Είναι κοινό μυστικό ότι η χώρα μας βαρύνεται με το υψηλότερο δημόσιο χρέος σε σχέση με το παραγόμενο ΑΕΠ, μετά την Ιαπωνία (263%), παγκοσμίως. Αν δε λάβουμε υπόψη και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, επειδή η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου έχει δανεισθεί το μεγαλύτερο τμήμα του από τους πολίτες της, τότε καταλήγουμε ότι η Ελλάδα κρατάει τα αρνητικά πρωτεία. Με 207% του ΑΕΠ θα περίμενε κανείς, ότι το υπέρογκο αυτό χρέος, θα επηρέαζε όχι μόνο κάθε πρόγραμμα εφαρμοστέας οικονομικής πολιτικής, αλλά και ότι θα αποτελούσε και μια τροχοπέδη σε κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Γνωρίζουμε, από πολλές μελέτες και κυρίως μετά τη δημοσίευση των οικονομολόγων της κρίσης Reinhart και Rogoff (Growth in a Time of Debt, 2010), ότι, όταν το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ, τότε αρχίζει να επηρεάζει αρνητικά την αναπτυξιακή διαδικασία. Όσο δε μεγαλώνει τόσο μειώνεται το αναπτυξιακό αποτέλεσμα, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί τη μόνη υγιή αλλά και αποτελεσματική αντιμετώπιση και του προβλήματος. Σήμερα, κυρίως μετά την ανάγκη που προέκυψε από την πανδημία για αύξηση των δημοσίων δαπανών, τόσο για την αντιμετώπιση του υγειονομικού προβλήματος, όσο και για τη στήριξη και τόνωση των οικονομιών, στην προσπάθεια να εξέλθουν από την πρωτόγνωρη οικονομική κρίση χωρίς μόνιμες βλάβες, πολλές χώρες μεταξύ των οποίων και οι περισσότερες των G7, αντιμετωπίζουν ένα επίπεδο δημοσίου χρέους, το οποίο έχει ξεπεράσει προ πολλού το κριτήριο του Μάαστριχτ του 60% επί του ΑΕΠ. Ήδη η Ιταλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ισπανία καθώς και η Ιαπωνία, θα έπρεπε τα επόμενα χρόνια αντί να αναμένουν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης να αναζητούν τρόπους για την αποπληρωμή των χρεών τους. Τι τρέχει λοιπόν με τα θεσμοθετημένα όρια δημιουργίας χρεών; Πόση αξία έχουν;
Φαίνεται ότι, όχι μόνο με βάση την επιστημονική γνώση, αλλά και αποδεδειγμένα στην πράξη, ένα τέτοιο σταθερό όριο χρέους δεν υφίσταται. Οι αναφερθείσες χώρες, με χρέος σημαντικά πάνω από 90% του ΑΕΠ τους δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα στη λειτουργία της οικονομίας τους, κυρίως δε σε ότι αφορά στην εξυπηρέτηση του χρέους τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα δεδομένα έχουν εν τω μεταξύ αλλάξει. Καταγράφουμε πλέον για μια δεκαετία μηδενικά επιτόκια.
Ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο, το οποίο διευκολύνει τα κράτη να αναπτυχθούν μέσα από τα χρέη τους. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι όταν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υψηλότερος από τα επιτόκια, τότε μειώνεται και η σχετική επιβάρυνση για το χρέος. Όσο τα επιτόκια παραμένουν μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά, κάτι που δείχνει να μην αλλάζει και για τα επόμενα χρόνια, βοηθούσης και της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των Κεντρικών Τραπεζών, η εξυπηρέτηση του χρέους δεν προβληματίζει ιδιαίτερα. Η οικονομίες θα αναπτύσσονται όσο θα υπάρχουν αργούσες παραγωγικές δυνάμεις. Όταν αυτές εξαντληθούν, τότε θα εμφανιστούν πληθωριστικά φαινόμενα, τα οποία θα παρασύρουν και τα επιτόκια προς τα πάνω, κάτι που θα δυσχεράνει σε κάποιο βαθμό και την εξυπηρέτηση του χρέους, αν μέχρι τότε μέσω της αναπτυξιακής διαδικασίας δεν έχει επαρκώς μειωθεί. Η επεκτατική πολιτική κεϋνσιανής έμπνευσης συνεπώς, δεν απέτρεψε μόνο μια μεγαλύτερη υφεσιακή βύθιση, αλλά είναι σε θέση να συμβάλλει και στην ανάκαμψη των οικονομιών με στόχο την επανάκτηση των χαμένων εισοδημάτων. Αρκεί η πρόσθετη ρευστότητα που δημιουργήθηκε από τις Κεντρικές Τράπεζες να κατευθύνεται προς την πραγματική οικονομία για τη διενέργεια επενδύσεων με ψηφιακό και περιβαλλοντικό πρόσημο, κάτι που σε ότι αφορά την Ευρώπη προς το παρόν δε φαίνεται να συμβαίνει, με αποτέλεσμα να φουσκώνουν αδικαιολόγητα οι χρηματιστηριακοί δείκτες.
