηλή ευφυΐα απασχολούνται ως ανειδίκευτοι, ενώ θα είχαν τις δυνατότητες να προσφέρουν υπηρεσίες μεγάλης προστιθέμενης αξίας και να συνεισφέρουν στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής, αν δεν είχαν αποκλεισθεί από το εκπαιδευτικό σύστημα και την αγορά εργασίας λόγω άμεσων και έμμεσων φυλετικών διακρίσεων.
Για να συνοψίσουμε λοιπόν τις σκέψεις μας, ο ρατσιμός δεν αποτελεί μόνο μια βάρβαρη εκτροπή από την κοινωνική ομαλότητα. Έχει και οικονομικό κόστος, γιατί αποκλείει κάποιους από την παραγωγή και περιορίζει την παραγωγικότητα κάποιων άλλων. Κάνοντας μια αναγωγή σε παγκόσμια κλίμακα, μπορούμε να πούμε ότι οι διακρίσεις στερούν από την ανθρωπότητα 8-10 τρις $ ετησίως, περιορίζοντας τις θέσεις εργασίας και τα εισοδήματα και συρικνώνοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Πρόκειται για ένα ποσό που θα μπορούσε να εξαλείψει τη φτώχεια σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Έχουμε λοιπόν ένα λόγο παραπάνω να πολεμήσουμε τον ρατσισμό. Είναι πλέον καιρός να καταλάβουμε ότι όλοι μαζί, χωρίς διακρίσεις, μπορούμε να φτιάξουμε μεγαλύτερη πίτα και να τη μοιραστούμε δικαιότερα!
*Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.