Ισχύει το ίδιο και για την περίπτωση της Ελλάδας;
Το συνολικό χρέος του Ελληνικού Δημοσίου ανερχόταν το Δεκέμβρη του 2020 στα 341 δισ. ευρώ. Παρά το τεράστιο μέγεθός του όμως, αυτό δεν απέτρεψε τους οίκους αξιολόγησης να αναβαθμίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σταδιακά από το 2018 μέχρι σήμερα. Αυτό οφείλεται κυρίως στη διασφάλιση της εξυπηρετησιμότητας του χρέους μέσα από τη συμφωνία με τους δανειστές, η οποία εκτείνεται σε ένα διάδρομο ασφαλείας μέχρι το 2033, με την υπόσχεση μάλιστα, ότι τότε, αν υπάρχει ανάγκη, το ζήτημα θα επανεξετασθεί. Η εξυπηρετησιμότητα συνεπώς του χρέους είναι εκείνη που καθορίζει τις σχέσεις με τις αγορές και όχι το απόλυτο μέγεθος ή ο λόγος του προς το ΑΕΠ. Αυτή διασφαλίζεται:
- Πρώτον, με μια πρωτόγνωρα μεγάλη ρευστότητα για τα ελληνικά δημοσιονομικά δεδομένα (31-37 δισ. ευρώ), η οποία είναι ικανή μεσοπρόθεσμα, όχι μόνο να ανταποκριθεί στις τακτικές πληρωμές αλλά και σε μεγάλο βαθμό και σε έκτακτες καταστάσεις.
- Δεύτερον, με σταθερά επιτόκια για το σύνολο σχεδόν του χρέους (95%), κάτι που σημαίνει ότι δεν επηρεάζεται από πιθανές διαταραχές στο νομισματικό περιβάλλον.
- Τρίτον, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους (80%) οφείλεται σε εθνικούς (κράτη) ή υπερεθνικούς φορείς (EFSF, ESM και μικρό μέρος 2 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ) ενώ βρίσκεται ως εκ τούτου εκτός διαπραγμάτευσης. Το τμήμα αυτό εξυπηρετείται άνετα με πολύ χαμηλά επιτόκια.
- Τέταρτον, η δαπάνη για την εξυπηρέτησή του είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, αφού το μέσο επιτόκιο που πληρώνει η χώρα είναι πλέον 1,4%. Έτσι από τη μια η διασφαλισμένη σταθερότητα για μια μεγάλη χρονική περίοδο και από την άλλη τα χαμηλά επιτόκια, βοηθούσης και της χρηματοπιστωτικής συγκυρίας, καθιστούν το ελληνικό χρέος από τα πιο φθηνότερα της Ευρώπης. Το γεγονός αυτό δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για τη διαπραγμάτευση ενός μικρότερου πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος για την επόμενη μέρα, τη στιγμή που η απαίτηση των δανειστών για υψηλότερα πλεονάσματα στηριζόταν σε υποθέσεις με βάση τα πολύ υψηλότερα επίπεδα επιτοκίων.
- Πέμπτον, τα ελληνικά ομόλογα μετά την αποδοχή τους από την ΕΚΤ στο έκτακτο πρόγραμμα ενίσχυσης ρευστότητας (PEPP), παρά τη διαβάθμισή τους ως «non investment grade» από τους οίκους αξιολόγησης, χαίρουν μιας πρωτοφανούς ζήτησης, η οποία συμπιέζει συνεχώς τις αποδόσεις. Όπως συνέβη και με τις άλλες χώρες που εντάχθηκαν σε προγράμματα διάσωσης , έτσι και στην περίπτωσή μας, οι προοπτικές της οικονομίας και οι συνθήκες της αγοράς ξεπερνούν τους περιορισμούς των οίκων αξιολόγησης και επιταχύνουν την καθοδική πορεία των επιτοκίων διευκολύνοντας τις οικονομίες να προσελκύσουν πόρους και να ανακάμψουν.
Κρίσιμος στόχος η διατηρήσιμη ανάπτυξη
Από τα παραπάνω προκύπτει συμπερασματικά, ότι το υπέρογκο δημόσιο χρέος της χώρας δεν αποτελεί κίνδυνο για την πορεία της χώρας τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμη περίοδο. Εκείνο στο οποίο θα πρέπει να εστιάσει η ασκούμενη οικονομική πολιτική, θα πρέπει να είναι η δημιουργία προϋποθέσεων γρήγορης ανάκαμψης και πάνω απ’ όλα διατηρήσιμης ανάπτυξης. Η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, αποτελεί μια αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να διασφαλίσει από μόνη της την ταχεία ανάπτυξη της χώρας. Πέραν των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, οι οποίες ούτως ή άλλως αποτελούν υποχρέωση για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα, εκείνο που αναδεικνύεται ως τροχοπέδη για μια δυναμική ανάπτυξη είναι το επίσης υπέρογκο ιδιωτικό χρέος των 243 δις Ευρώ. Εκτός από τα 108 δισ. ευρώ οφειλών προς την εφορία και τα 37,5 δισ. προς τα ασφαλιστικά ταμεία που αποδυναμώνουν την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, εκείνο που επιδρά αρνητικά απευθείας στον πυρήνα της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι τα χρέη προς τις τράπεζες. Το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς τις τράπεζες, χωρίς την προσμέτρηση των κορονοχρεών, ανέρχονταν το 2020 σε 58 δισ. καθώς και 40 δισ. ευρώ που έχουν εκχωρηθεί σε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων.
Το γεγονός αυτό παραπέμπει σε περιορισμένες δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα να αναλάβει νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, ενώ εμποδίζει τις τράπεζες να εκπληρώσουν τη βασική τους αποστολή, που είναι ο εφοδιασμός της πραγματικής οικονομίας με ρευστότητα. Είναι αυτονόητο, ότι με τέτοιους σοβαρούς περιορισμούς, αν δεν υπάρξει σημαντική βελτιωτική παρέμβαση, δεν διασφαλίζεται η ζητούμενη ισχυρή διατηρήσιμη ανάπτυξη που χρειαζόμαστε, ώστε να ανακτήσουμε τα χαμένα από τις δύο κρίσεις εισοδήματα.
Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.